ΣΙΝΕ

Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Σχεδόν 100 χρόνια πόνου. Σχεδόν 100 χρόνια υποκρισίας. Πόσα ακόμη;

‘ Οι Πόντιοι δεν υπέστησαν γενοκτονία’. ‘
Στην Σμύρνη έγινε συνωστισμός’. ‘Η επανάσταση του 1821 ήταν ταξική’. Αυτές είναι οι πιο...
πρόσφατες απαράδεκτες εκφράσεις – τοποθετήσεις, υποτίθεται Ελλήνων πολιτικών, οι οποίοι πάλι υποτίθεται ότι μας εκπροσωπούν και μάχονται για τα δικαιώματα των Ελλήνων. Πολιτικοί του Ελληνικού κοινοβουλίου, οι οποίοι περισσότερο ενδιαφέρονται για την εικόνα τους στους ξένους λαθρομετανάστες και πρόσφυγες, παρά για τους Έλληνες (στις μέρες μας το διαπιστώνουμε καθημερινά). Πολιτικοί οι οποίοι ενδιαφέρονται περισσότερο για το προσωπικό τους όφελος, παρά για το κοινό όφελος. Πολιτικοί ανιστόρητοι, είτε τυχαία, είτε σκόπιμα. Όμως όποιος δε γνωρίζει την ιστορία (του), είναι υποχρεωμένος να την ξαναζήσει.

19 Μαΐου. Ημέρα πόνου. Ημέρα μνήμης. 
Εκτιμάται ότι 326.000-382.000 Έλληνες δολοφονηθήκανε την περίοδο 1914-1923 από το κίνημα των Νεότουρκων. Άλλες ανεπίσημες πηγές αναφέρουν μεγαλύτερα νούμερα δολοφονημένων Ελλήνων. Σε αυτά τα νούμερα όμως δεν αναφέρουν πόσοι βασανίστηκαν βάναυσα, πόσες γυναίκες και παιδιά βιάστηκαν, πόσες οικογένειες χάθηκαν μεταξύ τους. Δεν υπολογίζουν ούτε τα σωματικά, αλλά ούτε και τα ψυχικά τραύματα. Δεν λένε γιατί το έκαναν αυτό, ούτε και γιατί. Μήπως ήτανε η θρησκεία μας, ο πολιτισμός μας και οι περιουσίες μας;

Υποκριτές. Ο επιεικέστερος χαρακτηρισμός για όσους κάνουν πως δε γνωρίζουν και για όσους δε θέλουν να μάθουν.Εγκληματίες όσοι προσπαθούν να παραχαράξουν την ιστορία μας. Υπάρχουν όμως αποδείξεις. Υπάρχουν ντοκουμέντα. Ολόκληροι τόμοι βιβλίων και ατελείωτες σελίδες και άρθρα στο διαδίκτυο.

Περπατώντας στην μικρή μου πόλη, μία μυρωδιά με πνίγει. Κάδοι σκουπιδιών. Δυσωδία και βρωμιά. Αλλά πρέπει να το ανεχτώ. Πρέπει, αφού κάπου εκεί πίσω υπάρχει κρυμμένο το μνημείο. Το μνημείο της Γενοκτονίας των Ποντίων. Το μνημείο για τα αδέρφια, τους γονείς, του θείους και τα ξαδέρφια των παππούδων μας, που μείνανε αδιάβαστα τα πτώματά τους στις χαμένες πατρίδες. Το μνημείο που θα έπρεπε να είναι σε περίοπτη θέση, όχι μόνο για τους αδικοχαμένους νεκρούς μας, αλλά και για την αναγνώριση του πολιτισμού που φέρανε όσοι γλιτώσανε από αυτή την καταστροφή.

Πώς μπορώ να κατηγορήσω μόνο τους Πολιτικούς του Κοινοβουλίου μας, που δεν θυμούνται που είναι η πόλη μας παρά μόνο όταν έχουμε εκλογές, όταν οι τοπικοί άρχοντες έχουν αυτή τη συμπεριφορά; Όχι για εμένα, ούτε για εμάς. Για τους προγόνους μας θέλω την αναγνώριση. Για αυτούς που κρατήσανε αυτά τα χώματα Ελληνικά, θυσιάζοντας πραγματικά τα πάντα. Πρέπει με κάποιο τρόπο να κρατήσουμε τις μνήμες ζωντανές. Πρέπει, για να υπάρχει η ελπίδα ότι δεν θα επαναληφθούν τα ίδια.

Ακόμα ακούω τις ιστορίες των παππούδων μου στα αυτιά μου. Ακόμα ακούω για τα καλά που τους υποχρεώσανε να αφήσουνε πίσω τους και για τα κακά που τους υποδεχθήκανε εδώ. Ακόμα ακούω, ακόμα μαθαίνω.

Δε θέλω να γράψω περισσότερα. Πονάω. Πονάω γιατί με δουλεύουνε μπροστά στα μάτια μου. Γιατί με κοροϊδεύουνε.

Για όσους έχουν ενδιαφέρον και υπομονή στην συνέχεια επισυνάπτω αυτούσια, τη καταγεγραμμένη μαρτυρία του ξαδέρφου του παππού μου, από τον συγχωρεμένο ξάδερφό μου. Μαρτυρία που δείχνει τον πολιτισμό μας, το επίπεδό μας, τη δύναμή μας. 19 Μαΐου. Εγώ δεν ξεχνώ. Αιωνία τους η μνήμη. Αθάνατοι.

Με σεβασμό σε όλους τους προγόνους μας

Πέτρος Μιμηλίδης
(ελεύθερος επαγγελματίας)




ΧΑΛΒΑ ΜΑΝΤΕΝ (ΧΑΛΒΑ ΜΑΤΕΝ)1

Αφηγητής : Μιμιλίδης Λύσσανδρος, ετών 93
Επεξεργασία - Επιμέλεια : Κασκαμανίδης Νικ. Ιωάννης

Στην προσπάθεια καταγραφής των οικισμών των Ελλήνων του Πόντου, επιχειρήθηκε η περιγραφή του αμιγούς ελληνικού χωριού Χαλβά Μαντέν,2 που βρισκόταν νοτιανατολικά της Αργυρούπολης. Τα περισσότερα στοιχεία προέκυψαν από συζήτηση - αφήγηση (μαγνητοφωνημένη) στις 30 Ιανουαρίου 1996 με τον κ. Μιμιλίδη Λύσσανδρο (έτος γέννησης 1904), απόφοιτο προκαταρκτικής τάξης του σχολείου του Χαλβά Μαντέν, κάτοικο Φλώρινας.


Έγινε και χρήση σχετικής βιβλιογραφίας για τη συμπλήρωση ορισμένων στοιχείων, από τον γραφόντα.

Ευχαριστώ από καρδιάς τον κ. Μιμιλίδη Λύσσανδρο ο οποίος πρόθυμα παραχώρησε την συνέντευξη.

Ας είναι η εργασία αυτή ένα ευλαβικό μνημόσυνο για την Παρέσσα Γρηγοριάδου - Κασκαμανίδου, τη γιαγιά μου, που γεννήθηκε το 1915 στο Χαλβά Μαντέν και έκλεισε τα μάτια της για πάντα το 1981 στον Τριπόταμο Φλώρινας.

Ονομασία του χωριούΤο όνομα του χωριού προέρχεται από τις λέξεις helva (τουρκ.) = γλύκισμα, χαλβάς και maden (τουρκ.) = μεταλλείο.

Γεωγραφία
Το Χαλβά Μαντέν ήταν χτισμένο κοντά στον μεγάλο εμπορικό δρόμο Τραπεζούντας - Ερζερουμ. Βρισκόταν σε κομβικό σημείο όπως περιέγραψε ο αφηγητής: "Απείχε από το Παϊπούρτ 3 1/2 ώρες (νοτιοανατολικά), από το Ερζερούμ 18 - 20 ώρες (βορειοδυτικά) και από την Αργυρούπολη 8 ώρες (νοτιοανατολικά)."Αν υποθέσουμε μια νοητή ευθεία από το Παϊπούρτ προς το Ερζερούμ (ΒΔ προς ΝΑ), το χωριό βρισκόταν πάνω στην ευθεία, κοντύτερα προς το Παϊπούρτ."Στο δρόμο προς την Αργυρούπολη ήταν το Κελεχπούρ. Ήταν μέχρι τα τελευταία χρόνια και είχε 150 - 200 κατοίκους. Σε περιόδους ειρήνης το χωριό (το Χαλβά Μαντέν) άκμαζε γιατί είχε το μεταλλείο και τα χάνια στον εμπορικό δρόμο."Η γύρω περιοχή ήταν ορεινή, χωρίς δάση, "όλο πέτρες ήτανε." Η βλάστηση ήταν περιορισμένη, με μικρά κυρίως δέντρα και θάμνους.

Το κυρίως χωριό βρισκόταν σε απόσταση 5 χιλιομέτρων ανατολικά από τον κεντρικό εμπορικό δρόμο, στο βορειοδυτικό κλίτος του όρους Ακ Νταγ (υψόμ. 2913).3 Η τοποθεσία επιλέχθηκε από τους πρώτους οικιστές γιατί εκεί ήταν και το μεταλλείο χαλκού.

Εκτός από το χωριό, υπήρχε κι ένας οικισμός δίπλα στον εμπορικό δρόμο: "Εμείς δε μέναμε στο χωριό. Τα δικά μας τα σπίτια ήταν μέσα σε έναν αυχένα (πέρασμα) και από εκεί περνούσε ο δρόμος, που μπροστά (από τα χάνια) έκανε πολλές στροφές. Από τα χάνια ως το Χαλβά Ματέν ήτανε τρία τέταρτα (της ώρας)."

Ο δρόμος μπροστά από τον οικισμό, κατευθυνόταν προς Μασά Ντερέ- Ερζερούμ - Ερεβάν (Ιρεβάν). Τα βουνά της περιοχής είχαν τούρκικες ονομασίες. Κάθε λόφος όμως είχε το όνομα του Αγίου στον οποίο ήταν αφιερωμένο το εξωκλήσι: "Γύρω απ' το χωριό υπήρχαν μικροί λόφοι, και πάνω τους ήταν χτισμένα μικρά εξωκλήσια: Άγιος Κωνσταντίνος, Άγιος Παύλος." Σε απόσταση 2 1/2 ωρών, νότια, ξεχώριζε το όρος Κουπ Νταγ (Κοπ Νταού). Δύο χιλιόμετρα βόρεια του χωριού περνούσε ο Βόας ποταμός, παραπόταμος του Άκαμψι και τρεις ώρες βόρεια έρεε ο Άκαμψις ποταμός (Τσορούχ). Η περιοχή ήταν πλούσια σε νερά: "Πολλά νερά είχαμε. Στο χωριό υπήρχαν δύο μικρά ποτάμια. Το ένα από αυτά πήγαζε από τους γύρω λόφους και είχε κρύα νερά και πολλές πέστροφες, ενώ το άλλο είχε συνηθισμένα ψάρια."

Ελληνικά χωριά στην γύρω κοντινή περιοχή τις τελευταίες δεκαετίες δεν υπήρχαν. Μετά τους ρωσοτουρκικούς πολέμους πολλοί Έλληνες της περιοχής εγκατέλειψαν τα χωριά τους και κατέφυγαν στις περιοχές του Καυκάσου και της Νότιας Ρωσίας. Τα χωριά αυτά κατοικήθηκαν στη συνέχεια από Τούρκους. Επίσης το 1916 με την ρωσική κατοχή της περιοχής Τραπεζούντας ερημώνουν κι άλλα χωριά. Και τούτα τα χωριά κατοικήθηκαν από Τούρκους. Στα μέσα του 19ου αιώνα υπήρχαν τα εξής ελληνικά χωριά στην γύρω από το Χαλβά Μαντέν4 κοντινή περιοχή (περιφέρεια Τερτζάν): Χαλβά Μαντέν με 70 σπίτια, Κινσλάκ με 13, Ομουτούμ με 5, Κατράχ με 45 και Εξίαλμα με 35. Στην ευρύτερη περιοχή του Παϊπούρτ βρίσκονταν τα εξής χωριά: 5 Χαλβά Μαντέν, Καράγιασμαχ, Κόσκιρι, Παλαχώρ, Πουλούλε, Τουρνάκαγια, Τσαμούρα, Χαϊκια και Χατράχ. Τουρκικά χωριά ήταν τα εξής: Ερεβέκ (Εβερέκ), Χαρουτί (Χέροτι), Κουπ (Κοπ), Ερκέλ, Μασάτ, Μουσούρκ, κ.α. Προς το Ερζιγκιάν: Κιγ ή Ρουμ Κιγί και Χογούζ ή Γωγούς.

Κλιματολογικές συνθήκες
Το κλίμα ήταν ηπειρωτικό με ελάχιστες αποκλίσεις: "Το χωριό βρισκόταν σε υψόμετρο 700 - 800 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας. Ο χειμώνας ήταν βαρύς με πολλά χιόνια, ενώ το καλοκαίρι ήταν δροσερό και δεν κρατούσε πολύ. Η περιοχή είχε άφθονα νερά."

Οι κλιματολογικές συνθήκες ήταν άριστες και ιδανικές για ασθενικούς οργανισμούς:"... γι' αυτό πολλοί άρρωστοι από την Τραπεζούντα και την Αργυρούπολη έρχονταν και έμεναν μέχρι το φθινόπωρο στο χωριό γιατί τους βοηθούσε το κλίμα."

Ιστορία του χωριού - Κάτοικοι - ΟικογένειεςΟι πρώτοι οικιστές ήρθαν στην περιοχή περί τα τέλη του 18ου αιώνα, για να δουλέψουν στο μεταλλείο. Ήρθαν από τις περιοχές νότια της Τραπεζούντας, την Κρώμνη και τη Σάντα.

Αναφέρει σχετικά ο αφηγητής: "Ο προπάππος μου ο Στάθιον, πέθανε το 1880 - 85, σιδεράς ήτανε, ήρθε γύρω στο 1800 και αγόρασε ένα κτήμα, και άνοιξε αμέσως μαγαζί (σιδηρουργείο). Είχε πολλούς μαθητές, τους οποίους βοηθούσε να αποκατασταθούν με μαγαζιά δικά τους. Οι Πασαλιδαίοι ήρθανε από τη Σάντα."

Μητρική γλώσσα των κατοίκων ήταν η ποντιακή, την οποία μεταχειρίζονταν στις καθημερινές επαφές μεταξύ τους, καθώς και στις επαφές με τους Έλληνες άλλων χωριών. Στο σχολείο διδάσκονταν και μιλούσαν την ελληνική (καθαρεύουσα). Οι περισσότεροι γνώριζαν και την τουρκική, η εκμάθηση της οποίας προέκυπτε από τις συναλλαγές τους με τους Τούρκους.

Οι πιο γνωστές οικογένειες έφεραν τα εξής επώνυμα:1.- Μιμιλίδης. Το επώνυμο προέκυψε ως εξής, όπως αναφέρει ο αφηγητής: "Τον παππού μου τον έλεγαν Μίμη (Δημήτρης). Οι Τούρκοι τον φώναζαν Μίμιλον, μετά έγινε Μιμίλογλου και εδώ Μιμιλίδης. Για την καταγωγή των προγόνων και τους συγγενείς, είπε σχετικά: "Ο προπάππος μου ο Στάθιον ήρθε από την περιοχή Κρώμνης - Σάντας το 1800. Η μάνα μου ήταν από το (ενορία)Σιαμανάντων της Κρώμνης, η γιαγιά μου από το (ενορία) Φραγκάντων. Η γιαγιά μου είχε 4 παιδιά, όλοι είχαν πανδοχεία. Οι δικοί μας οι συγγενείς ήταν επάνω στο χωριό. Φιλοξενούσαμε τα τρία αδέρφια της μάνας μου. Ο ένας ήτανε καροποιός στην Τραπεζούντα. Ένας ήτανε εργάτης... στη Ρωσία χάθηκε."

2.- Πασαλίδης, από τη Σάντα.

3.- Γρηγοριάδης, από τη Σάντα.

4.- Αντωνιάδης

5.- Αδαμίδης

6.- Δαμιανίδης

7.- Σαχπαζίδης

Αναφέρθηκε ο αφηγητής σε μια οικογένεια, χωρίς να προσδιορίσει τη συγγενική σχέση ή τον ακριβή τόπο καταγωγής: "Οι Μιχαηλιδαίοι που ήρθαν στα Καυκάσικα (συνοικία της Φλώρινας), όταν ήταν ακόμα στο Παϊπούρτ - Ερζερούμ πριν φύγουν για τον Καύκασο (Καρς), λέγονταν Μιμιλιδαίοι."

Δημογραφία
Στα μέσα του 19ου αιώνα το χωριό είχε 70 σπίτια.6 Το 19067 ο πληθυσμός του χωριού ήταν 500 κάτοικοι, ενώ στον οικισμό κοντά στον εμπορικό δρόμο κατοικούσαν 60 - 70 άτομα. Το 1910 τα σπίτια του χωριού ήταν 60.8

Μετά το 1916, όταν ο ρωσικός στρατός κατέλαβε στρατιωτικά την Τραπεζούντα και τη γύρω περιοχή, πολλοί κάτοικοι του Χαλβά Μαντέν - υπό τον φόβο αντιποίνων εκ μέρους των Τούρκων - εγκατέλειψαν το χωριό τους, μεταναστεύοντας προς τον Καύκασο και τη νότια Ρωσία, με αποτέλεσμα να μειωθεί αισθητά ο πληθυσμός του χωριού: "Τελευταία (1921) το χωριό είχε 150 - 200 κατοίκους."

Διοίκηση
Υπαγόταν στην υποδιοίκηση Παϊπούρτ, του Νομού Ερζερούμ.9 Τις κοινοτικές υποθέσεις διαχειριζόταν ο πρόεδρος (μουχτάρτ'ς) του χωριού, πλαισιωμένος από το κοινοτικό συμβούλιο (δημογεροντία)."Το κοινοτικό συμβούλιο ήτανε 10 - 12 άτομα, μαζί και ο παπάς του χωριού. Πρόεδρος ήτανε ο Κωνσταντίνος Σαχπαζίδης."

Θρησκεία
Εκκλησιαστικά το χωριό ανήκε στο Πατριαρχείο Αντιοχείας10 και στην μητρόπολη Χαλδίας - Κερασούντος.11 Όλοι οι κάτοικοι ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι. Η εκκλησία του χωριού ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Χαράλαμπο. Στους γύρω λόφους υπήρχαν εξωκλήσια του Αγίου Κωνσταντίνου και Αγίου Νικολάου. Στο χωριό δεν γινόταν πανηγύρι.

Αξιοσημείωτη είναι η συμμετοχή μιας γυναίκας στην εκκλησιαστική επιτροπή: "Η γιαγιά μου, Ρουδάμα - Ρούδη τη λέγανε, ήταν στην επιτροπή 25 χρόνια. Τρεις παπάδες άλλαξαν όσο ήταν η γιαγιά μου. Ήταν αντρογυναίκα. Έπαιρνε τα χρήματα της εκκλησίας και τα κράταγε καλά. Είχε και γραμματέα η επιτροπή. Πριν πεθάνει πήγε στην Αργυρούπολη και δήλωσε ότι έχει 33 χρυσές λίρες Τουρκίας, πολλά λεφτά. Αυτή δεν ξόδευε άσκοπα, τα έκανε περισσότερα."

Σχολείο

Στο χωριό υπήρχε σχολείο με τέσσερις (4) τάξεις, σαράντα (40) μαθητές και ένα δάσκαλο.12 Τα στοιχεία αφορούν το έτος 1906. Ο προϋπολογισμός για το έτος αυτό ήταν 15 χρυσές λίρες Τουρκίας.

Οι μαθητές που κατοικούσαν στον οικισμό με τα χάνια ήταν υποχρεωμένοι να περπατούν καθημερινά: "Πηγαίναμε στο σχολείο με τα πόδια. Εγώ πήγα μέχρι πρώτη τάξη, προκαταρκτική την έλεγαν. Τα αδέλφια μου ήτανε μεγαλύτερα. Είχαμε σχολικό συμβούλιο."

Το σχολείο ανήκε στην κοινότητα και η φοίτηση των μαθητών ήταν δυνατή μετά την καταβολή των σχετικών διδάκτρων, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την καλή λειτουργία του σχολείου και την ενεργή συμμετοχή των γονέων στη σχολική ζωή: "Στο σχολείο γινόταν καλή δουλειά. Μάθαιναν και γαλλικά από τους δασκάλους. Τιμωρίες είχαμε όχι και τόσο αυστηρές, έπρεπε όμως να συμφωνούν και οι γονείς. Μερικές φορές οι τιμωρίες ήταν με χάρακες." Κάποιοι ή κάποιος από τους δασκάλους ενδεχομένως γνώριζαν τη γαλλική γλώσσα. Από την αφήγηση προκύπτει ότι τα τελευταία πριν από τον ξεριζωμό χρόνια, το σχολείο λειτούργησε με έξι τάξεις και δύο δασκάλους. Οι μαθητές όταν ολοκλήρωναν τη φοίτησή τους ήταν 17 - 18 χρονών. Οι δάσκαλοι είχαν και από έναν βοηθό. Θυμάται ο αφηγητής: "Στα δικά μου τα χρόνια δάσκαλος ήτανε ο Δαμιανίδης Δάμος και βοηθός του ήταν κάποιος Γερακόπουλος. Πήγαιναν μέχρι έκτη τάξη. Είχαμε δυο δασκάλους. Τα παιδιά όταν τελείωναν το σχολείο ήτανε 17 - 18 χρονών."

Υπήρχε σχολικός συνεταιρισμός, μέσω του οποίου γινόταν οι προμήθειες σχολικών ειδών. Ο συνεταιρισμός αποτελούνταν από τον πρόεδρο, τον αντιπρόεδρο, τον γραμματέα και το βοηθό του δασκάλου.

Στοιχεία οικονομίας - Επαγγέλματα

Το Χαλβά Μαντέν ήταν κατεξοχήν μεταλλουργικός οικισμός. Οι περισσότεροι κάτοικοι δούλευαν εργάτες στο μεταλλείο χαλκού. Οι συνθήκες εργασίες μέσα στις στοές ήταν άθλιες. Η ανάγκες για συνεχή εξόρυξη μεταλλεύματος απαιτούσε πολλή εργασία: "Δούλευαν σκληρά όλες τις ώρες της ημέρας και πληρώνονταν με ημερομίσθιο. Σε περιόδους ακμής δούλευαν στο μεταλλείο μέχρι και 200 - 250 εργάτες. Στο Αλούτζαρα έβγαζαν σίδηρο...". Από το μεταλλείο εξάγονταν μεταλλεύματα χαλκού, μέχρι και τα τελευταία χρόνια πριν το ξεριζωμό. Τα κομμάτια του μεταλλεύματος που έβγαιναν είχαν μεγάλο βάρος, λόγω της μεγάλης περιεκτικότητας σε χαλκό.

Η επεξεργασία του μεταλλεύματος ήταν δύσκολη. Ο αφηγητής περιέγραψε ένα μέρος της επεξεργασίας: "Έστρωναν ξύλα, μετά από πάνω τις πέτρες, μετά πάλι ξύλα, πάλι πέτρες. :Έβαζαν φωτιά και ο χαλκός που έλιωνε έπεφτε στην λακκούβα με τον πηλό. Από εκεί με μεγάλες κουτάλες (κεπσέδες) έπαιρναν τον λιωμένο χαλκό και τον έριχναν σε καλούπια χωμάτινα, φτιαγμένα από κόκκινο χώμα. Όταν ο χαλκός κρύωνε τον έπαιρναν οι τεχνίτες (μεταλλουργοί) και τον έκαναν λεπτά φύλλα, από τα οποία κατασκεύαζαν χάλκινα σκεύη και άλλα. Τότε ο χαλκός χρειαζόταν πολύ. Η κατεργασία του ήταν δύσκολη γιατί ο χαλκός είχε δέκα τοις εκατό χρυσό. Τα χάλκινα σκεύη δεν τα γάνωναν επειδή είχανε μέσα χρυσό."13

Ένα μεγάλο μέρος του ακατέργαστου μεταλλεύματος το παραλάμβανε ο Γενικός Εμίνης (Τούρκος) της Αργυρούπολης, όπου υπαγόταν το μεταλλείο του Χαλβά Μαντέν.14

Στα τέλη του 18ου αιώνα αρχιμεταλλουργός στα μεταλλεία του Χαλβά Μαντέν και του Χαζνέν, ήταν ο Ιάκωβος Γρηγοριάδης.15 Το μεταλλείο λειτούργησε με σουλτανικό φιρμάνι στις αρχές του 19ου αιώνα.16 Πιθανότατα με το φιρμάνι αυτό επικυρώθηκε η λειτουργία του μεταλλείου, η οποία ήταν σε εξέλιξη από τα τέλη του 18ου αιώνα.

Ξακουστοί ήταν οι σιδηρουργοί του χωριού. Επεξεργάζονταν το χαλκό του μεταλλείου και άλλα μέταλλα. Οι ανάγκες για επεξεργασία των μετάλλων ήταν μεγάλες, γι' αυτό πολλοί κάτοικοι του χωριού έγιναν επαγγελματίες του είδους. Η πληρωμή ήταν προβληματική: "Δούλευαν επί πιστώσει και πληρώνονταν στο τέλος του καλοκαιριού όταν τελείωναν τ' αλώνια."

Όπως προαναφέρθηκε, ορισμένοι κάτοικοι του χωριού αντιλαμβανόμενοι τη μεγάλη σημασία του εμπορικού δρόμου (Τραπεζούντας - Ερζερούμ) που περνούσε σε απόσταση 5 χιλιομέτρων δυτικά του χωριού, έχτισαν πλάι στο δρόμο αυτό χάνια - πανδοχεία για να εξυπηρετούν τα καραβάνια και τους οδοιπόρους. Ιδιοκτήτες τους ήταν Μιμιλιδαίοι, Πασαλιδαίοι και Αδαμιδαίοι. Λόγω της σπουδαιότητας του δρόμου, η κίνηση ήταν πολύ μεγάλη: "Στα χάνια έπαιρναν υπηρέτες Τούρκους και Αρμένηδες, γιατί λόγω της κίνησης οι δουλειές ήταν πολλές."

Στον οικισμό με τα χάνια υπήρχαν καταστήματα απ' όπου μπορούσαν οι οδοιπόροι να προμηθεύονται τα απαραίτητα: "Παντοπωλείο είχε ο πατέρας μου Χρήστος Μιμιλίδης. Είχε και άλλα μαγαζιά και φούρνος υπήρχε, που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των περαστικών. Οι περαστικοί ψώνιζαν από τα 'κεί ότι χρειάζονταν. Πολλά λεφτά άφηναν."

Απασχολούνταν μερικοί με την κτηνοτροφία και τη γεωργία. Οι σοδειές ήταν μικρές λόγω των κλιματολογικών συνθηκών που επικρατούσαν στην περιοχή. Οι καλλιέργειες τέτοιες ώστε να αποδίδουν τόσο, όσο επέτρεπε το κλίμα της περιοχής: "Λίγο σιτάρι βάζαμε, κριθάρι και καλαμπόκι, αλλά δεν προλάβαινε να ωριμάσει γιατί ερχόταν γρήγορα το φθινόπωρο." Τα ζωντανά που συντηρούσαν, εξυπηρετούσαν τις ανάγκες για καλλιέργεια της γης και έδιναν το απαραίτητο γάλα για παρασκευή γαλακτοκομικών προϊόντων. Είχαν αγελάδες, βουβάλια, πρόβατα, γίδια και άλογα. Αξίζει εδώ να γίνει ιδιαίτερος λόγος για τα πρόβατα. Τούτα ανήκαν σε ράτσα προερχόμενη από το Κουρδιστάν. Ήταν αρκετά εύσωμα, με λευκό τρίχωμα και με μακριά ουρά. Το αξιοπερίεργο: "Τα πρόβατα εκεί είχαν ουρά που ζύγιζε μέχρι και 15 οκάδες και ήταν όλο λίπος. Την ονόμαζαν κουϊρούκ(τουρκ. η ουρά, πληθ. κουϊρούκια)." Πολλά από τα πρόβατα αυτά λόγω του μεγάλου βάρους της ουράς τους δυσκολεύονταν να προχωρήσουν. Γι' αυτό οι ιδιοκτήτες τους κατασκεύαζαν ένα μικρό όχημα με ξύλινες ρόδες, το έδεναν στη μέση των προβάτων με σχοινί και πάνω του έβαζαν την ουρά τους. Έτσι το ζώο προχωρούσε με ευκολία, σέρνοντας πίσω του το όχημα πάνω στο οποίο ήταν η ουρά του.

Κηπευτικά καλλιεργούσαν οι φτωχοί Τούρκοι της περιοχής. Κυρίως λάχανα, τα οποία με το συνεχές πότισμα έφταναν τις 18 οκάδες. Η συγκομιδή τους γινόταν Σεπτέμβριο - Οκτώβριο. Τα κηπευτικά αυτά τα πουλούσαν στους Έλληνες της περιοχής. Η λίπανση του εδάφους γινόταν με υλικά που υπήρχαν σε αφθονία: "Για λίπασμα ανακάτευαν χώμα, κοπριά και νερό ώσπου να γίνει ένας πολτός και τον σκορπούσαν στους κήπους."

Συστηματική καλλιέργεια οπωροφόρων δέντρων δεν ήταν δυνατή, λόγω του κλίματος: "Λίγα φρούτα είχαμε στην περιοχή, κυρίως αχλάδια και μήλα, αγρόμηλα."

Τα νερά άφθονα στην περιοχή, επέτρεπαν τη λειτουργία νερόμυλων: "Τρεις μύλους είχαμε πάνω στο χωριό. Εκεί άλεθαν οι Τούρκοι. Έναν μύλο είχε ο Γρηγοριάδης και έναν ο Δαμιανίδης. Τον άλλο δεν τον θυμάμαι."

Διατροφή
Η διατροφή χαρακτηριστική της εποχής πριν από τον ξεριζωμό: "Το '17 - '18, θυμάμαι, η μάνα μου έστρωνε το τραπέζι, γάλα, βούτυρο, μέλι. Τα λάχανα τα τρώγαμε σαν φρούτα, πολύ γλυκά ήτανε και νόστιμα. Τα γουρούνια δεν τα τρώγαμε γιατί απαγορεύονταν από τους Τούρκους. Τα κουϊρούκια τα έκοβαν φέτες, τα αλάτιζαν και τα αποθήκευαν σε ξύλινα πιθάρια. Καβουρμά κάνανε από βοδινό κρέας, το βάζανε σε τενεκέδες κι από πάνω το έκλειναν με λίπος και έτρωγαν το χειμώνα. Ξοδευόταν πολύ το κορκότο, πληγούρι, ολόκληρο σιτάρι. Γαλακτοκομικά τρώγαμε πολλά. Ζούσαμε καλά."

Ψυχαγωγία
Κυρίαρχο ρόλο για τη διασκέδαση των κατοίκων κατείχε η λύρα. Γενικά η ψυχαγωγία ήταν συνυφασμένη με την καθημερινή ζωή και όχι προγραμματισμένη: "Ψυχαγωγία είχαμε τα παρακάθια. Οι γυναίκες και τα κορίτσια πήγαιναν στα βουνά, έκοβαν ξύλα και έκαναν σελέκα και κατεβαίνοντας σταματούσαν σε ένα δρόμο και άρχιζαν το χορό και το τραγούδι και μετά πήγαιναν στο χωριό. Λύρα έπαιζε, πέθανε στην Πεντάβρυσο - Κουτλάρ (επαρχία Εορδαίας), ο Χαράλαμπος Πασαλίδης και ο Πέτρος Μιμιλίδης, ξάδερφος μου. Τουλούμ έπαιζε κάποιος πάνω στο χωριό. Έπαιζα λύρα κι εγώ, μόνος μου την έκανα, και φλογέρα έπαιζα μέσα στο στάβλο το βράδυ, μόνος μου. Είχα υπέροχη φωνή.

Απαγγέλει: " Ψηλά ραχά και πράσινα και δέντρα φουντωμένα

κλίστεν κα' τα κλαδία 'σουν και κλάψτεν για τ' εμένα"

Καθημερινή ζωή - ΠεριστατικάΤα μεταλλεία υπήρξαν πολλές φορές στόχος ληστών. Γνώριζαν οι επίδοξοι ληστές πως μπορούν απ' αυτά να εξοικονομήσουν κάποια μεγάλα ποσά. Οι υπεύθυνοι των μεταλλείων έπαιρναν τα αναγκαία μέτρα: "Στην ακμή το μεταλλείο είχε πολλή δουλειά. Πήγαν οι ληστές για να ληστέψουν. Στο μεταλλείο είχαν πάρει τα μέτρα τους. Ο γραμματέας (των μεταλλείων) είπε στους ληστές:"έχουμε είκοσι όπλα, είκοσι οπλίτες, πως δε φοβάστε ;". Ο ένας οπλίτης πάντα οπλισμένος καθόταν στο γραφείο (των μεταλλείων).Έμπαιναν με βάρδιες για να φαίνονται πολλοί. Στην πραγματικότητα ήταν δύο."

Στο Χαλβά Μαντέν ζούσε ο Αχιλλέας Γρηγοριάδης (έτος γέννησης 1890 κατά προσέγγιση) με τη γυναίκα του Ανθή Μιμιλίδου (1890 - 1972), ξαδέλφη του αφηγητή. Τα 1915 απόκτησαν μια κόρη, την Παρέσσα. Ο Αχιλλέας (Χίλον) υπηρετούσε στρατιώτης. Κάποια φορά που πήγε στο χωριό με άδεια βρέθηκε ανάμεσα σε κάποιους χωριανούς που φιλονικούσαν και προσπάθησε να τους χωρίσει. Τον προειδοποίησε κάποιος : "Χίλο, φύγον απ' αδά κέσ', θα σκοτώνω 'σεν". Έτσι κι έγινε. Πυροβόλησε ο άλλος στο έδαφος, η σφαίρα εξοστρακίστηκε και πλήγωσε θανάσιμα τον Αχιλλέα. Μετά από λίγο εξέπνευσε. Αυτό συνέβηκε το '17 - '18. 17

Ο Αχιλλέας Γρηγοριάδης ήταν πατέρας της γιαγιάς μου της Παρέσσας. Αναφέρω το περιστατικό τούτο γιατί το διηγιόταν η γιαγιά μου: "Μικρέσα έμ'νε όντες εσκοτώθεν ο πατέρα μ'. Καλά πα 'κι θυμούμ' ατόν. Έσυραν με το πιστόλ' και εσκότωσαν ατόν. Αέτς επήεν ο πατέρα μ'".

Οικοδομική τεχνική
Οι κατοικίες χαρακτηρίζονταν από τα στοιχεία εκείνα της αρχιτεκτονικής των μεσόγειων περιοχών του Πόντου. Τα σπίτια στο Χαλβά Μαντέν και τον οικισμό ήταν τα περισσότερα δίπατα. Ο ισόγειος χώρος (αγιάτ') ήταν οικοδομημένος με πελεκητή πέτρα και χρησίμευε για τις οικιακές εργασίες. Τα τοιχώματα του πρώτου ορόφου ήταν από πλιθιά. Εδώ βρίσκονταν τα υπνοδωμάτια καθώς και ο χώρος υποδοχής των επισκεπτών. Τα κτίρια σκεπάζονταν από χωματοσκεπή (ρδανίν). Λίγο μακρύτερα ήταν το αποχωρητήριο. Ο στάβλος και οι λοιποί βοηθητικοί χώροι κι αυτοί σε αρκετή απόσταση από το κάθε σπίτι.

Μετανάστευση
Κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά την εγκατάσταση στο Χαλβά Μαντέν, δεν έγιναν μεταναστεύσεις κατοίκων προς άλλες περιοχές. Όμως μετά από κάθε ρωσοτουρκικό πόλεμο ορισμένοι κάτοικοι, φοβούμενοι τους Τούρκους, μετανάστευαν, όπως άλλωστε και από πολλές άλλες περιοχές του Πόντου. Οι νέοι τόποι εγκατάστασής τους ήταν το Βατούμ, το Μπακού, το Νοβοροσίσκ, περιοχές δηλαδή της Νότιας Ρωσίας, όπου κατέφευγαν οι περισσότεροι φεύγοντας από τον Πόντο.

Το οδοιπορικό προς την Ελλάδα

"Απ' το χωριό φύγαμε τέλη Δεκεμβρίου (πιθανόν τέλη Νοεμβρίου) του 1921. Πήγαμε στην Τραπεζούντα κι από εκεί στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί ήρθαν Αμερικανοί για να μας πείσουν να πάμε στην Αμερική. Εμείς λέγαμε Ελλάδα. Και θέλαμε Ελλάδα. Το τούρκικο πλοίο που μας έφερε λεγόταν Γκιούλ Τζεμάλ και ήταν καλό. Στην Πόλη μας επιβίβασαν σ' ένα ελληνικό πλοίο, φορτηγό πλοίο. Στην Κωνσταντινούπολη μείναμε μία μέρα και μετά είκοσι μέρες φτάσαμε στην Πάργα (Θεσπρωτίας).

"Από τον τούρκικο Τύπο της εποχής θυμάμαι πως έγραφαν ότι οι Έλληνες διώχνουν τους Τούρκους με καράβια χωρίς τίποτα και από τα μεσόγεια με τρένα χωρίς τίποτα... Και οι Γερμανοί μαζί τους ήταν (με τους Τούρκους)."

Προσφυγιά - Εγκατάσταση
"Όταν ήρθαμε στην Ελλάδα είδαμε πως οι Τούρκοι είναι ακόμα εδώ. Μαζί μας πάνω στο πλοίο ήταν μερικοί Τουρκόφωνοι που είχαν θύματα (από τον δυτικό Πόντο) και όταν είδαν τα σαρίκια (τους Τούρκους) κάτω στο λιμάνι άρχισαν να φωνάζουν. Έγινε πολύ μεγάλη φασαρία.

"Πρώτα πήγαμε στην Πρέβεζα στις 24 Δεκεμβρίου του '21. Δεν μας κράτησαν. Μετά πήγαμε στην Πάργα δεν μας κράτησαν. Είκοσι μέρες περιπλανιόμασταν στη θάλασσα, κοντά στις ακτές. Πολλοί πέθαναν και τους έριξαν στους κλιβάνους του πλοίου.

"Τελικά κατεβήκαμε στην Πάργα, είδαμε ελευθερία, ησυχία. Μας πήγανε μέσα στην Πάργα σε μία εκκλησία και μετά 2 - 3 μέρες μας πήγαν σ' ένα χωριό, το Νεοχώρι κοντά στην Παραμυθιά, αρχές του '22. Μείναμε 9 μήνες.

"Φέραμε κρυφά χρυσές λίρες και χαλούσαμε στους Εβραίους, οι οποίοι μας έλεγαν: "αν εσείς καθίσετε 1- 2 - 3 μήνες, εμείς θα γίνουμε πιο πλούσιοι".

"Θυμάμαι εγώ πολύ καλά εκεί στο Νεοχώρι, ήτανε μια ώρα από την Παραμυθιά, αρρώστησαν όλοι εκτός από μένα και την αδελφή μου, αυτή που είναι τώρα στον Πεντάβρυσο, 88 χρονών.

"Τα νερό ήτανε μακριά. Εμείς οι πρόσφυγες έχουμε μεγάλη αδυναμία στο σαπούνι. Η αδελφή μου έπλενε και όταν κουβαλούσε το νερό στους ώμους με ένα ξύλο και δύο κουβάδες την έλεγα: Ρούδη (Ρουδάμα) μη δί'ς :ς σα χέρα σ' ζόρ'.

"Εκεί ήταν Αλβανοί και τα σπίτια μακριά τα ένα με το άλλο. Τα αδέλφια μου αγόραζαν κοτόπουλα και τα πουλούσαν μέσα στην Πάργα. Μέναμε σε σπίτια Αλβανών που έφυγαν από εκεί. Εγώ τότε έπαιζα εκεί λύρα, μεταξύ αομμάτων και ο μονόφθαλμος βασιλεύει, εγώ έπαιζα και χόρευαν οι δικοί μας, οι πρόσφυγες.

"Φύγαμε από το Νεοχώρι μετά 8 - 9 μήνες. Με δικά μας έξοδα μπήκαμε στο καράβι και πήγαμε στη Θεσσαλονίκη.

"Εκεί είχα έναν μεγάλο εξάδελφο, είχε μαγαζί (σιδηρουργείο). Βοήθησα 6 μήνες, 18 χρονών τότε, στο Φίλυρο.

"Ήμουν σιδεράς και πεταλωτής. Το σόι μας από ανέκαθεν ήταν σιδεράδες και πεταλωτές. Θα σου πω πως έμαθα να πεταλώνω. Αυτό είναι μεγάλη ιστορία (αναφέρεται στην εποχή κατά την οποία ήταν ακόμα στο Χαλβά Μαντέν). Επειδή ήμουν μικρός, 14 χρονών, δεν με άφηναν να πεταλώσω. Τα μονόνυχα ζώα ήταν εύκολα να πεταλωθούν, ενώ τα δίνυχα πολύ δύσκολα. Εγώ ήθελα να πεταλώσω και πάω παίρνω ένα πόδι από ψόφιο ζώο, το βάζω στη μόρσα (μέγγενη ;), το έξυσα, το πελέκησα καλά καλά και μετά το πετάλωσα. Ο θείος μου, αδελφός του πατέρα μου, από περιέργεια με έβλεπε. Μετά το έβαλα στο τζάκι κι όταν έμεινε μόνο το πεταλωμένο νύχι, το παρατηρούσα για να δω πως είναι και πως καρφώνονται τα καρφιά. Ο θείος μου απόρεσε. Μου είπε: "150 χρόνια παράδοση έχει η οικογένεια στο πετάλωμα και τέτοιο πράγμα κανείς δεν σκέφτηκε". Οι Τούρκοι με φώναζαν κιουτσούκ ουστά, δηλαδή μικρός μάστορας.

"Στο Φίλυρο μείναμε 6 μήνες. Εκεί που δούλευα είχε λαμαρίνες και ζέστη. Έπινα πολύ νερό.

"Ήρθε μια μέρα ένας και λέει να πεταλώσω το βόδι. Το ξαπλώσαμε κάτω, αυτοί άρχισαν τα μπροστινά τα νύχια που είναι πιο μεγάλα κι εγώ είχα τα πισινά. Ο ξάδελφός μου είχε το βοηθό που βαστούσε με τα χέρια το πόδι του ζώου. Εγώ έβαλα το πόδι του ζώου ανάμεσα στα πόδια μου. Τελείωσα πιο γρήγορα. Μου λέει ο ξάδελφος μου: "εμείς δυο άτομα δεν τελειώσαμε κι εσύ πότε τελείωσες; "Όταν είπε αυτό, εγώ κάτι έπαθα, τα κεφάλι μου πήρε φωτιά. Πετάχθηκε η νοικοκυρά μας, Ερμία τη λέγανε τη συγχωρεμένη, και λέει: "ατός ομματάστεν. "Αμέσως με ξάπλωσε και με γήτεψε με το αλάτι και συνήλθα. Και εκείνο το είχα πάντα, το πάθαινα και το παθαίνω.

"Μετά 6 μήνες ήρθε ο μεγαλύτερος αδελφός μου και με πήρε από το Φίλυρο. Πήγαμε στα Γρεβενά. Έκατσα 2 - 3 μήνες στον Άγιο Γεώργιο, λέγεται ένα χωριό. Ήμουν ανήσυχος. Τα αδέλφια μου έκατσαν ένα δύο χρόνια και έκαναν γεωργία.

"Φύγαμε από 'κει και πήγαμε στο Βορτολόμ' (Άγιος Βαρθολομαίος Φλώρινας). Πήγαμε με τον αδελφό μου στο Πέρασμα (Φλώρινας)και ανοίξαμε σιδεράδικο. Δουλειές - δουλείες, κόσμος, πέταλα, σίδερα, δουλειές...

"Όσοι ήρθαν από εκεί (από το Χαλβά Μαντέν) πήγανε παντού: πήγανε στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στα Γρεβενά στο χωριό Άγιος Γεώργιος και μέσα στην πόλη, στη Λαμία ήτανε ένας Μιμιλίδης που πέθανε και άφησε ένα κορίτσι. Πήγανε στην Πεντάβρυσο, το Ανατολικό και τον Περδίκκα (επαρχία Εορδαίας). Εκεί έχω μια εξαδέλφη."

Στο Νομό Φλώρινας κατοίκησαν στον Άγιο Βαρθολομαίο και μέσα στην πόλη της Φλώρινας

Ταξίδι στον Πόντο
"Το 1970 πήγαμε στην Τουρκία. Δουλεύανε εκείνο το μεταλλείο με πρωτόγονα μέσα. Πριν πάμε έστειλα τρία γράμματα. Τα δύο γύρισαν πίσω. Το ένα απαντήθηκε και μας έγραψαν ότι μας περιμένουν. Απάντησαν τρεις Τούρκοι της ίδιας ηλικίας μ' εμένα και τα δυο αδέλφια μου. Ήμασταν αδελφικοί φίλοι."

"Την ημέρα που πήγαμε εκεί, ήταν παζάρι και ρωτήσαμε αν ήρθαν από το χωριό και μας ψάχνουν. Αυτοί ήταν εκεί, μας είδαν... αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε και μας φιλοξένησαν."

"Είχαν χτίσει οι Τούρκοι με τις πελεκητές πέτρες που πήραν από τα δικά μας σπίτια. Τα χάνια ήταν κατεστραμμένα."

Φλώρινα 31 Μαρτίου 1997

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1.- :Οσα παραθέτονται μέσα σε εισαγωγικά ή παρενθέσεις με πλάγια γραφή, έχουν ειπωθεί, όπως ακριβώς γράφονται, από τον κ. Μιμιλίδη Λύσσανδρο.

2.- Φιρτινίδη Γεωργίου Π., Κρώμνη, εκδ. Αδελφότητας Κρωμναίων Καλαμαριάς,

Θεσ/νίκη 1994, σελ 423

3.- Οι οικισμοί των Ελλήνων στον μικρασιατικό Πόντο το 1920, σειρά 11 χαρτών, Ε.Π.Μ., Αθήνα 1989. (χάρτες Εσπίρ καιΤραπεζούς)

4.- Τριανταφυλλίδης Περικλής, Η εν Ποντω ελληνική φυλή, ήτοι τα ποντικά, Αφοι Κυριακίδη Θεσ/νίκη 1993, σελ. 127.

5.- Σαμουηλίδης Χρήστος, Ιστορία του ποντιακού Ελληνισμού, εκδ. Αφοι Κυριακίδη Θεσ/νίκη 1991, σελ. 316.

6.- Τριανταφυλλίδης Περικλής, ό. π., σελ. 127.

7.- Λαζαρίδης Διαμαντής Θ., Στατιστικοί πίνακες της εκπαιδεύσεως των Ελλήνων στον Πόντο 1821 - 1922, παράρτημα 17, Ε.Π.Μ. 1988, σελ. 254.

8.- Λαζαρίδης Διαμαντής Θ., ό. π., σελ. 438.

9.- Πουταχίδου - Κλαδά Σωκράτους Γ., Η εν Χαλδία του Πόντου Ιερά Μονή Παναγίας Γουμερά, Αθήναι 1972, σελ. 32

10.- Παπαδόπουλος Α. Α., Ο Χαλδίας αρχιερεύς των μεταλλουργών, περ. Αρχείον Πόντου, τόμος 13ος, Ε.Π.Μ., Εν Αθήναις 1948, σελ. 51.

11.- Ιορδανίδης Κωνσταντίνος Σ., Οι εγκαταλειφθέντες εν Τουρκία το 1922 ελληνικοί οικισμοί, περ. Αρχείον Πόντου, τόμος 34ος, Ε.Π.Μ., Αθήναι 1977 - 78, σελ. 130.

12.- Λαζαρίδης Διαμαντής θ., ό. π., σελ. 254.

13.- :Οσα αναφέρει ο κ. Μιμιλίδης, είναι μέρος του συνόλου της επεξεργασίας του χαλκού. Βλ. Κάτσικας Παύλος, Πακίρ Ματέν - Ντιαρμπεκίρ, περ. Ποντιακή Ηχώ, τεύχος 8, σελ 9 κ. ε.

14.- Λιουδάκη - Κυπραίου Χαρά, Μεταλλεία της Μικρασίας και του Πόντου. Η συμβολή τους στην επιβίωση και την ανάπτυξη του μικρασιατικού Ελληνισμού, Αθήνα 1982, σελ. 29.

15.- Λιουδάκη - Κυπραίου Χαρά, ό. π., σελ. 37.

16.- Λιουδάκη - Κυπραίου Χαρά, ό. π., σελ. 40.

17.- Το περιστατικό αυτό είναι μέρος από την ιστορία της δικής μου οικογένειας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: