Ο Μακεδονικός Αγώνας θα μείνει στη μνήμη των περισσοτέρων ως ένας ανορθόδοξος πόλεμος ελληνικών και βουλγαρικών ενόπλων σωμάτων μέσα στην τουρκική επικράτεια. Σκοπός των ελληνικών σωμάτων ήταν να περιφρουρήσουν το εθνικό φρόνημα των χωριών, ν' αποκαταστήσουν την τάξη σε όσα χωριά είχαν σημειωθεί αποσκιρτήσεις μετά από πιέσεις των αντιπάλων, να εξουδετερώσουν τις ένοπλες ομάδες και να περιορίσουν τη δράση των ληστρικών σωμάτων, τα οποία κινούνταν μεταξύ παρανομίας και εθνικού αγώνα, ταλαιπωρώντας τους αγροτικούς πληθυσμούς.
Ο αγώνας αυτός άρχισε ουσιαστικά το 1903 και πήρε τέλος το
1908, όταν θεσπίστηκε το τουρκικό σύνταγμα με το κίνημα των Νεοτούρκων. Σ' αυτό το χρονικό διάστημα, δύο ήταν οι κυριότεροι εχθροί του ελληνικού στοιχείου: οι Βούλγαροι κομιτατζήδες και οι Τούρκοι σωβινιστές.
Παρά τον διμέτωπο αγώνα, εναντίον Βουλγάρων και Τούρκων, τα ελληνικά σώματα κατόρθωσαν σταδιακά να περιορίσουν τα βουλγαρικά ερείσματα και ν' αποκαταστήσουν την εθνολογική ισορροπία.
Ιδιαίτερα σκληρός ήταν ο αγώνας στην ελώδη λίμνη των Γιαννιτσών, σημείο στρατηγικής σημασίας για τον έλεγχο των οδικών αρτηριών, ενώ πολυάριθμες και φονικότατες μάχες έγιναν στα βουνά της δυτικής Μακεδονίας για την τελική επικράτηση σε διαφιλονικούμενα σλαβόφωνα χωριά.
Από το 1906 ο τουρκικός στρατός ανέλαβε σημαντικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και περιόρισε αισθητά τη δράση των ενόπλων ομάδων, ελληνικών και βουλγαρικών. Πάντως κατά τη διετία 1907-1908 τα ελληνικά σώματα είχαν κερδίσει σημαντικό έδαφος σε όλη την έκταση της Μακεδονίας και είχαν διασφαλίσει είτε την παραμονή, είτε την επανασύνδεση με το Πατριαρχείο πολυάριθμων ελληνικών κοινοτήτων.
Είναι γεγονός, ότι ποτέ οι Έλληνες δεν υπολόγισαν θυσίες, προκειμένου να γλιτώσει η Μακεδονία από τους Βουλγάρους, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν κάθε μέσο, προκειμένου να την κάνουν Βουλγαρική. Η τακτική τους αυτή, αφύπνισε τους Έλληνες, πολλοί και από όλα τα μέρη της Ελλάδος, έτρεξαν εθελοντές, για να βοηθήσουν τους Έλληνες Μακεδόνες στο σκληρό και άνισο αγώνα τους.
Ανάμεσά τους και οι Μανιάτες εθελοντές, που δυστυχώς ακόμα και σήμερα η εθελοντική προσφορά τους αποσιωπάται ή δεν προβάλλεται όσο της αξίζει, ενώ «ενοχλούν» οι προσπάθειες προβολής των αγωνιστών της Μάνης. Η προσπάθειά μας αποσκοπεί να αναδείξει τους λησμονιμένους εκείνους ήρωες, που αγωνίστηκαν (και πολλοί «έμειναν») για τη δοξασμένη γη του Αλεξάνδρου.
Ελληνες Μακεδονομάχοι.
Προπαρασκευή
Πρώτη συστηματική εξόρμηση των Σλάβων ήταν να πετύχουν την ψυχική και γλωσσική αφομοίωση του ελληνικού πληθυσμού, ώστε να έχουν να επικαλεστούν στοιχεία ενισχυτικά των επιδιώξεών τους. Η προσάρτηση στη Βουλγαρία της Ανατολικής Ρωμυλίας τους ενίσχυσε, ώστε να στραφούν απερίσπαστοι στην απόσπαση του μακεδονικού χώρου. γνωρίζοντας πως το ελληνικό στοιχείο δεν θα υπόκυπτε εύκολα, έριξαν το σύνθημα "η Μακεδονία για τους Μακεδόνες" ζητώντας και τη συνδρομή των Ελλήνων γι' αυτόν τον "κοινό αγώνα".
Άρχισαν την επίθεση τους με τη λεηλασία ναών και μοναστηριών και τη σφαγή ιερέων και καλόγερων. Ο άτυχος πόλεμος του 1897, ενώ αποθάρρυνε το μακεδονικό ελληνισμό, έδινε φτερά στους κομιτατζήδες. Παράλληλα - και επίσημα - οι Βούλγαροι αναλάμβαναν ζωηρή και συστηματική προπαγάνδα στην Ευρώπη. Οργάνωσαν μικρά ευέλικτα σώματα που είχαν δυο στόχους: να εισπράττουν χρήματα με αναγκαστικές εισφορές και να εξοντώνουν όποιον αντιστεκόταν στο βουλγαρικό κομιτάτο.
Βούλγαροι κομιτατζήδες (οι πρόγονοι των σημερινών σλαβοσκοπιανών)
Τον Απρίλιο του 1903 αναστατώνεται η Θεσσαλονίκη από βόμβες στους κεντρικούς δρόμους, καίγεται η Οθωμανική Τράπεζα, καταστρέφονται οι εγκαταστάσεις αεριόφωτος και ανατινάζεται ένα μεγάλο γαλλικό εμπορικό πλοίο.
Αυτά τα γεγονότα έδωσαν αφορμή να επέμβουν οι τότε Μεγάλες Δυνάμεις, Ρωσία και Αυστρία, και να πετύχουν κάποιες μεταρρυθμίσεις στο καθεστώς της Μακεδονίας. Έτσι τους πρώτους μήνες του 1904 σχηματίστηκε στους τρεις νομούς Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και Σκοπίων, σώμα χωροφυλάκων με διοικητή Ιταλό στρατηγό που είχε στις διαταγές του πέντε ανώτερους Ευρωπαίους αξιωματικούς. Όμως καθεμιά από τις δυνάμεις απέβλεπε σε δικούς της σκοπούς. Έτσι, τίποτα δεν άλλαξε, ενώ το βουλγαρικό κομιτάτο συνέχιζε με περισσότερη ένταση τη δράση του, εξαφανίζοντας Έλληνες πρόκριτους (γιατρούς, δασκάλους, ιερείς κλπ.) και σφάζοντας άοπλους χωρικούς στις πλατείες των χωριών, μπροστά στα μάτια των συγχωριανών τους.
Το νεκρό σώμα του Ελληνα δασκάλου Βασίλειο Μαλεγκάνου από την Καστοριά στο χωριο Σέτομα μετά την δολοφονά του από Βούλγαρους κομμιτατζήδες.
Την άνοιξη του 1903 όμως, σχηματίζεται η πρώτη επιτροπή, η Μακεδονική Φιλική Εταιρεία από τον Αργύριο Ζάχο, τον Θεόδωρο Μόδη και τον Θεόδωρο Καπετανόπουλο. Σκοπός ήταν να πειστεί η Ελληνική κυβέρνηση να ενισχύσει την ένοπλη άμυνα των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας. Έτσι την άνοιξη του 1904, έρχονται στη Μακεδονία για να μελετήσουν την κατάσταση και να υποδείξουν πρακτικά μέτρα οι λοχαγοί Αναστάσιος Παπούλας και Αλέξανδρος Κοντούλης και οι ανθυπολοχαγοί Γ. Κολοκοτρώνης και Π. Μελάς.
Παράλληλα στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 1904 ιδρύθηκε το Μακεδονικό Κομιτάτο, στα γραφεία της εφημερίδας «Εμπρός». Εμπνευστής, ιδρυτής, αλλά και Πρόεδρος του κομιτάτου ήταν ο διευθυντής της εφημερίδας «Εμπρός» Δημήτρης Καλαποθάκης (1862-1921) από την Αρεόπολη και μέλος της πρώτης οργανωτικής επιτροπής ο Πέτρος Κανελλίδης (1846-1911) από το Κουτήφαρι της Έξω Μάνης, διευθυντής της εφημερίδας «Καιροί». Το κομιτάτο, μέλη του οποίου είναι οι Ν. Πολίτης, καθηγητής πανεπιστημίου, Ιωάννης Ράλλης, Πέτρος Σαρόγλου κλπ. αποφασίζει να δράσει άμεσα στέλνοντας ένοπλα σώματα και οπλισμό στους ελληνικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας.
Βούλγαροι Κομμιτατζήδες
Ο Καλαποθάκης, που ως δημοσιογράφος και ως άνθρωπος είχε την καθολική εκτίμηση κράτους και λαού, κρατάει ουσιαστικά στα χέρια του το σχεδιασμό του Αγώνα στο κέντρο. Οργανώνει τα αντάρτικα σώματα και τα αποστέλλει στη Μακεδονία, αλληλογραφεί και συντονίζει, ενημερώνει το κράτος για τον Αγώνα και τον άξιο πρόξενο της Θεσσαλονίκης, τον Λάμπρο Κορομηλά. Στο γραφείο του γίνονται οι στρατολογήσεις και η οργάνωση των εθελοντών και φυσικά των Μανιατών εθελοντών.
Σ' όλα τα ελληνικά προξενεία αποσπάστηκαν αξιωματικοί του στρατού και δημιούργησαν ένα θαυμάσιο δίκτυο συνεργατών και αγωνιστών. Στόχος τους ήταν η εξουδετέρωση της βουλγαρικής και ρουμανικής προπαγάνδας, η εμπιστευτική αλληλογραφία, η κατασκοπεία, η μεταφορά τραυματιών, η τροφοδοσία των Ελλήνων ανταρτών και γενικά η υπεράσπιση του ελληνικού στοιχείου.
Ένοπλη δράση
Ο Παύλος Μελάς ήταν αξιωματικός του πυροβολικού και γαμπρός επ' αδελφή του Ίωνα Δραγούμη. Έλαβε μέρος στον πόλεμο του 1897 και μπήκε μυστικά για πρώτη φορά στη Μακεδονία τον Φεβρουάριο του 1904, μαζί με τον Κοντούλη, τον Παπούλα και τον Κολοκοτρώνη. Για δεύτερη φορά επέστρεψε τον Ιούλιο, ως δήθεν ζωέμπορος με το όνομα Πέτρος Δέδες.
Για τρίτη και τελευταία φορά πέρασε τα σύνορα από τη μεριά της Κοζάνης στις 27 Αυγούστου του 1904 με σώμα 35 ανδρών από Μακεδόνες, Κρητικούς, Λάκωνες κλπ., ως αρχηγός των Σωμάτων Μοναστηρίου – Καστοριάς. Έδρασε με το ψευδώνυμο καπετάν Μίκης Ζέζας, σύνθεση των ονομάτων των παιδιών του. Ο θάνατός του από τουρκικό βόλι στη Στάτιστα Καστοριάς -το σημερινό Μελά- στις 13 Οκτωβρίου του 1904, συντάραξε τους Πανέλληνες και τον έκανε ήρωα και σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα.
Ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης έλεγε σε γνωστό του: «Όπου να ‘ναι φτάνουν από κάτω και Ελληνικά σώματα. Κρητικοί και Μανιάτες. Θα δεις κάθε κλαδί και παλικάρι». Και πραγματικά δεν διαψεύσθηκε ο μάρτυρας Ιεράρχης, μεγάλη επίσης μορφή του Μακεδονικού Αγώνα, αφού ακολούθησαν άλλα αντάρτικα σώματα, που η παρουσία τους και η δράση τους εμψύχωνε τους Έλληνες Μακεδόνες.
Αρχηγοί και οπλαρχηγοί των ελληνικών σωμάτων, στο μακροχρόνιο και σκληρό εκείνο αγώνα, ξεκίνησαν από όλα τα μέρη της ελεύθερης Ελλάδας και είναι αναρίθμητες οι πράξεις ηρωισμού και αυτοθυσίας ενός αγώνα που παρατάθηκε ως το καλοκαίρι του 1908, οπότε θεσπίστηκε το νέο τουρκικό Σύνταγμα.
Δεν φτάνουν αλήθεια χίλιες σελίδες για ν’ απαριθμήσει κανείς ονόματα και δράση Μανιατών στα χώματα της Μακεδονίας.
Πηγή: Λευτεριά
από τα Ανήλια
Παραθέτω κι ένα απόσπασμα άρθρου αφιερωμένο στους Κρήτες Μακεδονομάχους.
Ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης το 1902 σε επιστολή του προς τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας Αλέξανδρο Ζαϊμη, μεταξύ των άλλων έγραφε:
«...Στείλε μου πενήντα παλικάρια, πενήντα Κρητικούς να τους ενώσω με τους δικούς μου. Θα καταρτίσω έτσι είκοσι Σώματα και θα τα μοιράσω από τον Αλιάκμονα ως το Μαρίχοβο και το Μοναστήρι, τη Φλώρινα, το Όστροβο (Άρνισσα), Σέτινα, Βλάδοβο (΄Αγρας), Βοδενά (Έδεσσα) και Καρατζόβα. Ο καιρός είναι κατάλληλος για δράση. Ένα σωρό πρόκριτοι, ιερείς, και διδάσκαλοι είναι μυημένοι και οι οπλαρχηγοί περιμένουν ενίσχυση από την Ελλάδα. Ο ερχομός των παλικαριών από κάτω (Κρήτη) θα δώσει κουράγιο στους δικούς μου, θα εμποδίσει την αποσκίρτησή τους και θα φοβίσει τους Βουλγάρους...»
Η πρώτη αντίδραση του ελληνισμού απέναντι στις θηριωδίες κατά των Ελλήνων και του βουλγαρικού επεκτατισμού, ήλθε από την εκκλησία με τον διορισμό του δραστήριου και ικανού μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη στην περιφέρεια της Καστοριάς το 1900. Το επίσημο ελληνικό κράτος αδυνατούσε να ενισχύσει τον μακεδονικό ελληνισμό λόγω των σοβαρών προβλημάτων που ήταν απόρροια του πολέμου του 1897, και έτσι υιοθέτησε μια μετριοπαθή στάση απέναντι στα όμορα βαλκανικά κράτη και τις Μεγάλες Δυνάμεις
Η εξέγερση όμως του Ήλι-ντεν και οι θηριωδίες των βουλγαρικών και τουρκικών στρατιωτικών τμημάτων προκάλεσαν την έντονη αντίδραση του ελεύθερου ελληνισμού που άσκησε πίεση στην ελληνική κυβέρνηση για τη λήψη δραστικών και αποτελεσματικών μέτρων με σκοπό την προστασία των Ελλήνων της Μακεδονίας. Η αναδιοργάνωση των ελληνικών προξενείων της Μακεδονίας και η επάνδρωσή τους με ικανά στελέχη του στρατού αποσκοπούσε στην αρτιότερη οργάνωση και προετοιμασία του ένοπλου αγώνα. Παράλληλα άρχισαν να συγκροτούνται αντάρτικα σώματα από την ελεύθερη Ελλάδα με επικεφαλής αξιωματικούς, στελεχωμένα από γηγενείς Μακεδόνες και εθελοντές.
Από διάφορα μέρη της Ελλάδας, όπως η Ήπειρος, η Θεσσαλία, και κυρίως η Κρήτη, κατέφθαναν στη Μακεδονία εθελοντές, πρόθυμοι να θυσιαστούν γι’ αυτό το κομμάτι ελληνικής γης. Η παρουσία τους ανύψωσε το Μακεδονικό Ζήτημα σε εθνική υπόθεση, ξεπερνώντας τα χωροταξικά όρια της Μακεδονίας. Οι εθελοντές αυτοί ονομάστηκαν Μακεδονομάχοι και πρωτοστάτες αυτού του κύματος εθελοντών ήταν οι Κρήτες Μακεδονομάχοι, οι οποίοι, μαζί με τους ντόπιους κατοίκους, σήκωσαν το βάρος του ένοπλου αγώνα. Δεν επρόκειτο μόνο για τους ντόπιους Κρητικούς, αλλά και για εκείνους που ζούσαν στην Αμερική, οι οποίοι άφησαν τις οικογένειες και τις περιουσίες τους για να πολεμήσουν στο πλευρό των συμπατριωτών τους. Οι αδελφοί Σπυριδογιάννη διοικούσαν το Σώμα Εθελοντών της Ομογένειας και πούλησαν τη μεγάλη περιουσία τους για να χρηματοδοτήσουν τον Μακεδονικό και Βορειοηπειρωτικό Αγώνα.
Η Κρήτη, λίγο πριν την έκρηξη του Μακεδονικού Αγώνα, βρισκόταν υπό καθεστώς αυτονομίας και στην εσωτερική ζωή της Μεγαλονήσου επικρατούσε ειρήνευση και ευημερία μετά από μία μακρά περίοδο συνεχών και αιματηρών επαναστάσεων (1869, 1895 και 1897). Το γεγονός αυτό όμως δεν εμπόδισε τους εμπειροπόλεμους Κρητικούς να απαρνηθούν τις εκκλήσεις του μακεδονικού ελληνισμού για να συνδράμουν στον αγώνα τους. Οι ιδιομορφίες του Μακεδονικού Αγώνα ταίριαζαν απόλυτα στον χαρακτήρα του Κρητικού πολεμιστή, αφού επρόκειτο για μία μορφή αντάρτικου αγώνα χωρίς τη συμμετοχή τακτικών στρατευμάτων. Οι συνεχείς επαναστάσεις και εξεγέρσεις κατά του Τούρκου δυνάστη δίδαξαν πολλά στον κρητικό λαό, όσον αφορά την τακτική των ανταρτών.
Βούλγαροι κομμιτατζήδες του ΒΜΡΟΟ αγώνας αυτός άρχισε ουσιαστικά το 1903 και πήρε τέλος το
1908, όταν θεσπίστηκε το τουρκικό σύνταγμα με το κίνημα των Νεοτούρκων. Σ' αυτό το χρονικό διάστημα, δύο ήταν οι κυριότεροι εχθροί του ελληνικού στοιχείου: οι Βούλγαροι κομιτατζήδες και οι Τούρκοι σωβινιστές.
Παρά τον διμέτωπο αγώνα, εναντίον Βουλγάρων και Τούρκων, τα ελληνικά σώματα κατόρθωσαν σταδιακά να περιορίσουν τα βουλγαρικά ερείσματα και ν' αποκαταστήσουν την εθνολογική ισορροπία.
Ιδιαίτερα σκληρός ήταν ο αγώνας στην ελώδη λίμνη των Γιαννιτσών, σημείο στρατηγικής σημασίας για τον έλεγχο των οδικών αρτηριών, ενώ πολυάριθμες και φονικότατες μάχες έγιναν στα βουνά της δυτικής Μακεδονίας για την τελική επικράτηση σε διαφιλονικούμενα σλαβόφωνα χωριά.
Από το 1906 ο τουρκικός στρατός ανέλαβε σημαντικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και περιόρισε αισθητά τη δράση των ενόπλων ομάδων, ελληνικών και βουλγαρικών. Πάντως κατά τη διετία 1907-1908 τα ελληνικά σώματα είχαν κερδίσει σημαντικό έδαφος σε όλη την έκταση της Μακεδονίας και είχαν διασφαλίσει είτε την παραμονή, είτε την επανασύνδεση με το Πατριαρχείο πολυάριθμων ελληνικών κοινοτήτων.
Είναι γεγονός, ότι ποτέ οι Έλληνες δεν υπολόγισαν θυσίες, προκειμένου να γλιτώσει η Μακεδονία από τους Βουλγάρους, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν κάθε μέσο, προκειμένου να την κάνουν Βουλγαρική. Η τακτική τους αυτή, αφύπνισε τους Έλληνες, πολλοί και από όλα τα μέρη της Ελλάδος, έτρεξαν εθελοντές, για να βοηθήσουν τους Έλληνες Μακεδόνες στο σκληρό και άνισο αγώνα τους.
Ανάμεσά τους και οι Μανιάτες εθελοντές, που δυστυχώς ακόμα και σήμερα η εθελοντική προσφορά τους αποσιωπάται ή δεν προβάλλεται όσο της αξίζει, ενώ «ενοχλούν» οι προσπάθειες προβολής των αγωνιστών της Μάνης. Η προσπάθειά μας αποσκοπεί να αναδείξει τους λησμονιμένους εκείνους ήρωες, που αγωνίστηκαν (και πολλοί «έμειναν») για τη δοξασμένη γη του Αλεξάνδρου.
Ελληνες Μακεδονομάχοι.
Προπαρασκευή
Πρώτη συστηματική εξόρμηση των Σλάβων ήταν να πετύχουν την ψυχική και γλωσσική αφομοίωση του ελληνικού πληθυσμού, ώστε να έχουν να επικαλεστούν στοιχεία ενισχυτικά των επιδιώξεών τους. Η προσάρτηση στη Βουλγαρία της Ανατολικής Ρωμυλίας τους ενίσχυσε, ώστε να στραφούν απερίσπαστοι στην απόσπαση του μακεδονικού χώρου. γνωρίζοντας πως το ελληνικό στοιχείο δεν θα υπόκυπτε εύκολα, έριξαν το σύνθημα "η Μακεδονία για τους Μακεδόνες" ζητώντας και τη συνδρομή των Ελλήνων γι' αυτόν τον "κοινό αγώνα".
Άρχισαν την επίθεση τους με τη λεηλασία ναών και μοναστηριών και τη σφαγή ιερέων και καλόγερων. Ο άτυχος πόλεμος του 1897, ενώ αποθάρρυνε το μακεδονικό ελληνισμό, έδινε φτερά στους κομιτατζήδες. Παράλληλα - και επίσημα - οι Βούλγαροι αναλάμβαναν ζωηρή και συστηματική προπαγάνδα στην Ευρώπη. Οργάνωσαν μικρά ευέλικτα σώματα που είχαν δυο στόχους: να εισπράττουν χρήματα με αναγκαστικές εισφορές και να εξοντώνουν όποιον αντιστεκόταν στο βουλγαρικό κομιτάτο.
Βούλγαροι κομιτατζήδες (οι πρόγονοι των σημερινών σλαβοσκοπιανών)
Τον Απρίλιο του 1903 αναστατώνεται η Θεσσαλονίκη από βόμβες στους κεντρικούς δρόμους, καίγεται η Οθωμανική Τράπεζα, καταστρέφονται οι εγκαταστάσεις αεριόφωτος και ανατινάζεται ένα μεγάλο γαλλικό εμπορικό πλοίο.
Αυτά τα γεγονότα έδωσαν αφορμή να επέμβουν οι τότε Μεγάλες Δυνάμεις, Ρωσία και Αυστρία, και να πετύχουν κάποιες μεταρρυθμίσεις στο καθεστώς της Μακεδονίας. Έτσι τους πρώτους μήνες του 1904 σχηματίστηκε στους τρεις νομούς Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και Σκοπίων, σώμα χωροφυλάκων με διοικητή Ιταλό στρατηγό που είχε στις διαταγές του πέντε ανώτερους Ευρωπαίους αξιωματικούς. Όμως καθεμιά από τις δυνάμεις απέβλεπε σε δικούς της σκοπούς. Έτσι, τίποτα δεν άλλαξε, ενώ το βουλγαρικό κομιτάτο συνέχιζε με περισσότερη ένταση τη δράση του, εξαφανίζοντας Έλληνες πρόκριτους (γιατρούς, δασκάλους, ιερείς κλπ.) και σφάζοντας άοπλους χωρικούς στις πλατείες των χωριών, μπροστά στα μάτια των συγχωριανών τους.
Το νεκρό σώμα του Ελληνα δασκάλου Βασίλειο Μαλεγκάνου από την Καστοριά στο χωριο Σέτομα μετά την δολοφονά του από Βούλγαρους κομμιτατζήδες.
Την άνοιξη του 1903 όμως, σχηματίζεται η πρώτη επιτροπή, η Μακεδονική Φιλική Εταιρεία από τον Αργύριο Ζάχο, τον Θεόδωρο Μόδη και τον Θεόδωρο Καπετανόπουλο. Σκοπός ήταν να πειστεί η Ελληνική κυβέρνηση να ενισχύσει την ένοπλη άμυνα των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας. Έτσι την άνοιξη του 1904, έρχονται στη Μακεδονία για να μελετήσουν την κατάσταση και να υποδείξουν πρακτικά μέτρα οι λοχαγοί Αναστάσιος Παπούλας και Αλέξανδρος Κοντούλης και οι ανθυπολοχαγοί Γ. Κολοκοτρώνης και Π. Μελάς.
Παράλληλα στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 1904 ιδρύθηκε το Μακεδονικό Κομιτάτο, στα γραφεία της εφημερίδας «Εμπρός». Εμπνευστής, ιδρυτής, αλλά και Πρόεδρος του κομιτάτου ήταν ο διευθυντής της εφημερίδας «Εμπρός» Δημήτρης Καλαποθάκης (1862-1921) από την Αρεόπολη και μέλος της πρώτης οργανωτικής επιτροπής ο Πέτρος Κανελλίδης (1846-1911) από το Κουτήφαρι της Έξω Μάνης, διευθυντής της εφημερίδας «Καιροί». Το κομιτάτο, μέλη του οποίου είναι οι Ν. Πολίτης, καθηγητής πανεπιστημίου, Ιωάννης Ράλλης, Πέτρος Σαρόγλου κλπ. αποφασίζει να δράσει άμεσα στέλνοντας ένοπλα σώματα και οπλισμό στους ελληνικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας.
Βούλγαροι Κομμιτατζήδες
Ο Καλαποθάκης, που ως δημοσιογράφος και ως άνθρωπος είχε την καθολική εκτίμηση κράτους και λαού, κρατάει ουσιαστικά στα χέρια του το σχεδιασμό του Αγώνα στο κέντρο. Οργανώνει τα αντάρτικα σώματα και τα αποστέλλει στη Μακεδονία, αλληλογραφεί και συντονίζει, ενημερώνει το κράτος για τον Αγώνα και τον άξιο πρόξενο της Θεσσαλονίκης, τον Λάμπρο Κορομηλά. Στο γραφείο του γίνονται οι στρατολογήσεις και η οργάνωση των εθελοντών και φυσικά των Μανιατών εθελοντών.
Σ' όλα τα ελληνικά προξενεία αποσπάστηκαν αξιωματικοί του στρατού και δημιούργησαν ένα θαυμάσιο δίκτυο συνεργατών και αγωνιστών. Στόχος τους ήταν η εξουδετέρωση της βουλγαρικής και ρουμανικής προπαγάνδας, η εμπιστευτική αλληλογραφία, η κατασκοπεία, η μεταφορά τραυματιών, η τροφοδοσία των Ελλήνων ανταρτών και γενικά η υπεράσπιση του ελληνικού στοιχείου.
Ένοπλη δράση
Ο Παύλος Μελάς ήταν αξιωματικός του πυροβολικού και γαμπρός επ' αδελφή του Ίωνα Δραγούμη. Έλαβε μέρος στον πόλεμο του 1897 και μπήκε μυστικά για πρώτη φορά στη Μακεδονία τον Φεβρουάριο του 1904, μαζί με τον Κοντούλη, τον Παπούλα και τον Κολοκοτρώνη. Για δεύτερη φορά επέστρεψε τον Ιούλιο, ως δήθεν ζωέμπορος με το όνομα Πέτρος Δέδες.
Για τρίτη και τελευταία φορά πέρασε τα σύνορα από τη μεριά της Κοζάνης στις 27 Αυγούστου του 1904 με σώμα 35 ανδρών από Μακεδόνες, Κρητικούς, Λάκωνες κλπ., ως αρχηγός των Σωμάτων Μοναστηρίου – Καστοριάς. Έδρασε με το ψευδώνυμο καπετάν Μίκης Ζέζας, σύνθεση των ονομάτων των παιδιών του. Ο θάνατός του από τουρκικό βόλι στη Στάτιστα Καστοριάς -το σημερινό Μελά- στις 13 Οκτωβρίου του 1904, συντάραξε τους Πανέλληνες και τον έκανε ήρωα και σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα.
Ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης έλεγε σε γνωστό του: «Όπου να ‘ναι φτάνουν από κάτω και Ελληνικά σώματα. Κρητικοί και Μανιάτες. Θα δεις κάθε κλαδί και παλικάρι». Και πραγματικά δεν διαψεύσθηκε ο μάρτυρας Ιεράρχης, μεγάλη επίσης μορφή του Μακεδονικού Αγώνα, αφού ακολούθησαν άλλα αντάρτικα σώματα, που η παρουσία τους και η δράση τους εμψύχωνε τους Έλληνες Μακεδόνες.
Αρχηγοί και οπλαρχηγοί των ελληνικών σωμάτων, στο μακροχρόνιο και σκληρό εκείνο αγώνα, ξεκίνησαν από όλα τα μέρη της ελεύθερης Ελλάδας και είναι αναρίθμητες οι πράξεις ηρωισμού και αυτοθυσίας ενός αγώνα που παρατάθηκε ως το καλοκαίρι του 1908, οπότε θεσπίστηκε το νέο τουρκικό Σύνταγμα.
Δεν φτάνουν αλήθεια χίλιες σελίδες για ν’ απαριθμήσει κανείς ονόματα και δράση Μανιατών στα χώματα της Μακεδονίας.
Πηγή: Λευτεριά
από τα Ανήλια
Παραθέτω κι ένα απόσπασμα άρθρου αφιερωμένο στους Κρήτες Μακεδονομάχους.
Ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης το 1902 σε επιστολή του προς τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας Αλέξανδρο Ζαϊμη, μεταξύ των άλλων έγραφε:
«...Στείλε μου πενήντα παλικάρια, πενήντα Κρητικούς να τους ενώσω με τους δικούς μου. Θα καταρτίσω έτσι είκοσι Σώματα και θα τα μοιράσω από τον Αλιάκμονα ως το Μαρίχοβο και το Μοναστήρι, τη Φλώρινα, το Όστροβο (Άρνισσα), Σέτινα, Βλάδοβο (΄Αγρας), Βοδενά (Έδεσσα) και Καρατζόβα. Ο καιρός είναι κατάλληλος για δράση. Ένα σωρό πρόκριτοι, ιερείς, και διδάσκαλοι είναι μυημένοι και οι οπλαρχηγοί περιμένουν ενίσχυση από την Ελλάδα. Ο ερχομός των παλικαριών από κάτω (Κρήτη) θα δώσει κουράγιο στους δικούς μου, θα εμποδίσει την αποσκίρτησή τους και θα φοβίσει τους Βουλγάρους...»
Η πρώτη αντίδραση του ελληνισμού απέναντι στις θηριωδίες κατά των Ελλήνων και του βουλγαρικού επεκτατισμού, ήλθε από την εκκλησία με τον διορισμό του δραστήριου και ικανού μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη στην περιφέρεια της Καστοριάς το 1900. Το επίσημο ελληνικό κράτος αδυνατούσε να ενισχύσει τον μακεδονικό ελληνισμό λόγω των σοβαρών προβλημάτων που ήταν απόρροια του πολέμου του 1897, και έτσι υιοθέτησε μια μετριοπαθή στάση απέναντι στα όμορα βαλκανικά κράτη και τις Μεγάλες Δυνάμεις
Η εξέγερση όμως του Ήλι-ντεν και οι θηριωδίες των βουλγαρικών και τουρκικών στρατιωτικών τμημάτων προκάλεσαν την έντονη αντίδραση του ελεύθερου ελληνισμού που άσκησε πίεση στην ελληνική κυβέρνηση για τη λήψη δραστικών και αποτελεσματικών μέτρων με σκοπό την προστασία των Ελλήνων της Μακεδονίας. Η αναδιοργάνωση των ελληνικών προξενείων της Μακεδονίας και η επάνδρωσή τους με ικανά στελέχη του στρατού αποσκοπούσε στην αρτιότερη οργάνωση και προετοιμασία του ένοπλου αγώνα. Παράλληλα άρχισαν να συγκροτούνται αντάρτικα σώματα από την ελεύθερη Ελλάδα με επικεφαλής αξιωματικούς, στελεχωμένα από γηγενείς Μακεδόνες και εθελοντές.
Από διάφορα μέρη της Ελλάδας, όπως η Ήπειρος, η Θεσσαλία, και κυρίως η Κρήτη, κατέφθαναν στη Μακεδονία εθελοντές, πρόθυμοι να θυσιαστούν γι’ αυτό το κομμάτι ελληνικής γης. Η παρουσία τους ανύψωσε το Μακεδονικό Ζήτημα σε εθνική υπόθεση, ξεπερνώντας τα χωροταξικά όρια της Μακεδονίας. Οι εθελοντές αυτοί ονομάστηκαν Μακεδονομάχοι και πρωτοστάτες αυτού του κύματος εθελοντών ήταν οι Κρήτες Μακεδονομάχοι, οι οποίοι, μαζί με τους ντόπιους κατοίκους, σήκωσαν το βάρος του ένοπλου αγώνα. Δεν επρόκειτο μόνο για τους ντόπιους Κρητικούς, αλλά και για εκείνους που ζούσαν στην Αμερική, οι οποίοι άφησαν τις οικογένειες και τις περιουσίες τους για να πολεμήσουν στο πλευρό των συμπατριωτών τους. Οι αδελφοί Σπυριδογιάννη διοικούσαν το Σώμα Εθελοντών της Ομογένειας και πούλησαν τη μεγάλη περιουσία τους για να χρηματοδοτήσουν τον Μακεδονικό και Βορειοηπειρωτικό Αγώνα.
Η Κρήτη, λίγο πριν την έκρηξη του Μακεδονικού Αγώνα, βρισκόταν υπό καθεστώς αυτονομίας και στην εσωτερική ζωή της Μεγαλονήσου επικρατούσε ειρήνευση και ευημερία μετά από μία μακρά περίοδο συνεχών και αιματηρών επαναστάσεων (1869, 1895 και 1897). Το γεγονός αυτό όμως δεν εμπόδισε τους εμπειροπόλεμους Κρητικούς να απαρνηθούν τις εκκλήσεις του μακεδονικού ελληνισμού για να συνδράμουν στον αγώνα τους. Οι ιδιομορφίες του Μακεδονικού Αγώνα ταίριαζαν απόλυτα στον χαρακτήρα του Κρητικού πολεμιστή, αφού επρόκειτο για μία μορφή αντάρτικου αγώνα χωρίς τη συμμετοχή τακτικών στρατευμάτων. Οι συνεχείς επαναστάσεις και εξεγέρσεις κατά του Τούρκου δυνάστη δίδαξαν πολλά στον κρητικό λαό, όσον αφορά την τακτική των ανταρτών.
Οι δεσμοί της Κρήτης και της Μακεδονίας έχουν τις ρίζες τους στην εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όταν ενσωματώθηκαν στον μακεδονικό στρατό οι περίφημοι για την επιδεξιότητα και τεχνική τους Κρήτες τοξότες. Και τώρα ο πολύπαθος μακεδονικός ελληνισμός, πάνω στον οποίο έχουν στραφεί τα βλέμματα ενός ολόκληρου έθνους, ζητάει τις υπηρεσίες, όχι μόνο των Κρητικών, αλλά κάθε Έλληνα που μέσα του καίει ο πόθος για την ελευθερία. Σε αυτή την πρόσκληση πρώτοι απάντησαν οι Κρητικοί, και παρά το γεγονός ότι η Κρήτη δεν είχε ενωθεί ακόμη με τη μητέρα Ελλάδα, έτρεξαν να προσφέρουν ακόμα και τη ζωή τους για να σωθεί ένα κομμάτι του ελληνισμού που κινδύνευε να αφελληνιστεί και να χαθεί. Γνώριζαν οι Κρητικοί τι σημαίνει να είσαι υπόδουλος και να αγωνίζεσαι για να πιεις από το γλυκό νέκταρ της ελευθερίας. Ο Κρητικός λαός είναι εραστής της ελευθερίας, και αυτό που ώθησε τον απλοϊκό Κρητικό να εγκαταλείψει την οικογένεια και το σπίτι του για να πολεμήσει στη Μακεδονία ήταν η άσβεστη φλόγα και το πάθος που καίει στην ψυχή του για την υπέρτατη ανθρώπινη αξία, την ελευθερία.
Οι Κρητικοί είδαν την υπόθεση της Μακεδονίας σαν να ήταν δική τους και ένοιωσαν τα δεσμά της σκλαβιάς και της καταπίεσης να ματώνουν την ψυχή και την καρδιά τους, όπως των αδελφών τους Μακεδόνων. Η ένωση της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα κατείχε την ίδια θέση στην καρδιά του Κρητικού λαού με την απελευθέρωση του ελληνισμού της Μακεδονίας. Η επίλυση αυτών των δύο μεγάλων εθνικών υποθέσεων οδήγησαν στην αναγέννηση της Ελλάδας. Έτσι δικαιολογείται και το γεγονός ότι από τους 6000 εθελοντές Μακεδονομάχους, οι 3000 ήταν Κρητικοί και από τους τρεις γενικούς αρχηγούς οι δύο ήταν Κρητικοί...
Δείτε περισσότερα θέματα
koukfamily
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου