"Πηγαίναμε σε σκυλάδικα για να γράψουμε ατάκες"...
«Επέλεξα να ζω στη μάνα γη, την ύπαιθρο, συμβιώνοντας με τη φύση και τη μοναξιά, απογοητευμένος από την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στον καλλιτεχνικό χώρο»
Ο Χρήστος Ζορμπάς, ο ηθοποιός με το μεγάλο ταλέντο και τη συμμετοχή σε πολυάριθμες κινηματογραφικές ταινίες και θεατρικά έργα, σπάει τη σιωπή του και έπειτα από πολλά χρόνια μιλάει αποκλειστικά στην «Εspresso της Κυριακής» για τις μνήμες που τον χάραξαν αλλά και για όσα τον πλήγωσαν. Μιλώντας μαζί του αντιλαμβάνεσαι πως ο μεγάλος αυτός ηθοποιός που επέλεξε να ζει στην Κομοτηνή συμβιώνοντας με τη φύση και τη
μοναξιά κρύβει μέσα του το παράπονο για όλη αυτήν την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στον καλλιτεχνικό χώρο.
«Επέλεξα να ζω στη μάνα γη, την ύπαιθρο, συμβιώνοντας με τη φύση και τη μοναξιά, απογοητευμένος από την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στον καλλιτεχνικό χώρο»
Ο Χρήστος Ζορμπάς, ο ηθοποιός με το μεγάλο ταλέντο και τη συμμετοχή σε πολυάριθμες κινηματογραφικές ταινίες και θεατρικά έργα, σπάει τη σιωπή του και έπειτα από πολλά χρόνια μιλάει αποκλειστικά στην «Εspresso της Κυριακής» για τις μνήμες που τον χάραξαν αλλά και για όσα τον πλήγωσαν. Μιλώντας μαζί του αντιλαμβάνεσαι πως ο μεγάλος αυτός ηθοποιός που επέλεξε να ζει στην Κομοτηνή συμβιώνοντας με τη φύση και τη
μοναξιά κρύβει μέσα του το παράπονο για όλη αυτήν την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στον καλλιτεχνικό χώρο.
Διαπιστώνει με λύπη πως οι αξίες πετάγονται στη λήθη για να κυριαρχήσουν τα ευκαιριακά προϊόντα της μιας χρήσεως.
Ο Χρήστος Ζορμπάς, καταπέλτης όπως ήταν πάντα, δεν μασάει τα λόγια του:
«Ζω στην Γρατινή, ένα χωριό έξω από την Κομοτηνή, επτά χιλιόμετρα απόσταση. Γεννήθηκα στη φύση, γι’ αυτό και μου αρέσει να είμαι δίπλα της. Η πόλη έχει τις δικές της ομορφιές, αλλά η ύπαιθρος είναι η μάνα γη με τα δέντρα της, τα λουλούδια της, τους καρπούς της και ό,τι άλλο χρειάζεται ο άνθρωπος για να ζήσει. Το σπίτι μου είναι πέτρινο με αυλή και εκεί έχω φυτέψει τα λαχανικά μου, τα ζαρζαβατικά μου, ενώ φέτος μεγάλωσαν και πολλά καινούργια δένδρα, βερικοκιές, ροδακινιές, δαμασκηνιές και άλλα, που είναι χαρά Θεού να τα βλέπεις. Να ξέρεις ότι είμαι χωρικός, αλλά όχι χωριάτης. Εδώ θα βγω με τους φίλους, θα πιω το τσιπουράκι μου, θα συζητήσω μακριά από ηλεκτρονικά μηχανήματα και άγχη που επιβαρύνουν τον άνθρωπο και την ψυχολογία του και στα καφενεία θα ζήσω στιγμές από μια αλλιώτικη εποχή, που δυστυχώς προσπαθούν να μας κάνουν να την ξεχάσουμε. Στη φύση βλέπεις την πανσσέληνο, ακούς τα πουλιά, το θρόισμα των φύλλων, αισθάνεσαι πως η ανθρώπινη υπόσταση είναι συμβατή και αλληλέγγυα με ό,τι σε περιτριγυρίζει. Στη μεγαλούπολη τι θα νιώσεις πέρα από τον θόρυβο και την ένταση που σου δημιουργεί; Γι’ αυτό εδώ πάνω νιώθω όμορφα και για τους φίλους μου το σπίτι μου είναι ανοιχτό».
- Μήπως είναι και λίγο παραίτηση αυτή η απομάκρυνση από το κέντρο;
Η κόρη μου, η Σόνια, που έχει σπουδάσει σαν και μένα ηθοποιός αλλά χορεύει και τραγουδά παράλληλα, μου λέει: «Μ’ αρέσει, μπαμπά, η πολύβουη ζωή». Κι εγώ της απαντώ: «Μέχρι πότε;». Κάποια στιγμή, βαριέσαι την πολυκοσμία και θέλεις τον στοχασμό και την ηρεμία που όλοι μας έχουμε χάσει με αυτόν τον τρόπο ζωής που κάνουμε.
- Μαζί σας έχετε φέρει και τις μνήμες από το κινηματογραφικό παρελθόν σας φαντάζομαι…
Πάρα πολλές. Τι να πρωτοθυμηθώ! Από την πρώτη μου ταινία, το «Κορόιδο γαμπρέ», με τα μεγάλα θηρία Σταυρίδη, Γκιωνάκη και Αυλωνίτη, όπου εγώ με τη Μίρκα Καλαντζοπούλου ήμασταν το ζευγάρι, μέχρι το «Κορίτσι του 17», βραβευμένη ταινία κι αυτή. Ολες τις θυμάμαι σαν να γυρίστηκαν τώρα. Αργότερα, ακολούθησε η «Ορέστεια» του Βασίλη Φωτόπουλου, ώσπου ήρθε και η ώρα της «Ευδοκίας» του Δαμιανού. Στη συνέχεια, έπαιξα στην «Κάθοδο των εννέα», που ήταν ένα αριστούργημα και αυτή. Προσπαθώ να αναφέρω επιλεκτικά τις πλέον σπουδαίες δουλειές, γιατί, αν μιλήσουμε για τηλεόραση, ήταν πολλές οι συμμετοχές μου σε σίριαλ και τηλεοπτικές ταινίες. Παράδειγμα, «Η γειτονιά μας», «Ο μεθοριακός σταθμός» και ένα από τα σημαντικότερα σίριαλ που έχουν γίνει, «Ο θάνατος του Τιμόθεου Κώνστα». Δυστυχώς, η τηλεόραση προτιμά να επαναλαμβάνει βλακείες των βλακειών. Πιστεύω ότι σε χαμηλότερο επίπεδο δεν είχε φθάσει ποτέ.
- Στον κινηματογράφο πιστεύετε πως είναι καλυτέρα τα πράγματα;
Στον κινηματογράφο δεν έχουμε τίποτε να δείξουμε τώρα, κάτι που να είναι σημαντικό. Βέβαια, προσπάθειες γίνονται, αλλά, όταν πουλάς το σπίτι σου ή τον εαυτό σου ακόμα για να γυρίσεις μια ταινία, ποιο το νόημα; Θυμάμαι τον Δαμιανό, όταν συναντηθήκαμε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, τότε που είχε βγάλει τον «Ηνίοχο». Ηθελε εκείνη την εποχή να του κάνω τη φωνή του Βελουχιώτη, αλλά δεν καρποφόρησε. Δεν του φτάνανε τα λεφτά για να τακτοποιήσει τις υποχρεώσεις του, ζήταγε πέντε εκατομμύρια από το Κέντρο Κινηματογράφου αλλά δεν του τα δώσανε. Τελικά, δεν μετράει η αξία, παρά μόνο τα κυκλώματα.
- Διαπιστώνω παράπονο;
Βεβαίως, παράπονο από μένα αλλά και από πολλούς άλλους ηθοποιούς υπάρχει. Εγώ δεν ήμουν σε κανένα κύκλωμα. Κάποτε, για να παίξεις, για παράδειγμα, στο «Ακροπόλ» ήταν πολύ δύσκολο κατόρθωμα. Ο Βασίλης Μπουρνέλης με φώναξε και έπαιξα επιθεώρηση. Εκείνη την εποχή, του έφερναν διάφορους ηθοποιούς από κάποια κυκλώματα και προσπαθούσαν να του περάσουν την αντίληψη ότι είναι δυνατές περιπτώσεις. Ομως, αυτός είχε μια έντονη αίσθηση και γνώση των πραγμάτων και με την πρώτη ματιά που έριχνε έλεγε αυτός μου κάνει ή δεν μου κάνει.
- Αυτό δείχνει πως σας είχαν σε εκτίμηση…
Οι άνθρωποι με τους οποίους είχα συνεργαστεί με εκτιμούσαν πολύ, όπως και ο μακαρίτης ο Πρετεντέρης. Στη σειρά «Η γειτονιά μας» δεν μπήκα από την αρχή αλλά έπαιξα τον δεύτερο με τρίτο χρόνο. Εκανα τότε δύο σίριαλ, τα «Δρόμος χωρίς γυρισμό» και «Ο αστερισμός των λύκων» με την Κάτια Δανδουλάκη. Το έγραφε ο Βαγγέλης Γκούφας, θεατρικός συγγραφέας και στιχουργός, ο οποίος έχει γράψει πολλά έργα. Εκείνη την εποχή, ήταν πολιτικός εξόριστος και ζούσε στη Γενεύη. Ομως, τα κείμενά του τα έστελνε με άλλο όνομα, σαν Βαγγέλης Σμυρναίος. Σήμερα, όλους αυτούς που τους αποκαλούν φίρμες επειδή έχουν παίξει ένα έργο ο καθένας τους, αν τους δεις στον δρόμο, τους γνωρίζεις; Επί της ουσίας δεν έχουν κάνει τίποτα, γιατί τα έργα αυτά δεν προσφέρουν ουσιαστικά πράγματα.
- Διαφορετικά χρόνια όμως, άλλες καταστάσεις…
Σίγουρα, δεν το αρνιέμαι. Τώρα, οι καταστάσεις έχουν διαφοροποιηθεί αρκετά. Πρέπει όμως να περάσει μια γενιά ακόμη για να διορθωθούν τα πράγματα. Οταν υπάρχει μια γενιά επιτυχημένη, δεν μπορεί να υπάρχει και η επόμενη το ίδιο επιτυχημένη. Θυμάμαι την ημέρα που πήγα στην παραγωγή της σειράς «Η γειτονιά μας» και ρώτησα «πότε θα παίξω;». Η γυναίκα του Κώστα Πρετεντέρη, που έκανε διάθεση παραγωγής, μου είπε: «Περίμενε μια στιγμή να πάρουμε τον Κώστα, γιατί είναι στη Γενεύη, επειδή εκεί σπουδάζει ο Γιάννης». Είναι ο γιος του που σήμερα βλέπουμε στο ΜEGA αλλά τότε ήταν φοιτητής. Είχε πάει ο πατέρας του να τον δει και πήρε η γυναίκα του τηλέφωνο. «Κώστα, είναι εδώ ο Χρήστος Ζορμπάς και ρωτάει πότε θα μπει στη “Γειτονιά μας”. Τι να του πω;». Και αυτός της μετέφερε το εξής: «Αύριο, πες του. Γράφω τώρα κείμενο και το στέλνω με το αεροπλάνο». Ετσι μπήκα στη σίριαλ «Η γειτονιά μας». Με τον Πρετεντέρη γίναμε κολλητοί φίλοι. Είχε ένα σπίτι στη Βουλιαγμένη και κάθε Σαββατοκύριακο γινότανε γλέντι. Μαζευόμασταν ο Κούνδουρος και πολλοί άλλοι και διασκεδάζαμε. Μου έλεγε: «Χρήστο, έχω βάλει τα κρασιά να παγώνουνε, σε περιμένω». Αν του έλεγα «βρε Κώστα, υπάρχει κούραση, άσ’ το για άλλη φορά», θύμωνε. Μεγάλη μορφή. Πηγαίναμε σε σκυλάδικο στη Βάρη για να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά του κόσμου. Την άλλη μέρα, αυτό που έβλεπε ήταν σε κείμενο στη «Γειτονιά μας». Ετσι γράφανε τότε.
Πώς έγινε ο... νταβατζής της «Ευδοκίας»
- Και ο Δαμιανός πώς ήρθε στη ζωή σου με την «Ευδοκία»;
Τον Δαμιανό δεν τον ήξερα καθόλου. Εγώ έμενα στα Εξάρχεια σε ένα δωματιάκι της συμφοράς, ενώ το γραφείο του Δαμιανού ήταν λίγο πιο πάνω, στη Σόλωνος. Απόσταση τριακόσια μέτρα. Ηταν εκεί ο Χρήστος ο Μάγγος ο οπερατέρ, δυο τρεις άλλοι ανερχόμενοι βοηθοί σκηνοθέτες και με ρωτούν: «Ποιον θέλετε;». «Τον Δαμιανό». «Γιατί;» με ρωτούν ερευνητικά. «Για την ταινία, δεν κάνετε μια ταινία;» Πήγα μέσα και με κοιτάγανε περίεργα, κάποιοι άλλοι μου τράβηξαν και μερικές φωτογραφίες, άρχισαν να με περιπαίζουν και να γελάνε μεταξύ τους, μέχρι που είπαν: «Τι να το κάνουμε αυτό το παιδί;». Ο Δαμιανός που έψαχνε για τον νταβατζή της «Ευδοκίας» αποφάσισε: «Λοιπόν, θα του δώσουμε να διαβάσει το γράμμα της Ευδοκίας». Το διάβασα το γράμμα, εκείνο που λέει «κουκλάρα μου» και διάφορα άλλα τέτοια. «Ρε σεις», φωνάζει ο Αλέξης, «καλός μου φαίνεται τούτος εδώ, να τον πάρουμε;». «Να τον πάρουμε» είπαν οι υπόλοιποι και έτσι με πήρε.
Γιάννα Ακριβού Φωτ.: Γιώργος Βασιλόπουλος
Ο Χρήστος Ζορμπάς, καταπέλτης όπως ήταν πάντα, δεν μασάει τα λόγια του:
«Ζω στην Γρατινή, ένα χωριό έξω από την Κομοτηνή, επτά χιλιόμετρα απόσταση. Γεννήθηκα στη φύση, γι’ αυτό και μου αρέσει να είμαι δίπλα της. Η πόλη έχει τις δικές της ομορφιές, αλλά η ύπαιθρος είναι η μάνα γη με τα δέντρα της, τα λουλούδια της, τους καρπούς της και ό,τι άλλο χρειάζεται ο άνθρωπος για να ζήσει. Το σπίτι μου είναι πέτρινο με αυλή και εκεί έχω φυτέψει τα λαχανικά μου, τα ζαρζαβατικά μου, ενώ φέτος μεγάλωσαν και πολλά καινούργια δένδρα, βερικοκιές, ροδακινιές, δαμασκηνιές και άλλα, που είναι χαρά Θεού να τα βλέπεις. Να ξέρεις ότι είμαι χωρικός, αλλά όχι χωριάτης. Εδώ θα βγω με τους φίλους, θα πιω το τσιπουράκι μου, θα συζητήσω μακριά από ηλεκτρονικά μηχανήματα και άγχη που επιβαρύνουν τον άνθρωπο και την ψυχολογία του και στα καφενεία θα ζήσω στιγμές από μια αλλιώτικη εποχή, που δυστυχώς προσπαθούν να μας κάνουν να την ξεχάσουμε. Στη φύση βλέπεις την πανσσέληνο, ακούς τα πουλιά, το θρόισμα των φύλλων, αισθάνεσαι πως η ανθρώπινη υπόσταση είναι συμβατή και αλληλέγγυα με ό,τι σε περιτριγυρίζει. Στη μεγαλούπολη τι θα νιώσεις πέρα από τον θόρυβο και την ένταση που σου δημιουργεί; Γι’ αυτό εδώ πάνω νιώθω όμορφα και για τους φίλους μου το σπίτι μου είναι ανοιχτό».
- Μήπως είναι και λίγο παραίτηση αυτή η απομάκρυνση από το κέντρο;
Η κόρη μου, η Σόνια, που έχει σπουδάσει σαν και μένα ηθοποιός αλλά χορεύει και τραγουδά παράλληλα, μου λέει: «Μ’ αρέσει, μπαμπά, η πολύβουη ζωή». Κι εγώ της απαντώ: «Μέχρι πότε;». Κάποια στιγμή, βαριέσαι την πολυκοσμία και θέλεις τον στοχασμό και την ηρεμία που όλοι μας έχουμε χάσει με αυτόν τον τρόπο ζωής που κάνουμε.
- Μαζί σας έχετε φέρει και τις μνήμες από το κινηματογραφικό παρελθόν σας φαντάζομαι…
Πάρα πολλές. Τι να πρωτοθυμηθώ! Από την πρώτη μου ταινία, το «Κορόιδο γαμπρέ», με τα μεγάλα θηρία Σταυρίδη, Γκιωνάκη και Αυλωνίτη, όπου εγώ με τη Μίρκα Καλαντζοπούλου ήμασταν το ζευγάρι, μέχρι το «Κορίτσι του 17», βραβευμένη ταινία κι αυτή. Ολες τις θυμάμαι σαν να γυρίστηκαν τώρα. Αργότερα, ακολούθησε η «Ορέστεια» του Βασίλη Φωτόπουλου, ώσπου ήρθε και η ώρα της «Ευδοκίας» του Δαμιανού. Στη συνέχεια, έπαιξα στην «Κάθοδο των εννέα», που ήταν ένα αριστούργημα και αυτή. Προσπαθώ να αναφέρω επιλεκτικά τις πλέον σπουδαίες δουλειές, γιατί, αν μιλήσουμε για τηλεόραση, ήταν πολλές οι συμμετοχές μου σε σίριαλ και τηλεοπτικές ταινίες. Παράδειγμα, «Η γειτονιά μας», «Ο μεθοριακός σταθμός» και ένα από τα σημαντικότερα σίριαλ που έχουν γίνει, «Ο θάνατος του Τιμόθεου Κώνστα». Δυστυχώς, η τηλεόραση προτιμά να επαναλαμβάνει βλακείες των βλακειών. Πιστεύω ότι σε χαμηλότερο επίπεδο δεν είχε φθάσει ποτέ.
- Στον κινηματογράφο πιστεύετε πως είναι καλυτέρα τα πράγματα;
Στον κινηματογράφο δεν έχουμε τίποτε να δείξουμε τώρα, κάτι που να είναι σημαντικό. Βέβαια, προσπάθειες γίνονται, αλλά, όταν πουλάς το σπίτι σου ή τον εαυτό σου ακόμα για να γυρίσεις μια ταινία, ποιο το νόημα; Θυμάμαι τον Δαμιανό, όταν συναντηθήκαμε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, τότε που είχε βγάλει τον «Ηνίοχο». Ηθελε εκείνη την εποχή να του κάνω τη φωνή του Βελουχιώτη, αλλά δεν καρποφόρησε. Δεν του φτάνανε τα λεφτά για να τακτοποιήσει τις υποχρεώσεις του, ζήταγε πέντε εκατομμύρια από το Κέντρο Κινηματογράφου αλλά δεν του τα δώσανε. Τελικά, δεν μετράει η αξία, παρά μόνο τα κυκλώματα.
- Διαπιστώνω παράπονο;
Βεβαίως, παράπονο από μένα αλλά και από πολλούς άλλους ηθοποιούς υπάρχει. Εγώ δεν ήμουν σε κανένα κύκλωμα. Κάποτε, για να παίξεις, για παράδειγμα, στο «Ακροπόλ» ήταν πολύ δύσκολο κατόρθωμα. Ο Βασίλης Μπουρνέλης με φώναξε και έπαιξα επιθεώρηση. Εκείνη την εποχή, του έφερναν διάφορους ηθοποιούς από κάποια κυκλώματα και προσπαθούσαν να του περάσουν την αντίληψη ότι είναι δυνατές περιπτώσεις. Ομως, αυτός είχε μια έντονη αίσθηση και γνώση των πραγμάτων και με την πρώτη ματιά που έριχνε έλεγε αυτός μου κάνει ή δεν μου κάνει.
- Αυτό δείχνει πως σας είχαν σε εκτίμηση…
Οι άνθρωποι με τους οποίους είχα συνεργαστεί με εκτιμούσαν πολύ, όπως και ο μακαρίτης ο Πρετεντέρης. Στη σειρά «Η γειτονιά μας» δεν μπήκα από την αρχή αλλά έπαιξα τον δεύτερο με τρίτο χρόνο. Εκανα τότε δύο σίριαλ, τα «Δρόμος χωρίς γυρισμό» και «Ο αστερισμός των λύκων» με την Κάτια Δανδουλάκη. Το έγραφε ο Βαγγέλης Γκούφας, θεατρικός συγγραφέας και στιχουργός, ο οποίος έχει γράψει πολλά έργα. Εκείνη την εποχή, ήταν πολιτικός εξόριστος και ζούσε στη Γενεύη. Ομως, τα κείμενά του τα έστελνε με άλλο όνομα, σαν Βαγγέλης Σμυρναίος. Σήμερα, όλους αυτούς που τους αποκαλούν φίρμες επειδή έχουν παίξει ένα έργο ο καθένας τους, αν τους δεις στον δρόμο, τους γνωρίζεις; Επί της ουσίας δεν έχουν κάνει τίποτα, γιατί τα έργα αυτά δεν προσφέρουν ουσιαστικά πράγματα.
- Διαφορετικά χρόνια όμως, άλλες καταστάσεις…
Σίγουρα, δεν το αρνιέμαι. Τώρα, οι καταστάσεις έχουν διαφοροποιηθεί αρκετά. Πρέπει όμως να περάσει μια γενιά ακόμη για να διορθωθούν τα πράγματα. Οταν υπάρχει μια γενιά επιτυχημένη, δεν μπορεί να υπάρχει και η επόμενη το ίδιο επιτυχημένη. Θυμάμαι την ημέρα που πήγα στην παραγωγή της σειράς «Η γειτονιά μας» και ρώτησα «πότε θα παίξω;». Η γυναίκα του Κώστα Πρετεντέρη, που έκανε διάθεση παραγωγής, μου είπε: «Περίμενε μια στιγμή να πάρουμε τον Κώστα, γιατί είναι στη Γενεύη, επειδή εκεί σπουδάζει ο Γιάννης». Είναι ο γιος του που σήμερα βλέπουμε στο ΜEGA αλλά τότε ήταν φοιτητής. Είχε πάει ο πατέρας του να τον δει και πήρε η γυναίκα του τηλέφωνο. «Κώστα, είναι εδώ ο Χρήστος Ζορμπάς και ρωτάει πότε θα μπει στη “Γειτονιά μας”. Τι να του πω;». Και αυτός της μετέφερε το εξής: «Αύριο, πες του. Γράφω τώρα κείμενο και το στέλνω με το αεροπλάνο». Ετσι μπήκα στη σίριαλ «Η γειτονιά μας». Με τον Πρετεντέρη γίναμε κολλητοί φίλοι. Είχε ένα σπίτι στη Βουλιαγμένη και κάθε Σαββατοκύριακο γινότανε γλέντι. Μαζευόμασταν ο Κούνδουρος και πολλοί άλλοι και διασκεδάζαμε. Μου έλεγε: «Χρήστο, έχω βάλει τα κρασιά να παγώνουνε, σε περιμένω». Αν του έλεγα «βρε Κώστα, υπάρχει κούραση, άσ’ το για άλλη φορά», θύμωνε. Μεγάλη μορφή. Πηγαίναμε σε σκυλάδικο στη Βάρη για να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά του κόσμου. Την άλλη μέρα, αυτό που έβλεπε ήταν σε κείμενο στη «Γειτονιά μας». Ετσι γράφανε τότε.
Πώς έγινε ο... νταβατζής της «Ευδοκίας»
- Και ο Δαμιανός πώς ήρθε στη ζωή σου με την «Ευδοκία»;
Τον Δαμιανό δεν τον ήξερα καθόλου. Εγώ έμενα στα Εξάρχεια σε ένα δωματιάκι της συμφοράς, ενώ το γραφείο του Δαμιανού ήταν λίγο πιο πάνω, στη Σόλωνος. Απόσταση τριακόσια μέτρα. Ηταν εκεί ο Χρήστος ο Μάγγος ο οπερατέρ, δυο τρεις άλλοι ανερχόμενοι βοηθοί σκηνοθέτες και με ρωτούν: «Ποιον θέλετε;». «Τον Δαμιανό». «Γιατί;» με ρωτούν ερευνητικά. «Για την ταινία, δεν κάνετε μια ταινία;» Πήγα μέσα και με κοιτάγανε περίεργα, κάποιοι άλλοι μου τράβηξαν και μερικές φωτογραφίες, άρχισαν να με περιπαίζουν και να γελάνε μεταξύ τους, μέχρι που είπαν: «Τι να το κάνουμε αυτό το παιδί;». Ο Δαμιανός που έψαχνε για τον νταβατζή της «Ευδοκίας» αποφάσισε: «Λοιπόν, θα του δώσουμε να διαβάσει το γράμμα της Ευδοκίας». Το διάβασα το γράμμα, εκείνο που λέει «κουκλάρα μου» και διάφορα άλλα τέτοια. «Ρε σεις», φωνάζει ο Αλέξης, «καλός μου φαίνεται τούτος εδώ, να τον πάρουμε;». «Να τον πάρουμε» είπαν οι υπόλοιποι και έτσι με πήρε.
Γιάννα Ακριβού Φωτ.: Γιώργος Βασιλόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου