Ανασύραμε μερικές - άγνωστες στους Έλληνες - λέξεις από κυπριακά γλωσσάρια και τις παραθέτουμε. Μπορούν να περιγράψουν τα αισθήματα των Κυπρίων απέναντι στην πρωτοφανή κρίση που...
δοκιμάζει το νησί.
Η κάλυψη της κρίσης στην Κύπρο, με συνεχή ενημέρωση από τους εκεί ανταποκριτές, μας έκανε να αισθανθούμε ακόμα πιο έντονα την γλωσσική μας πενία στην Ελλάδα. Ναι, μιλάμε την ίδια γλώσσα αλλά το δικό τους εύρος λεξιλογίου δεν μπορεί να συγκριθεί με την δική μας ρηχή “δεξαμενή”.
Από τους υπουργούς ως τους απλούς πολίτες, όλοι οι Κύπριοι που μιλούσαν σε ραδιοφωνικούς ή τηλεοπτικούς σταθμούς, χρησιμοποιούσαν λέξεις που εμείς έχουμε παροπλίσει. Η πολυκύμαντη ιστορία, η αλληλουχία των κατακτητών του αλλά και η απόσταση που το χωρίζει από την ηπειρωτική Ελλάδα, αντικατοπτρίζονται στις διαφοροποιήσεις που έχει η καθομιλουμένη στην Κύπρο από την δική μας.
Φράγκοι, Τούρκοι και Βρετανοί άφησαν τα ίχνη τους με παρακαταθήκη λέξεων και ιδιωματισμών ενώ η απομόνωση του νησιού βοήθησε στην διατήρηση διαφορετικής προφοράς (π.χ.τα διπλά σύμφωνα ή το τελικό ν) ήδη από τα πρώιμα μεσαιωνικά χρόνια. Ανασύραμε μερικές - άγνωστες στους Έλληνες - λέξεις από κυπριακά γλωσσάρια και τις παραθέτουμε. Μπορούν να περιγράψουν τα αισθήματα των Κυπρίων απέναντι στην πρωτοφανή κρίση που δοκιμάζει το νησί.
Οι εργαζόμενοι στις τράπεζες: αντζελοσσιάζουμαι ρ. (αντζελόσσιασα, αντζελοσσιάστηκα) {ανdjελοshιάζουμε} [< άγγελος + σσιάζουμαι (βλ.λ.)] τρομάζω
βόρτος (ο) ουσ. (πληθ. βόρτοι) το αρσενικό βόδι | μτφ. ο χοντρός άνθρωπος | μτφ. ο άνθρωπος που δεν έχει τρόπους:Ντάϊσελμπλουμ
βούριστρα (τα) ουσ. [< βουρώ (βλ.λ.)] τα τρεχάματα: κρίση
εσσέξιξι! επιφώνημα εκφράζει αγανάκτηση
ζάβαλλι (το) ουσ. ταλαιπωρία, δυστυχία | κυρίως χρησιμοποιείται με την έννοια του κρίματος "ζάβαλλι ο άνθρωπος" = ο καημένος, ο δυστυχισμένος, "ζάβαλλι μου" όταν αναφέρεται σ' αυτόν που το λέει:Καταθέτες
ζώλος (ο) ουσ. μπόχα, άσχημη μυρωδιά: Τραπεζικά δάνεια
θερκό (το) ουσ. (πληθ. τα θερκά) το θηρίο | είδος φιδιού πολύ διαδεδομένου στην Κυπριακή ύπαιθρο, μεγάλου σε μέγεθος, με μαύρο χρώμα, μη δηλητηριώδες: Μέρκελ
κάκκαφα ουσ. ανώμαλα εδάφη: το κυπριακό μέλλον
καρκασαλλίκκι (το) ουσ. {καρκαshαλλίκκι} η φασαρία, ο σαματάς: Eurogroup
κατσιαρίζω ρ. (εκατσιάρισα) {κατchαρίζω} κάνω θόρυβο: Βγενόπουλος
κκελλετζής (ο) ουσ. (πληθ. οι κκελλετζήες) {κκελλεdjής} αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι | μτφ. ο ξεροκέφαλος, ο ισχυρογνώμονας: Σόϊμπλε
λαόνουμαι παθ. ρ. τρομάζω, φοβάμαι, ξαφνιάζομαι: Μιχάλης Σαρρής
λαφαζάνης (ο) ουσ. (πληθ. οι λαφαζάνηες) ο φαφλατάς, που μιλάει με υπερβολές
λυσσιάρης (ο) ουσ. (πληθ. οι λυσσιάρηες) {λυshάρης} ο λιγούρης: Λαγκαρντ
λυσσιοπινώ ρ. (ελυσσιοπείνασα) {λυshοπεινώ} πεθαίνω της πείνας: Η συμφωνία για την Κύπρο
μαϊττάππι (το) ουσ. το κοροΐδεμα, το δούλεμα π.χ. "μας έπιασε στο μαϊττάππι" δηλαδή μας δουλεύει: Ρώσοι
μαννός (ο) ουσ. (πληθ. οι μαννοί) ο ηλίθιος: Γερμανοί
μαστραππάς (ο) ουσ. (πληθ. οι μαστραππάες) μεταλλικό δοχείο, συνήθως από κονσέρβα | μτφ. ο ανόητος άνθρωπος, με την έννοια ότι ο μαστραππάς είναι κενός από μέσα όπως και ο ανόητος: Τροϊκανοί
μούχτιν επίρρ. δωρεάν: Η ζωή από εδώ και πέρα
ούσσου σώπα (προστακτική)
παρπέρης (ο) ουσ. (πληθ. οι παρπέρηες) ο κουρέας: ΔΝΤ
πελλάρα (η) ουσ. (πληθ. πελλάρες) η τρέλλα, π.χ. "έπιασε με η πελλάρα" δηλαδή μ' έπιασε η τρέλλα, και "έκαμα μια πελλάρα" δηλάδή έκανα κάτι τρελλό: Το κυπριακό Οχι
ποζαύλιν (το) ουσ. (πληθ. τα ποζαύλια) αποκαΐδι: Το τραπεζικό σύστημα μετά το κούρεμα
ππαραόπιστος -η -ον επίθ. ο τσιγκούνης, ο φιλάργυρος: Οι Ευρωπαίοι
ππουρτού (τα) ουσ. τα σαμπράκαλα, τα υπάρχοντα: Οι καταθέσεις
σαντανωσιά (η) ουσ. (πληθ. οι σαντανωσιές) {σαντανωshά) η ανακατοσούρα: Οι αγορές
σιακατούρι (το) ουσ. (πληθ. τα σιακατούρκα) {shακατούρι} [< ίσα + κάτω] η κατηφόρα: Η πορεία της οικονομίας
τίτσιρος -η -ον επίθ. ο γυμνός: Αναστασιάδης
τσεντί (το) ουσ. (πληθ. τα τσεντιά) το πορτοφόλι
χογλώ ρ. (εχόγλασα) βράζω: Το φιλευρωπαϊκό συναίσθημα των Κυπρίων
news247.gr
ΣΟΥ ΑΡΕΣΕ; ΚΑΝΕ LIKE... ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΕ ΤΟ
Γίνετε φίλοι μας, στη σελίδα μας στο facebook: http://www.facebook.com/vatolakkiotis
Στείλτε μας τις απόψεις σας, τα άρθρα σας, τις καταγγελίες σας και οτιδήποτε θέλετε στο email: kostasdigos@yahoo.gr
δοκιμάζει το νησί.
Η κάλυψη της κρίσης στην Κύπρο, με συνεχή ενημέρωση από τους εκεί ανταποκριτές, μας έκανε να αισθανθούμε ακόμα πιο έντονα την γλωσσική μας πενία στην Ελλάδα. Ναι, μιλάμε την ίδια γλώσσα αλλά το δικό τους εύρος λεξιλογίου δεν μπορεί να συγκριθεί με την δική μας ρηχή “δεξαμενή”.
Από τους υπουργούς ως τους απλούς πολίτες, όλοι οι Κύπριοι που μιλούσαν σε ραδιοφωνικούς ή τηλεοπτικούς σταθμούς, χρησιμοποιούσαν λέξεις που εμείς έχουμε παροπλίσει. Η πολυκύμαντη ιστορία, η αλληλουχία των κατακτητών του αλλά και η απόσταση που το χωρίζει από την ηπειρωτική Ελλάδα, αντικατοπτρίζονται στις διαφοροποιήσεις που έχει η καθομιλουμένη στην Κύπρο από την δική μας.
Φράγκοι, Τούρκοι και Βρετανοί άφησαν τα ίχνη τους με παρακαταθήκη λέξεων και ιδιωματισμών ενώ η απομόνωση του νησιού βοήθησε στην διατήρηση διαφορετικής προφοράς (π.χ.τα διπλά σύμφωνα ή το τελικό ν) ήδη από τα πρώιμα μεσαιωνικά χρόνια. Ανασύραμε μερικές - άγνωστες στους Έλληνες - λέξεις από κυπριακά γλωσσάρια και τις παραθέτουμε. Μπορούν να περιγράψουν τα αισθήματα των Κυπρίων απέναντι στην πρωτοφανή κρίση που δοκιμάζει το νησί.
Οι εργαζόμενοι στις τράπεζες: αντζελοσσιάζουμαι ρ. (αντζελόσσιασα, αντζελοσσιάστηκα) {ανdjελοshιάζουμε} [< άγγελος + σσιάζουμαι (βλ.λ.)] τρομάζω
βόρτος (ο) ουσ. (πληθ. βόρτοι) το αρσενικό βόδι | μτφ. ο χοντρός άνθρωπος | μτφ. ο άνθρωπος που δεν έχει τρόπους:Ντάϊσελμπλουμ
βούριστρα (τα) ουσ. [< βουρώ (βλ.λ.)] τα τρεχάματα: κρίση
εσσέξιξι! επιφώνημα εκφράζει αγανάκτηση
ζάβαλλι (το) ουσ. ταλαιπωρία, δυστυχία | κυρίως χρησιμοποιείται με την έννοια του κρίματος "ζάβαλλι ο άνθρωπος" = ο καημένος, ο δυστυχισμένος, "ζάβαλλι μου" όταν αναφέρεται σ' αυτόν που το λέει:Καταθέτες
ζώλος (ο) ουσ. μπόχα, άσχημη μυρωδιά: Τραπεζικά δάνεια
θερκό (το) ουσ. (πληθ. τα θερκά) το θηρίο | είδος φιδιού πολύ διαδεδομένου στην Κυπριακή ύπαιθρο, μεγάλου σε μέγεθος, με μαύρο χρώμα, μη δηλητηριώδες: Μέρκελ
κάκκαφα ουσ. ανώμαλα εδάφη: το κυπριακό μέλλον
καρκασαλλίκκι (το) ουσ. {καρκαshαλλίκκι} η φασαρία, ο σαματάς: Eurogroup
κατσιαρίζω ρ. (εκατσιάρισα) {κατchαρίζω} κάνω θόρυβο: Βγενόπουλος
κκελλετζής (ο) ουσ. (πληθ. οι κκελλετζήες) {κκελλεdjής} αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι | μτφ. ο ξεροκέφαλος, ο ισχυρογνώμονας: Σόϊμπλε
λαόνουμαι παθ. ρ. τρομάζω, φοβάμαι, ξαφνιάζομαι: Μιχάλης Σαρρής
λαφαζάνης (ο) ουσ. (πληθ. οι λαφαζάνηες) ο φαφλατάς, που μιλάει με υπερβολές
λυσσιάρης (ο) ουσ. (πληθ. οι λυσσιάρηες) {λυshάρης} ο λιγούρης: Λαγκαρντ
λυσσιοπινώ ρ. (ελυσσιοπείνασα) {λυshοπεινώ} πεθαίνω της πείνας: Η συμφωνία για την Κύπρο
μαϊττάππι (το) ουσ. το κοροΐδεμα, το δούλεμα π.χ. "μας έπιασε στο μαϊττάππι" δηλαδή μας δουλεύει: Ρώσοι
μαννός (ο) ουσ. (πληθ. οι μαννοί) ο ηλίθιος: Γερμανοί
μαστραππάς (ο) ουσ. (πληθ. οι μαστραππάες) μεταλλικό δοχείο, συνήθως από κονσέρβα | μτφ. ο ανόητος άνθρωπος, με την έννοια ότι ο μαστραππάς είναι κενός από μέσα όπως και ο ανόητος: Τροϊκανοί
μούχτιν επίρρ. δωρεάν: Η ζωή από εδώ και πέρα
ούσσου σώπα (προστακτική)
παρπέρης (ο) ουσ. (πληθ. οι παρπέρηες) ο κουρέας: ΔΝΤ
πελλάρα (η) ουσ. (πληθ. πελλάρες) η τρέλλα, π.χ. "έπιασε με η πελλάρα" δηλαδή μ' έπιασε η τρέλλα, και "έκαμα μια πελλάρα" δηλάδή έκανα κάτι τρελλό: Το κυπριακό Οχι
ποζαύλιν (το) ουσ. (πληθ. τα ποζαύλια) αποκαΐδι: Το τραπεζικό σύστημα μετά το κούρεμα
ππαραόπιστος -η -ον επίθ. ο τσιγκούνης, ο φιλάργυρος: Οι Ευρωπαίοι
ππουρτού (τα) ουσ. τα σαμπράκαλα, τα υπάρχοντα: Οι καταθέσεις
σαντανωσιά (η) ουσ. (πληθ. οι σαντανωσιές) {σαντανωshά) η ανακατοσούρα: Οι αγορές
σιακατούρι (το) ουσ. (πληθ. τα σιακατούρκα) {shακατούρι} [< ίσα + κάτω] η κατηφόρα: Η πορεία της οικονομίας
τίτσιρος -η -ον επίθ. ο γυμνός: Αναστασιάδης
τσεντί (το) ουσ. (πληθ. τα τσεντιά) το πορτοφόλι
χογλώ ρ. (εχόγλασα) βράζω: Το φιλευρωπαϊκό συναίσθημα των Κυπρίων
news247.gr
ΣΟΥ ΑΡΕΣΕ; ΚΑΝΕ LIKE... ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΕ ΤΟ
Γίνετε φίλοι μας, στη σελίδα μας στο facebook: http://www.facebook.com/vatolakkiotis
Στείλτε μας τις απόψεις σας, τα άρθρα σας, τις καταγγελίες σας και οτιδήποτε θέλετε στο email: kostasdigos@yahoo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου