ΣΙΝΕ

Παρασκευή 13 Απριλίου 2012

Γιατί «κλαίει» ο ουρανός την Μ. Εβδομάδα;

από τον Γιάννη Ριζόπουλο
Η πεποίθηση είναι μάλλον κοινή και ευρύτατα διαδεδομένη ανάμεσα στους Χριστιανούς: Την Μ Εβδομάδα και ιδιαίτερα την Μ Παρασκευή ο καιρός είναι μουντός ή βρέχει, υποδηλώνοντας την θλίψη της Φύσης για τα Πάθη του Κυρίου.

Και παρότι μερικές χρονιές ο καιρός «λοξοδρομεί» και βρέχει για παράδειγμα ανήμερα το Πάσχα ενώ η Μ. Παρασκευή είναι ηλιόλουστη, το φαινόμενο είναι αρκετά συχνό, ώστε να επιβεβαιώνει στατιστικά αυτήν την άποψη.


Πρόκειται όμως όντως για ένα «κλάμα» του συμπάσχοντος ουρανού ή μήπως για μια «σύμπτωση» που οφείλεται σε φυσικά δεδομένα;


Με βάση πάντως τα στοιχεία, η απάντηση κλίνει προς... το δεύτερο.
Το Πάσχα είναι κινητή εορτή και ο ορισμός της ημερομηνίας του εξαρτάται άμεσα από την πρώτη Πανσέληνο μετά την Εαρινή Ισημερία. Συγκεκριμένα το Πάσχα «πέφτει» την πρώτη Κυριακή μετά από αυτήν την Πανσέληνο, η οποία πρακτικά γίνεται είτε στα τέλη Μαρτίου, είτε τον Απρίλιο. Αυτό ορίστηκε από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 330 μ Χ και τηρείται μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες εξαιρέσεις ή μια μικρή «ελαστικότητα».
Και ίσως το γιατί επελέγη αυτός ο τρόπος ορισμού να συνδέεται άμεσα με τις «βροχερές Μ. Παρασκευές».


Η Σελήνη και οι βροχοπτώσεις
Η συσχέτιση των Σεληνιακών φάσεων με τον καιρό είναι μια πολύ... παλιά ιστορία στην λαϊκή παράδοση, ωστόσο από τις αρχές της δεκαετίας του 60 οι επιστήμονες αποφάσισαν να αφιερώσουν κι εκείνοι περισσότερο χρόνο στην μελέτη αυτής της σχέσης. Έτσι, το 1962 δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Sciense μια μελέτη τριών μετεωρολόγων (Μπράντλεϊ, Γούντμπερι και Μπράϊερ) σύμφωνα με την οποία υπάρχει μια σαφής Σεληνιακή περιοδικότητα στις «σοβαρές» βροχές. Εξετάζοντας τα στοιχεία μιας πεντηκονταετίας, οι τρεις ερευνητές κατέληξαν ότι οι αιχμές των βροχοπτώσεων συμπίπτουν με την πρώτη και τρίτη εβδομάδα του κύκλου της Σελήνης και ιδιαίτερα στο διάστημα από 3 έως 5 ημέρες μετά την Νέα Σελήνη και την Πανσέληνο.
Στο ίδιο τεύχος του περιοδικού δημοσιεύθηκε και μια δεύτερη μελέτη δύο Νεοζηλανδών επιστημόνων (Άντερλεϊ και Μπόουεν), με παρεμφερή συμπεράσματα και την προσθήκη της υπόθεσης πως η έλξη της Σελήνης είναι πιθανόν να επηρεάζει την ποσότητα μετεωρητικής σκόνης που εισέρχεται στην ατμόσφαιρα, αβαντάροντας έτσι την δημιουργία καταιγίδων.*
Τις επόμενες δεκαετίες ακολούθησαν πολλές ακόμη σχετικές μελέτες που τελικά διαμόρφωσαν μια νέα μετεωρολογική πραγματικότητα «ανακαλύπτοντας» ξανά αυτό που ο λαός γνώριζε από παλιά. Ότι δηλαδή «μετά την Πανσέληνο, ανοίγουν οι ουρανοί». Μπορείτε να διαβάσετε και την σχετικά πρόσφατη (περσινή) δημοσίευση στο site Pyles.tv.
Και βέβαια σε σχέση με την Μ. Εβδομάδα η οποία «πέφτει» αμέσως μετά την Εαρινή Πανσέληνο, το συμπέρασμα που βγαίνει αβίαστα είναι ότι με βάση πλέον τα επιστημονικά δεδομένα συγκεντρώνει υψηλές πιθανότητες να είναι βροχερή.
Όσο για φέτος, υπήρξε μια... συνεπέστατη επιβεβαίωση αυτών των στατιστικών δεδομένων, με την συνδρομή μάλιστα του τ-τετραγώνου ανάμεσα στον Ποσειδώνα, τον Άρη και την Αφροδίτη, ένα σχήμα που από μόνο του ευνοεί τις έντονες βροχοπτώσεις: Η Πανσέληνος έγινε στις 6 Απριλίου και οι ουρανοί «άνοιξαν» την Μ Δευτέρα και την Μ Τρίτη, ακριβώς τρεις ημέρες μετά τον σχηματισμό της.
astrology.gr

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

"Για την ιστορική επιστήμη, Χριστός δεν υπήρξε".
Μπέρτραντ Ράσελ (Βρετανός φιλόσοφος).

Οι μελετητές της Καινής Διαθήκης οδηγούνται ανάμεσα σε δυο κόσμους, σε έναν όπου ο θεολογικός Ιησούς («ο υιός του Θεού») βρίσκεται στην κεντρική σκηνή – αλλά αυτός ο Ιησούς βέβαια αναγνωρίζεται ως θέμα πίστεως –
και σε έναν άλλον κόσμο, τον «κόσμο του ιστορικού Ιησού».

Είμαστε σίγουροι ότι η Ιερουσαλήμ υπήρχε, όπως και ο Ηρώδης, οι Φαρισαίοι και οι Ρωμαίοι, γιατί όχι και ένας Ιησούς;

Οι ιστορικοί δεν είναι απαραίτητα δεσμευμένοι με κάποιο ειδικό ενδιαφέρον για το θέμα του Ιησού – και είναι όλοι καλά πληροφορημένοι για την αμφιλεγόμενη φύση του. Ένας μελετητής που ανακοινώνει ότι πιστεύει ότι δεν υπάρχει ιστορικά κάποιος Ιησούς είναι πιο πιθανόν να αντιμετωπίσει την περιφρόνηση.

Έτσι οι περισσότεροι μελετητές, μεγαλωμένοι και εκπαιδευμένοι σε μια χριστιανική κουλτούρα είναι ικανοποιημένοι είτε με το να υποθέτουν ότι ο Ιησούς υπήρξε (και υποκύπτουν στις γνώμες των "ειδικών" της Βίβλου που είναι άνθρωποι της πίστεως)

Αυτή η «ασφαλής» και άτολμη επιλογή διατηρεί ταυτόχρονα την «ασάφεια» ενός ξυλουργού σε ένα αρχαίο, επαρχιακό, απομονωμένο τόπο («η ανυπαρξία αποδείξεων δεν είναι απόδειξη της ανυπαρξίας») και μια ακαδημαϊκή αποστασιοποίηση από «θέματα πίστης» τα οποία ανύψωσαν αυτόν τον υποτιθέμενο αφανή "διδάσκαλο" σε μια εικονική θέση.

Για τη ζωή του Ιησού δεν υπάρχουν σημαντικές πληροφορίες, εκτός των Ευαγγελίων, τα οποία όμως, όπως όλα τα βιβλία των θρησκειών, δεν είναι ιστορικά συγγράμματα.

Τα βιβλία της Καινής Διαθήκης γράφτηκαν σύμφωνα με μελέτες αρκετά χρόνια μετά τον υποτιθέμενο θάνατο του Χριστού, από περισσότερους από έναν συγγραφείς, οι οποίοι δεν είναι ιστορικοί, είναι ασαφή, ατεκμηρίωτα, γεμάτα
παραλογισμούς και αντιφατικά. Τα πρωτότυπα δεν έχουν διασωθεί, ενώ αρχαιότερο θεωρείται ένα αντίγραφο του 2ου αι. μ.Χ., που βρέθηκε στην Αίγυπτο.

Σε μια εποχή όπου η τυπογραφία αποτελούσε επιστημονική φαντασία, ο μόνος τρόπος εξάπλωσης ενός χειρογράφου ήταν η αντιγραφή του με το χέρι. Μια τέτοια τεχνική γεννούσε πολλά προβλήματα, γιατί εκτός από τα όποια λάθη στη μετάφραση (διαμάχες πάνω στη μετάφραση της Βίβλου συνεχίζονται μέχρι σήμερα), σκόπιμα πολλές φορές ο μοναχός-γραφέας προσέθετε ή αφαιρούσε κομμάτια από το κείμενο, ανάλογα με τις τάσεις του δόγματος που επικρατούσαν εκείνη την εποχή.

Αμέτρητα αποσπάσματα από τη Βίβλο αμφισβητούνται ή αποδίδονται σε άλλους συγγραφείς, όπως για παράδειγμα το απόσπασμα που χρησιμοποιήθηκε για να τεκμηριώσει το αλάθητο του Πάπα (Κατά Ματθαίον 16,16-19).

Αλλά ακόμα και ανώτεροι εκκλησιαστικοί παράγοντες υποβαθμίζουν τη σημασία των Ευαγγελίων, αναφέροντας ότι: «Πηγή της πίστεώς μας δεν είναι τα Ευαγγέλια… αλλά η αποκαλυπτική αλήθεια… όπως καθορίστηκε και οριοθετήθηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους» (μητροπολίτης Ναυπακτίας Ιερόθεος, ΤΟ ΒΗΜΑ, 15/4/2006).
Αυτό σημαίνει ότι τίποτα σταθερό (γραπτό) δεν υπάρχει, παρά τις συνεχείς αναφορές σε λόγια που είπαν ο Ιησούς, ο Παύλος, ο Πέτρος κλπ. Για κάθε εποχή ισχύει λοιπόν αυτό που επιβάλλει η συγκυρία και εξυπηρετεί τον εκκλησιαστικό μηχανισμό. Έτσι, «η χριστιανική πίστη προσαρμόζεται στις συνθήκες και στα αιτήματα κάθε τόπου και κάθε εποχής» (προμετωπίδα θεολογικής Σχολής Πανεπ. Αθήνας) – τουτέστιν ο ορισμός του καιροσκοπισμού.