Νίκος Κοεμτζής
Ήταν ξημερώματα της 25ης Φεβρουαρίου του 1973, όταν στο νυχτερινό κέντρο διασκεδάσεως των Αθηνών, «Νεράιδα», η κραυγή «Παραγγελιά ρεεε!» έσχιζε το μουσικό άκουσμα και με την συνοδεία ενός μαχαιριού η νύχτα εκείνη ποτίστηκε με αίμα.
Λίγες ώρες πριν, ο Νίκος Κοεμτζής, μαζί με τον μικρότερο αδερφό του Δημοσθένη, έναν φίλο τους, τον Θωμά Καραμάνη και με την συνοδεία δύο γυναικών, τις Σοφία Χαρατζή και Γιάννα Χρηστάκη, επισκέπτονται το κέντρο όπου τραγουδούσε ο Κώστας Καρουσάκης. Στον ίδιο χώρο παραβρίσκεται και μια παρέα 15 περίπου αστυνομικών με πολιτικά, εκτός υπηρεσίας, που γιόρταζε τον επικείμενο αρραβώνα ενός εκ των μετέπειτα θυμάτων, του Μανώλη Χριστοδουλάκη. Ο Κοεμτζής δεν θεώρησε συμπτωματική αυτή την παρουσία, καθώς είχε προηγούμενα με την αστυνομία. Άλλωστε ο ίδιος, είχε πρόσφατα αποφυλακιστεί, εκτείοντας ποινή τριών ετών φυλάκισης επειδή έκλεψε τον εργοδότη του (ο Κοεμτζής ισχυρίστηκε ότι τον έκλεψε επειδή σταμάτησε να τον πληρώνει). Πίστευε ότι τον παρακολουθούσαν. Ο πατέρας του είχε αντιμετωπίσει διώξεις ως κομμουνιστής και αντάρτης του Εμφυλίου. Στην γενέτειρά του, αντιμετωπίζονταν με κάποια επιφύλαξη, καθώς κουβαλούσε κι αυτός το οικογενειακό «στίγμα», κάτι που τον οδήγησε αρχικά στην Θεσσαλονίκη και στην συνέχεια στην Αθήνα, όπου αφού έκανε διάφορες δουλειές, έμπλεξε και με την παρανομία. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι λόγω των οικογενειακών πολιτικών φρονημάτων κι επειδή δεν δεχόταν να γίνει πληροφοριοδότης, η αστυνομία τού δημιουργούσε προβλήματα, που έφταναν μέχρι και την διάλυση του αρραβώνα του, μετά από πιέσεις που ασκήθηκαν στην μνηστή του και την οικογένειά της. Κατά μία άλλη εκδοχή, ο Κοεμτζής, εκβιαζόμενος, ήταν ήδη «χαφιές» (πληροφοριοδότης) και ήθελε να ξεκόψει (γι’ αυτόν τον λόγο εικάζεται πως παρακολουθούνταν και από ομοφρονούντες του).
Στην παρέα του Κοεμτζή, υπήρχε ήδη κάποια ένταση, καθώς είχε προηγηθεί καβγάς, μεταξύ του Νίκου Κοεμτζή και της φίλης του Σοφίας Χαρατζή, όταν αυτή βγήκε επίτηδες ημίγυμνη στο μπαλκόνι του σπιτιού τους, για να προκαλέσει τους γείτονες που την έβλεπαν από την απέναντι πολυκατοικία. Το θερμόμετρο ανέβηκε ακόμη περισσότερο, στο νυχτερινό κέντρο όπου μετέβησαν για να διασκεδάσουν και να εκτονώσουν την ένταση, όταν η Σοφία Χαρατζή αρνήθηκε στον Κοεμτζή να την συνοδέψει μέχρι την τουαλέτα (χωρίς πονηρό σκοπό όπως ισχυρίστηκε ο ίδιος), κάτι που ο αυτός θεώρησε προσβλητικό. Εκνευρισμένος ο Κοεμτζής, τις διώχνει και τις δυο κι έτσι απομένουν στην παρέα, οι τρεις άντρες.
Το σκηνικό του θανάτου στήθηκε, όταν ο Δημοσθένης Κοεμτζής έδωσε παραγγελιά το τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη «Οι βεργούλες». Όταν σηκώθηκε να χορέψει το ζεϊμπέκικο ο Δημοσθένης Κοεμτζής, η πίστα δεν είχε αδειάσει, σύμφωνα και με τον άγραφο νόμο, που θέλει τον χώρο αυτό αποκλειστικά στην διάθεση αυτού που κάνει την παραγγελιά. Ο τραγουδιστής Αθανασιάδης, που τραγουδούσε εκείνη την ώρα, φώναξε απ’ το μικρόφωνο πως το τραγούδι είναι «παραγγελιά». Ο χώρος αρχίζει ν’ αδειάζει. Παραμένουν όμως δυο αστυνομικοί, σε κατάσταση μέθης, που συνεχίζουν να χορεύουν, ενώ σύμφωνα με τις καταθέσεις τις εποχής, υπήρχε κι άλλος κόσμος στην πίστα ακόμη, εκτός απ’ αυτούς τους δυο. Ο Δημοσθένης Κοεμτζής, παίρνει τότε το μικρόφωνο και φωνάζει επιτακτικά «Είπαμε, παραγγελιά!». Οι αστυνομικοί τον αγνοούν και εξακολουθούν να χορεύουν το «τραγούδι του». Ακολουθούν αψιμαχίες και κάποια στιγμή, οι αστυνομικοί σπρώχνουν τον Δημοσθένη Κοεμτζή κι αφού τον ρίχνουν κάτω, τον σέρνουν πάνω στα σπασμένα πιάτα. Ο αδερφός του βλέποντας την σκηνή αυτή και νομίζοντας, όπως ισχυρίστηκε, ότι τον σκοτώνουν, σηκώνεται, βγάζει έναν σουγιά απ’ την τσέπη του (κατά μια άλλη εκδοχή, το μαχαίρι έτρεξε και το πήρε απ’ την κουζίνα του κέντρου διασκεδάσεως) και σε έξαλλη κατάσταση, φωνάζοντας «Παραγγελιά ρεεε!» ορμά και αρχίζει να χτυπά αδιακρίτως όσους βρίσκονταν πάνω στην πίστα εκείνες τις στιγμές. Ακολουθούν σκηνές πανικού, ενώ πολλοί θαμώνες δεν συνειδητοποιούν αμέσως τι συμβαίνει. Το αποτέλεσμα: Τρεις νεκροί (δύο αστυνομικοί· οι Μανώλης Χριστοδουλάκης, Δημήτρης Πεγιάς, κι ένας πολίτης· ο Γιάννης Κούρτης) και επτά τραυματίες, ανάμεσα στους οποίους και ο φίλος τού Νίκου Κοεμτζή, Θωμάς Καραμάνης.
Ο Κοεμτζής, συναισθανόμενος το μέγεθος του εγκλήματός του, σπεύδει να εξαφανιστεί, αφού προηγουμένως φροντίζει να καθησυχάσει τον αδερφό του, λέγοντάς του: «Εσένα δεν θα σε πειράξουν». Η αστυνομία κινητοποιείται και λίγες ώρες αργότερα, ο Νίκος Κοεμτζής συλλαμβάνεται.
Ακολουθεί η δίκη, στην οποία δίνεται μεγάλη δημοσιότητα. Οι εφημερίδες της εποχής χαρακτήριζαν τον Κοεμτζή ως «αιμοβόρο κτήνος», ενώ οι μεγάλοι εγκληματίες απέκτησαν το προσωνύμιο «Κοεμτζήδες». Η υπερασπιστική γραμμή, προσπάθησε να επικαλεστεί ως ελαφρυντικό στοιχείο δήθεν «ψυχική διαταραχή» του δράστη, κάτι το οποίο δεν έγινε δεκτό απ’ το δικαστήριο. Οι αστυνομικοί ισχυρίστηκαν πως δεν είχαν καμμία πρόθεση να συμπλακούν με τον Κοεμτζή, επικαλούμενοι την αστυνομική τους ιδιότητα, με τον οποίο δεν είχαν σχέση, ενώ δήλωσαν πως αμέσως μετά τον χορό των δυο συναδέλφων τους, ήταν έτοιμοι ν’ αποχωρήσουν απ’ το κέντρο. Ο Κοεμτζής, όπως έγραψε αργότερα και στην αυτοβιογραφία του, προσπάθησε να δικαιολογήσει την πράξη του και το απονενοημένο της στιγμής, λέγοντας πως τον εξαγρίωναν η αστυνομική στολή και οι αστυνομικοί, καθώς είχε γίνει μάρτυρας ξυλοδαρμών του πατέρα του και του ανάπηρου παππού του απ’ τις αστυνομικές αρχές ασφαλείας λόγω των κομμουνιστικών τους φρονημάτων. Η καταδικαστική απόφαση εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 1973, μετά από τετραήμερα ακροαματική διαδικασία: Τρις εις θάνατον και επτά φορές ισόβια. Ο Κοεμτζής οδηγήθηκε στις φυλακές Νέας Αλικαρνασσού στην Κρήτη, όπου για τρία χρόνια, περίμενε την ημέρα που θα οδηγηθεί μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, καθώς η θανατική ποινή, τυπικά εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ισχύ. Κάτι τέτοιο δεν έγινε, και το 1977 η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά. Είχε προηγηθεί το 1976 η μεταγωγή του στις πειθαρχικές «φυλακές κολάσεως» της Κέρκυρας, όπως τις αποκαλούσε ο ίδιος, όπου κρατήθηκε μέχρι το 1982. Ο αδερφός του, Δημοσθένης καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκισης, ενώ ο τρίτος της παρέας, Θωμάς Καραμάνης, αθωώθηκε
Λίγο αργότερα, ο Κοεμτζής κατά κάποιον τρόπο ηρωοποιείται, καθώς η ιστορία του έγινε θέμα καλλιτεχνικών έργων. Έτσι, το 1979, ο τραγουδοποιός Διονύσης Σαββόπουλος, αφού διαβάζει την αυτοβιογραφία του, που ο Κοεμτζής έγραψε στην φυλακή, γράφει γι’ αυτόν το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» (δίσκος «Ρεζέρβα»), ένα αργό και μονότονο τραγούδι, διάρκειας δεκατριάμισυ λεπτών περίπου, με έναν στίχο χωρίς ρεφρέν (μέρος 1 και 2).
Έναν χρόνο αργότερα, το 1980, ο σκηνοθέτης Παύλος Τάσσιος, εμπνευσμένος από το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» του Σαββόπουλου, σκηνοθετεί την ταινία «Παραγγελιά», με τον Αντώνη Αντωνίου στον ρόλο του Νίκου Κοεμτζή και του Αντώνη Καφετζόπουλου, στον ρόλο του αδερφού του Δημοσθένη. Την ταινία «έντυσε» με την μουσική τού Κυριάκου Σφέτσα και στίχους της ηθοποιού Κατερίνας Γώγου. Οι επίμαχες σκηνές δεν απεικονίζουν πιστά τα γεγονότα. Το επίμαχο τραγούδι «Οι βεργούλες», στην ταινία αντικαταστάθηκε από το «Αντιλαλούν οι φυλακές», σε ερμηνεία Γιώργου Καμπουρίδη, ενώ οι αστυνομικοί εμφανίζονται να ανεβαίνουν προκλητικά κι εκ των υστέρων στην άδεια πίστα, μετά τον Δημοσθένη Κοεμτζή (Αντώνη Καφετζόπουλο).
Ο Νίκος Κοεμτζής αποφυλακίστηκε υπό όρους αφού εξέτισε 23 χρόνια ποινής, στις 29 Μαρτίου 1996, απ’ τις φυλακές Αγίου Στεφάνου της Πάτρας, δηλώνοντας μεταμελημένος. Ο Κοεμτζής είχε την υποχρέωση παραμένει στον τόπο καταγωγής του (Αιγίνιο Πιερίας) και να παρουσιάζεται δυο φορές τον μήνα στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα. Λίγο έλειψε όμως, να οδηγηθεί ξανά στην φυλακή, όταν μια πράξη του θεωρήθηκε προκλητική και προσβλητική για την μνήμη των νεκρών που άφησε πίσω του: Ο Κοεμτζής αντί να μεταβεί στην Πιερία όπως πρόσταζαν οι τότε όροι αποφυλάκισης, παρέμεινε στην Αθήνα και μια από τις πρώτες του κινήσεις, ήταν να πάει στο ίδιο κέντρο για να χορέψει την παραγγελιά που την είχαν χαλάσει 23 χρόνια πριν. Αργότερα, -όπως λέγεται- προσπάθησε ανεπιτυχώς να ζητήσει αναψηλάφηση της δίκης του, επικαλούμενος ένα δημοσίευμα σκανδαλοθηρικής εφημερίδας (Εσπρέσσο) που έγραφε ότι η μουσική μπορεί να ενεργήσει στον άνθρωπο ως ναρκωτικό.
Ο Νίκος Κοεμτζής, έκτοτε ζει πουλώντας την αυτοβιογραφία του (Νίκος Κοεμτζής – Το μακρύ ζεϊμπέκικο), υπογράφοντας αφιερώσεις στην πρώτη σελίδα, στο κέντρο της Αθήνας και στο Μοναστηράκι, αφού ο Δήμος Αθηναίων του παραχώρησε άδεια μικροπωλητού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου