ΣΙΝΕ

Τρίτη 21 Μαΐου 2013

Πανελλήνιες 2013: Θέματα SOS...Λογοτεχνία κατεύθυνσης, Απαντήσεις

Διαβάστε τα προτεινόμενα θέματα, SOS για τη Λογοτεχνία κατεύθυνσης:
Α. ΚΕΙΜΕΝΟ
Γιώργης Παυλόπουλος «Τά Ἀντικλείδια»
Ἡ Ποίηση εἶναι μιά πόρτα ἀνοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς νά βλέπουν
τίποτα και προσπερνοῦνε. Ὅμως μερικοί
κάτι βλέπουν, τό μάτι τους ἁρπάζει κάτι
καί μαγεμένοι πηγαίνουμε νά μποῦν.
Ἡ πόρτα τότε κλείνει. Χτυπᾶνε μά κανείς
δέν τούς ἀνοίγει. Ψάχνουνε γιά τό κλειδί.
Κανείς δέν ξέρει ποιός τό ἔχει. Ἀκόμη
καί τή ζωή τους κάποτε χαλᾶνε μάταια
γυρεύοντας τό μυστικό νά τήν ἀνοίξουν.
Φτιάχνουν ἀντικλείδια. Προσπαθοῦν.
Ἡ πόρτα δέν ἀνοίγει πιά. Δέν ἄνοιξε ποτέ
γιά ὅσους μπόρεσαν νά ἰδοῦν στό βάθος.
Ἴσως τά ποιήματα πού γράφτηκαν
ἀπό τότε πού ὑπάρχει ὁ κόσμος
εἶναι μιά ἀτέλειωτη ἀρμαθιά ἀντικλείδια
γιά ν’ ἀνοίξουμε τήν πόρτα τῆς Ποίησης.
Μά ἡ Ποίηση εἶναι μιά πόρτα ἀνοιχτή.
(Τά Αντικλείδια, 1988)

Β. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Το ποίημα χαρακτηρίζεται από γλωσσική απλότητα και σαφήνεια, παρά το «φευγαλέο» νόημά του. Να εντοπίσετε τους
εκφραστικούς τρόπους που δημιουργούν αυτή την εντύπωση. Μονάδες 15
2. α. Ένα από τα κύρια γνωρίσματα της ποίησης του Γ. Παυλόπουλου είναι η συμβολιστική γραφή. Να επιβεβαιώσετε το
χαρακτηριστικό αυτό στα «Αντικλείδια». Μονάδες 10
β. Το ποίημα αφηγείται μια επαναλαμβανόμενη ανά τους αιώνες απόπειρα να συλληφθεί η ουσία και η Ιδέα της Ποίησης.
Πώς αισθητοποιείται στο ποίημα αυτή η ατέρμονη διαδικασία; Μονάδες 10
3. Να σχολιάσετε το είδος της αφήγησης και του αφηγητή στο ποίημα και να ερμηνεύσετε τις αντίστοιχες επιλογές του ποιητή
αναφορικά με τη λειτουργικότητά τους. Μονάδες 20
4. Να σχολιάσετε τους παρακάτω στίχους:
α. «Ἀκόμη καί τή ζωή τους κάποτε χαλᾶνε μάταια γυρεύοντας τό μυστικό νά τήν ἀνοίξουν» (σε μια παράγραφο 100
λέξεων περίπου). Μονάδες 10
β. «Ἡ πόρτα δέν ἀνοίγει πιά. Δέν ἄνοιξε ποτέ γιά ὅσους μπόρεσαν νά ἰδοῦν στό βάθος». (σε μια παράγραφο 80-100
λέξεων περίπου). Μονάδες 10
5. Να συγκρίνετε το ποίημα «Τα Αντικλείδια» του Γιώργη Παυλόπουλου με το ποίημα «Ars Poetica 2» του Γιώργου Θέμελη
(Ars Poetica, 1974).
Μονάδες 25

«Ars Poetica 2»

Αρέσκεται στο σκοτάδι το ποίημα. Εκεί σπέρνεται ανοίγοντας μικρούς φεγγίτες, που μεγαλώνουν, μεγαλώνουν… Το πολύ ηλιακό φως το εκτυφλωτικό το πληγώνει. Γιατ’ είναι φως το Ποίημα, φως ενός άλλου φωτισμού, δυνατότητα ενός άλλου Ήλιου.Η Ευδαιμονία του Χορτασμού και της Οικονομίας το αφήνει νηστικό. Σαν ένα ζώο λησμονημένο κι άχρηστο. Μη έχοντας
δοκιμάσει το μαχαίρι της πείνας για ψωμί και φως, τη δίψα του στερεμένου ποταμού. Η Ανυποψία των Κοντόφθαλμων και των Κοιμισμένων το αποφεύγει, έξω από τον ύπνο του δικαίου, έξω απ’ τ’ όνειρο, σαν ένα εφιαλτικό πουλί. Όλα τα μάτια τ’ άγρυπνα στρέφουν προς το Ποίημα.

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
1. «Τα Αντικλείδια» συγκεντρώνουν τα βασικά γνωρίσματα της ποιητικής γραφής του Παυλόπουλου. Ως εκπρόσωπος της
πρώτης μεταπολεμικής γενιάς στο έργο του απεικονίζει ηθικές και κοινωνικές αξίες και η ποίηση του είναι ζεστή και
χαμηλόφωνη. Στο ποίημα «Τα Αντικλείδια» η γλωσσική απλότητα και η σαφήνεια είναι ευδιάκριτες και επιτυγχάνονται,
αρχικά, με τη χρήση κύριων προτάσεων, οι οποίες δεσπόζουν στο ποίημα, «Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή», «Η πόρτα
τότε κλείνει», «Ψάχνουνε για το κλειδί». Οι κύριες προτάσεις χαρακτηρίζονται από νοηματική αυτοτέλεια, αφού αποδίδουν
ολοκληρωμένα νοήματα, ενώ ταυτόχρονα προσδίδουν στο ποίημα αποφθεγματικό χαρακτήρα. Με την επιλογή αυτή του
Παυλόπουλου, ο ποιητικός λόγος αποκτά αφηγηματικό τόνο, γίνεται λιτός, φυσικός και κοφτός. Η γλώσσα του ποιήματος είναι απλή και καθημερινή, αστόλιστη και σε μερικά σημεία λαϊκή, («κάτι βλέπουν», «το μάτι τους αρπάζει κάτι», «και τη
ζωή τους κάποτε χαλάνε», «αρμαθιά»). Τη γλωσσική απλότητα και σαφήνεια ενισχύει ο πεζολογικός τόνος του ποιήματος, ο
οποίος σε συνδυασμό με το κουβεντιαστό και χαμηλόφωνο ύφος, δίνουν την αίσθηση πεζού λόγου και προφορικότητας.
Παράλληλα, το ποίημα χαρακτηρίζεται από το «φευγαλέο» νόημά του, καθώς αυτό βασίζεται στην τεχνική των λογικών
αντιφάσεων. Αναφέρουμε ως χαρακτηριστική αντίθεση την “ανοιχτή πόρτα” της ποίησης που “κλείνει” για τους λίγους, που
κάτι βλέπουν στο βάθος της αλλά παραμένει πάντα “ανοιχτή”. Η ατμόσφαιρα του μύθου είναι ένα άλλο στοιχείο που οδηγεί
στο ίδιο αποτέλεσμα του «φευγαλέου» νοήματος. Ο ποιητικός μύθος προσδίδει μαγικό και μυστηριώδες περιεχόμενο, ενώ
ταυτόχρονα διαφέρει από το παραμύθι, γιατί σ’ αυτόν δεν υπάρχει η μαγική λέξη που κάνει το θαύμα ώστε να ανοίξει η πόρτα. Τέλος, οι σκηνοθετικοί χειρισμοί υποβοηθούν την αλληγορική αφήγηση να δηλώσει τις προσπάθειες των ποιητών να
συλλάβουν την αλήθεια της ποίησης, η οποία παρουσιάζεται εξιδανικευμένη, ονειρική και απρόσιτη, ενώ δεν λείπουν και τα
σύμβολα που χρειάζονται αποσυμβολισμό για να συλληφθεί το νόημα του ποιήματος.Ωστόσο η γλωσσική απλότητα κάνει την ποίηση του Γ. Παυλόπουλου αποτελεσματική χωρίς “ψιμύθια” κι αυτήν ακριβώς
πρόσεξε στον ποιητή ο Σεφέρης που σημειώνει: «Λέγοντας ψιμύθια εννοώ: χωρίς γλωσσικούς κορδακισμούς, που συνήθως
είναι επιφανειακά σχήματα χωρίς ν’ αγγίζουν τίποτε στο βάθος… Σε τι προχωρεί, μ’ αυτόν, η ποίηση;…στα χρόνια που ζούμε, το να κρατά κανείς την τέχνη σε μια ορισμένη στάθμη είναι πρόοδος». Την άποψη αυτή προσυπογράφει και ο Δ. Μαρωνίτης: «Δεν ξέρω πολλές φωνές στην ποίησή μας που να έχουν την απλότητα, τη θέρμη, σχεδόν την τρυφερότητα και τη φυσικότητα της αφηγηματικής φωνής του Παυλόπουλου».

2. α. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η “μετακίνηση του Παυλόπουλου από τη συμβολική διαστρωμάτωση του
ποιητικού μύθου στην παραβολική διαχείρισή του” αναγνωρίζεται εύκολα στα “Αντικλείδια” και σχετίζεται με τη
μετάβασή του από το ποίημα – γεγονός στο ποίημα όπου η ποιητική δημιουργία και δοκιμασία γίνεται κυρίως υπόθεσή του
(Α. Ζήρας) αλλά και με τη γενικότερη στροφή του από την ιστορική μνήμη προς το ιδιωτικό και προσωπικό.
Παρ’ όλη όμως την προσπάθεια του ποιητή ν’ αποφύγει τη χρήση συμβόλων στην προσπάθεια ορισμού της ποίησης,
μάλλον επειδή δε θέλει να προσεγγίσει τη φύση της ποίησης σε μια βάση αχρονική αλλά θέλει «να αποδώσει τη
σχετικότητα της απόστασης και της εγγύτητας ανάμεσα στη μορφή και την έννοια» (Β. Αθανασόπουλος), κάποιες εικόνες
μπορούν και λόγω της επανάληψής τους να αναχθούν σε σύμβολα. Έτσι, για παράδειγμα, η “πόρτα” είναι το σύμβολο που
συνδέει τους δυο κόσμους, τον πραγματικό/υλιστικό με τον πνευματικό, οραματικό, αισθητικό. Αυτή η πόρτα είναι
“ανοιχτή” πρόκληση – πρόσκληση σε όλους όσοι είναι αρκετά ευαίσθητοι να καταπιαστούν με την ποίηση. “Μερικοί”
ωστόσο είναι οι εκλεκτοί, οι ποιητές, ενώ οι “πολλοί” είναι η εποχή μας με την πεζότητα, τον ορθολογισμό, την αδιαφορία για το όραμα – όνειρο. Παρ’ όλη τη “μαγεία” του, δηλαδή την αξία και την πολυτιμότητά του, το όνειρο πίσω από την πόρτα δεν μπορεί να αντικειμενικοποιηθεί, να μεταμορφωθεί σε πράγμα – αντικείμενο, παραμένει Ιδέα του “Όλου”. Έτσι το “κλειδί” – σύμβολο της αλήθειας και της ουσίας της ποίησης – παραμένει χαμένο ενώ δεν υπάρχει το “μυστικό”: η ποιητική τεχνική ή κάποια μαγική λέξη με την οποία μπορεί να κατακτηθεί η Ιδέα να οριστεί το “άπιαστο είδωλο της
ποίησης”. Έτσι οι ποιητές φτιάχνουν μονάχα “αντικλείδια” που συμβολίζουν τα φιλόδοξα ποιήματα με τα οποία ο ποιητής επιχειρεί να συλλάβει τον ποιητικό κόσμο και τη σοφία του.

β. «Τα Αντικλείδια» αφηγούνται τις ανά τους αιώνες δοκιμές να οριστεί το άπιαστο είδωλο της ποίησης και το «φάντασμα
του ενός ποιήματος» (Δ. Μαρωνίτης), μια διαδικασία που είναι κυκλικά επαναλαμβανόμενη στο χρόνο. Η διαδικασία αυτή
αισθητοποιείται στο ποίημα με μια αλληγορία, μια παραβολή. Δεδομένου ότι το νόημα είναι «φευγαλέο» και το θέμα
μάλλον θεωρητικό, με την παραβολή, που προτείνει πάντα έναν παραλληλισμό ή μια αναλογία προσεγγίζοντας το άγνωστο
με τους όρους του γνωστού και την ιδέα με το ρεαλιστικό και το απτό, ο ποιητής επιτυγχάνει αφ’ ενός την ισορροπία
ανάμεσα στην κυριολεξία και τη μεταφορά και αφ’ ετέρου τη μετάδοση της ποιητικής του εμπειρίας στον αναγνώστη, με
τρόπο θετικό και γνωμικό αλλά όχι δογματικό.

Παραπέμπει λοιπόν, το ποίημα τον αναγνώστη σε μια μόνιμη αλληγορία της ύπαρξης και του κόσμου (η διπλή υπόσταση:
το «φαίνεσθαι» και το «είναι») και καθώς το τέλος του παραμυθιού-μύθου αντανακλάται στην αρχή και η αρχή στο τέλος
του ποιήματος (κυκλικό σχήμα), το ίδιο γίνεται φορέας της εμπειρίας που περιγράφει, με την «πόρτα» της Ποίησης να
είναι πάντοτε ανοιχτή πρόκληση κατάκτησης του ονείρου-μαγείας αλλά την ποιητική ουσία να παραμένει ψευδαίσθηση
και να μην κατακτιέται ποτέ από τον ποιητή που προσπαθεί με τα ποιήματα- «αντικλείδια» του να φτάσει όλο και πιο
κοντά στο ποιητικό του όραμα∙ μάταια όμως, αφού κάποτε διαπιστώνει πως αυτό το «κάτι», το απροσδιόριστο και
«μαγικό» που πρόφτασε να δει μέσα απ’ την «ανοιχτή πόρτα» της Ποίησης παραμένει πάντα απατηλό και φευγαλέο, όπως
μέσα στα όνειρα, σκοτεινό και άρρητο, ενώ η «πόρτα» κλείνει ξανά και ξανά αφήνοντας όμως την ψευδαίσθηση ότι είναι
συνεχώς «ανοιχτή». Αυτό, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος ο Γ. Παυλόπουλος, είναι το έργο του ποιητή, να διατυπώσει το άρρητο
που δεν είναι δυνατόν να διατυπωθεί και στη συνεχή και πάντα ανολοκλήρωτη προσπάθεια για διατύπωση του άρρητου
βρίσκεται η ουσία της ποίησης.

Σύμφωνα με την Τ. Καραγεωργίου, με τη συλλογή του «Τα Αντικλείδια», που είναι αφηγηματικά λιτά σαν παραμύθια ο
Παυλόπουλος «μας επιτρέπει να ξαναδούμε ακέραιο και οικείο το πρόσωπο της ποίησης που ξαναγίνεται μύθος-παραμύθι
και άρα μπορεί να παράσχει παραμυθία, από την οποία έχουμε ανάγκη όλοι»

3. Το ποίημα «Τα Αντικλείδια», όπως και τα περισσότερα ποιήματα της ομώνυμης συλλογής που έχει ως θέμα «τον ονειρικό
αγώνα του ποιητή με το ποίημα», είναι αφηγηματικό και υπάρχει ένας αφηγητής ο οποίος στήνει το σκηνικό του ποιήματος
και αφηγείται σε γ΄ πρόσωπο (τριτοπρόσωπη αφήγηση) έναν αλληγορικό ποιητικό μύθο, έναν μύθο που με την πρόοδο της
αφήγησης μετατρέπεται σε κυκλικό παραμύθι που θα μπορούσε να συνεχίζεται αέναα. Η αφήγηση δεν αφορά ένα
συγκεκριμένο συμβάν, αλλά μια επαναλαμβανόμενη ανά τους αιώνες διαδικασία απόπειρας να παραβιαστεί η ανοικτή πόρτα
της ποίησης. Το πρόσωπο, λοιπόν, που αφηγείται δεν εμφανίζεται ως υποκείμενο να ομιλεί σε ένα άμεσο α΄ ρηματικό
πρόσωπο και έτσι δεν επιδιώκεται η μετάδοση κάποιας προσωπικής συγκίνησης ούτε η κατάθεση μιας προσωπικής
θέσης/άποψης. Αντίθετα με την επιλογή της τριτοπρόσωπης αφήγησης διεκδικεί την εγκυρότητα και την αντικειμενικότητα για όσα λέγει, τα οποία αντιστοιχούν έτσι σε διαπιστώσεις αυτού που «αορίστως επαναλαμβανόμενο συμβαίνει και που
περιγράφεται στο ποίημα» από έναν αφηγητή παντογνώστη.

Από την άλλη πλευρά, ο αφηγητής/ομιλητής δεν ταυτίζεται με τον ποιητή. Είναι ένα πλαστό πρόσωπο με καθολική εποπτεία
του χώρου (κόσμος-σύμπαν) και του χρόνου (από τότε που υπάρχει ο κόσμος), ένα είδος παντογνώστη αφηγητή που γνωρίζει
ότι η βαθύτερη ουσία της ποίησης είναι ασύλληπτη αλλά και τις ποιητικές δοκιμές που έχουν γίνει από γενέσεως κόσμου. Η
εξακρίβωση της ταυτότητας του ομιλητή είναι δύσκολη επειδή δεν εισάγεται κάποιο πρόσωπο που παρουσιάζεται ως φορέας
του λόγου. Ωστόσο η αφηγηματική φωνή του ίσως συμπίπτει με τη φωνή του ποιητή ή αποτελεί ένα προσωπείο του (persona).
Σε αυτό το συμπέρασμα συνηγορούν τα εξής: Πρώτον η «εξαίρεση»του 17ου στίχου, όπου η αφήγηση γίνεται πρωτοπρόσωπη
(στο α΄ πληθυντικό πρόσωπο: για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης). Ο αφηγητής λοιπόν φαίνεται να συγκαταλέγεται στη
χορεία των ποιητών που αγωνίζονται ματαίως να κατακτήσουν την ποιητική ουσία· γνωρίζει το θέμα εκ των έσω, ίσως από
μια προσωπική μακροχρόνια και ανικανοποίητη/ανολοκλήρωτη εμπειρία, για αυτό έχει τη δυνατότητα να διηγείται ένα
μάλλον θεωρητικό θέμα («τι είναι η ποίηση;») με την απλότητα που αντιστοιχεί σε απτά, καθημερινά, εμπειρικά πράγματα και καταστάσεις. Δεύτερον το ποίημα εξαιτίας του θέματός του αποτελεί ποίημα ποιητικής, διαθέτει δηλαδή αυτοαναφορικότητα· και μόνο ένας ποιητής θα μπορούσε με ασφάλεια να μιλήσει για ζητήματα ποιητικής, χωρίς ωστόσο να δώσει την εντύπωση ενός ποιητικού δόγματος. Παρ’ όλα αυτά αποφεύγεται η αυτοβιογραφική ταύτιση, ο αφηγητής/ομιλητής ταυτίζεται με τον ποιητή όχι ως πρόσωπο αλλά ως ιδιότητα και έτσι το ποίημα παράλληλα με την αντικειμενικότητα –που ήδη έχει σημειωθεί παραπάνω- επενδύεται και με μια σοφία εμπειρική και δεν αποτελεί προϊόν καθαρής θεωρητικής διαδικασίας.Η Τασούλα Καραγεωργίου νομίζει ότι τελικά δεν ενδιαφέρει εάν ο αφηγητής ταυτίζεται ή όχι με τον ποιητή, ενώ ο Δ.Μαρωνίτης σημειώνει: «ότι η φωνή του Παυλόπουλου έχει το φυσικό χάρισμα να μπορεί να αφηγηθεί και μάλιστα με τρόπο ποιητικό… ξέρει να κρατά τον σωστό ρυθμό και τους κυματισμούς που χρειάζεται η διήγηση… εκείνη την ηρεμία και την άνεση που επιτρέπει στον ποιητικό μύθο να πετάξει λεύτερος».

4. α) Η ποίηση αποτελεί μια αέναη δοκιμασία για τους μύστες της. Οι «λίγοι», οι ποιητές, μέσα από ένα μαγευτικό, αν και μάταιο αγώνα, αποπειρώνται αγωνιωδώς να διαβούν την κλειστή πόρτα της Ποίησης, με σκοπό να την προσπελάσουν, να
εισχωρήσουν στο άβατό της και να εννοήσουν την πολυσχιδή φύση της. Συχνά ανάγουν τη θέαση του μαγικού κόσμου της
Ποίησης σε απόλυτο σκοπό ζωής και κυριεύονται από εμμονή· εντούτοις, η ποιητική δημιουργία/δοκιμασία τους, που
κινείται στο μεταίχμιο ζωής-θανάτου, δεν ευοδώνεται ποτέ. Έτσι ματαιοπονούν, αναλώνοντας τη ζωή τους σε δραματικές
και ατελέσφορες προσπάθειες να διεισδύσουν στον ποιητικό χώρο και να πολιτογραφηθούν στην Καβαφική πόλη των
Ιδεών.

β) Μέσα από μια λογική, αλλά όχι φιλοσοφική-ποιητική αντίφαση, ο Γ. Παυλόπουλος καταδεικνύει αριστοτεχνικά το
χιμαιρικό, απροσπέλαστο κόσμο της Ποίησης. Όσοι «μπόρεσαν να δουν στο βάθος», οι λίγοι και υποψιασμένοι,
προσπαθούν να διεισδύσουν έστω για λίγο στον ιδεατό της χώρο με τη συγγραφή ποιημάτων («αντικλείδια»). Ωστόσο η
ουσία της μένει άπιαστη, υψηλή, απροσπέλαστη σαν την Αλήθεια. Η φύση της ποίησης είναι ονειρική και φευγαλέα, για
αυτό είναι αδύνατο ν’ αποκαλυφθεί εξ ολοκλήρου σε κανένα. Έτσι κάθε ποιητής αποτυγχάνει να γίνει κοινωνός της,
μένοντας μόνιμα εξόριστος από τον κόσμο της ποιητικής μαγείας εντούτοις ανήκει δια βίου σε αυτόν και τον υπηρετεί
γράφοντας ποιήματα, σε ένα ατέρμονο κύκλο δημιουργίας.

5. Ποιήματα ποιητικής και τα δύο, τα «Αντικλείδια» του Γ. Παυλόπουλου και το «Ars Poetica 2» του Γ. Θέμελη, βασίζουν την αρχιτεκτονική τους στη μυθική διαστρωμάτωση των ποιητικών εικόνων που μπορούν να αναχθούν στο επίπεδο του
συμβολικού. Η ατμόσφαιρα μυστηρίου στα «Αντικλείδια» υποβάλλεται από την αίσθηση του αόριστου και του φευγαλέου
των αναφορών «πολλοί», «μερικοί», «κάτι», «μαγεμένοι» και τον συμβολισμό της «Ποίησης» ως ανοικτής και κλειστής
πόρτας, δηλαδή ως πύλης προς έναν απροσπέλαστο χώρο ιερού άβατου. Αντίστοιχα, στο «Ars Poetica 2» η χαρτογράφηση
ενός τόπου εξίσου μαγικού και υπερβατικού, ενός εξωκοσμικού, δηλαδή, σύμπαντος («ενός άλλου φωτισμού») αντανακλάται
στη χρήση των κεφαλαίων για τη γραφή του συμβόλου «ενός άλλου Ήλιου» και του «Ποιήματος» σε αντιδιαστολή με την
«Ανυποψία», τους «Κοντόφθαλμους» κ.ά. Επιπλέον, μπορούμε να διακρίνουμε την κοινή διάρθρωση των δύο έργων στη βάση
παρόμοιων αντιθέσεων. Συγκεκριμένα, η αντίθεση ανάμεσα στην επιφανειακή και πρόσκαιρη «θέαση» της ποίησης
(«κοιτάζουν») από τους «πολλούς», που δε διαθέτουν την απαραίτητη πνευματική καλλιέργεια και αισθητική, και σε εκείνους που «βλέπουν» με εμβρίθεια μέσα από την ανοικτή πόρτα, δηλαδή τους αληθινούς ποιητές, στο «Ars Poetica 2»
πραγματώνεται ως διαχωρισμός ανάμεσα στους «Κοντόφθαλμους» και «Κοιμισμένους», και εκείνους που διαθέτουν τα
σολωμικής σύλληψης «άγρυπνα μάτια», δηλαδή τους ποιητές που κατοικούν τον ονειρικό κόσμο, δικαιώνοντας την ύπαρξή
τους μέσα από την τέχνη τους («έξω από τον ύπνο των δικαίων, έξω απ’ τ’ όνειρο»). Έτσι, η πλατωνική αντίληψη του
σπηλαίου, η οποία, όπως διαπιστώνει η Τ. Καραγεωργίου, διαπερνά το νόημα των στίχων: «το μάτι τους αρπάζει κάτι/ και
μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν. Η πόρτα τότε κλείνει», στο «Ars Poetica» υλοποιείται ως το αποτέλεσμα της εγγενούς
ροπής του ποιήματος προς το «σκοτάδι» («Αρέσκεται στο σκοτάδι το ποίημα», «Το πολύ ηλιακό φως το εκτυφλωτικό το
πληγώνει.»).

Στην ομοιότητα αυτή, ωστόσο, εντοπίζουμε τη βασική διαφορά της στάσης των δύο ποιητών απέναντι στην τέχνη τους.
Μολονότι και οι δύο αναγνωρίζουν τη φριχτή δοκιμασία του ποιητή («χτυπάνε και κανείς δεν τους ανοίγει», «Ακόμη και τη
ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια» -«Τα Αντικλείδια», «το μαχαίρι της πείνας για ψωμί και φως, τη δίψα του στερεμένου
ποταμού., -«Ars Poetica 2»), ο αφηγητής του «Ars Poetica 2» δεν έχει ως στόχο την κατάκτηση του χώρου του εκτυφλωτικού
ποιητικού φωτός ή την πρόσκτηση του ενός κλειδιού που μάταια οραματίζεται ο αφηγητής του Παυλόπουλου παραμένοντας
αιώνια εξόριστος από αυτόν. Έτσι, στο έργο του Θέμελη το ποίημα ταυτίζεται, με δυναμική στωικότητα και αυτεπίγνωση για
τους εγγενείς περιορισμούς της ποιητικής ιδιότητας, με το φως μικρών «φεγγιτών» –όσο εκείνο, δηλαδή, που θα μπορούσε να εισχωρεί από την «κλειδαρότρυπα» της κλειστής «πόρτας» της Ποίησης που επιθυμεί να διαρρήξει ο ποιητής του
Παυλόπουλου με τα ποιήματα-«αντικλείδια».

Διαβάστε περισσότερα θέματα sos για τις Πανελλήνιες 2013.

fimes.gr
ΣΟΥ ΑΡΕΣΕ; ΚΑΝΕ LIKE... ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΕ ΤΟ

Γίνετε φίλοι μας, στη σελίδα μας στο facebook: http://www.facebook.com/vatolakkiotis
Στείλτε μας τις απόψεις σας, τα άρθρα σας, τις καταγγελίες σας και οτιδήποτε θέλετε στο email: kostasdigos@yahoo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: