Ήταν κάποτε 3 άλογα, δύο αρσενικά και ένα θηλυκό. Το ένα αρσενικό με το θηλυκό ήσαν ζευγάρι. Το άλλο αρσενικό ήταν ο...
καλύτερος φίλος του συζύγου και κουμπάρος του ζευγαριού. Ζούσαν όλοι μαζί ευτυχισμένοι στο ξέφωτο πάνω από την κοιλάδα, δίπλα σε μια γκρεμοπλαγιά.
– ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!!!!!!!!!!!!!! Τι λες! Δεν ντρέπεσαι! Ο Τρύφων θα έπεφτε απ’ το γκρεμό για σένα κι εσύ τον πουλάς έτσι! Κι όχι μόνο αυτό, ατιμάζεις και μένα! Για ποια με πέρασες;;; Πώς θα ζήσω με τέτοια ντροπή! Πώς θα μπορέσω να αντικρίσω κατάματα τον άντρα μου και θα του ομολογήσω τη ντροπή αυτή δίχως να πιστέψει ότι σου κούνησα την ουρά μου! (και μήπως δεν είναι έτσι και στη ζωή ρε παιδιά…)
Και ξαφνικά, παίρνει φόρα (η χαίτη της ανέμιζε περήφανα στον άνεμο, τα μάτια της εδάκρυσαν από τον αέρα που της χτυπούσε ανελέητα το πρόσωπο και τα ζυγωματικά της τραβιούνταν προς τα πίσω από την υπερένταση) και τσουπ! Πέφτει κάτω από το γκρεμό!
Το βλέπει αυτό ο Ξενοφών και συνειδητοποιεί τι έχει κάνει και τρελαίνεται! Παθαίνει αμόκ! Βγάζει από το στόμα αφρούς, σηκώνεται στα πίσω πόδια ψηλά και χλιμιντρίζει με ένα κλάμα που σκίζει στα δύο το λαγκάδι. Αναφωνεί “Θεέ μου! Πώς το έκανα αυτό! Δεν άφηνα τον πόθο μου ανομολόγητο! Σκότωσα τη γυναίκα του καλύτερού μου φίλου με την εξομολόγηση! Πώς θα το πω στον καλύτερό μου φίλο και μάλιστα ότι την ώθησα στο θάνατο επειδή τη διπλάρωσα!”
Και παίρνει κι αυτός φόρα (όχι περήφανα αυτός, μην ξεχνάμε ήταν μπαγαπόντης) και τσουπ! Πηδάει κάτω από το γκρεμό!
Μετά από λίγο, επιστρέφει ο Τρύφων.
Παίρνει φόρα συντετριμμένος και τσουπ! Πηδάει και αυτός από το γκρεμό!
Και τότε ακούγεται μια φωνή από κάτω από το γκρεμό:
ΡΕ ΠΟΙΟΣ Μ@Λ@ΚΑΣ ΠΕΤΑΕΙ ΑΛΟΓΑ;;;;;;
καλύτερος φίλος του συζύγου και κουμπάρος του ζευγαριού. Ζούσαν όλοι μαζί ευτυχισμένοι στο ξέφωτο πάνω από την κοιλάδα, δίπλα σε μια γκρεμοπλαγιά.
Μια μέρα, ο σύζυγος έπρεπε να κατέβει στην πόλη για δουλειές. Μια και δυο κινάει λοιπόν και μένουν η σύζυγος μόνη με τον κουμπάρο. Μετά από λίγο διπλαρώνει ο κουμπάρος την κουμπάρα:
– Ξέρεις, ήθελα πάρα πολύ καιρό να στο πω, αλλά δεν ήξερα πώς… Βλέπεις, ο Τρύφων είναι φίλος μου και δε μου ήταν εύκολο. Άλλωστε, δεν έβρισκα και την ευκαιρία. Αλλά πλέον δεν αντέχω άλλο… Μου καίγονται τα σωθικά… Είμαι τρελός και παλαβός για σένα! Είσαι η πρώτη μου σκέψη όταν ξυπνάω και η τελευταία όταν ξυπνάω! Θέλω να νιώσω το άγγιγμα του γυμvoύ σου δέρματος πάνω στο δικό μου φλεγόμενο κορμί! Κοντεύω να τρελαθώ!
– Ξέρεις, ήθελα πάρα πολύ καιρό να στο πω, αλλά δεν ήξερα πώς… Βλέπεις, ο Τρύφων είναι φίλος μου και δε μου ήταν εύκολο. Άλλωστε, δεν έβρισκα και την ευκαιρία. Αλλά πλέον δεν αντέχω άλλο… Μου καίγονται τα σωθικά… Είμαι τρελός και παλαβός για σένα! Είσαι η πρώτη μου σκέψη όταν ξυπνάω και η τελευταία όταν ξυπνάω! Θέλω να νιώσω το άγγιγμα του γυμvoύ σου δέρματος πάνω στο δικό μου φλεγόμενο κορμί! Κοντεύω να τρελαθώ!
– ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!!!!!!!!!!!!!! Τι λες! Δεν ντρέπεσαι! Ο Τρύφων θα έπεφτε απ’ το γκρεμό για σένα κι εσύ τον πουλάς έτσι! Κι όχι μόνο αυτό, ατιμάζεις και μένα! Για ποια με πέρασες;;; Πώς θα ζήσω με τέτοια ντροπή! Πώς θα μπορέσω να αντικρίσω κατάματα τον άντρα μου και θα του ομολογήσω τη ντροπή αυτή δίχως να πιστέψει ότι σου κούνησα την ουρά μου! (και μήπως δεν είναι έτσι και στη ζωή ρε παιδιά…)
Και ξαφνικά, παίρνει φόρα (η χαίτη της ανέμιζε περήφανα στον άνεμο, τα μάτια της εδάκρυσαν από τον αέρα που της χτυπούσε ανελέητα το πρόσωπο και τα ζυγωματικά της τραβιούνταν προς τα πίσω από την υπερένταση) και τσουπ! Πέφτει κάτω από το γκρεμό!
Το βλέπει αυτό ο Ξενοφών και συνειδητοποιεί τι έχει κάνει και τρελαίνεται! Παθαίνει αμόκ! Βγάζει από το στόμα αφρούς, σηκώνεται στα πίσω πόδια ψηλά και χλιμιντρίζει με ένα κλάμα που σκίζει στα δύο το λαγκάδι. Αναφωνεί “Θεέ μου! Πώς το έκανα αυτό! Δεν άφηνα τον πόθο μου ανομολόγητο! Σκότωσα τη γυναίκα του καλύτερού μου φίλου με την εξομολόγηση! Πώς θα το πω στον καλύτερό μου φίλο και μάλιστα ότι την ώθησα στο θάνατο επειδή τη διπλάρωσα!”
Και παίρνει κι αυτός φόρα (όχι περήφανα αυτός, μην ξεχνάμε ήταν μπαγαπόντης) και τσουπ! Πηδάει κάτω από το γκρεμό!
Μετά από λίγο, επιστρέφει ο Τρύφων.
Δε βλέπει πουθενά ούτε τη Μερόπη ούτε τον Ξενοφώντα…
Αρχίζουν να τον ζώνουν τα φίδια, τα οποία ωστόσο φρόντισε γρήγορα να λιώσει με τις οπλές του. Φώναζε: Μερόπη! Ξενοφών! Καμία απάντηση. Μετά από λίγη ώρα ήρθαν κι άλλα φίδια και τον έζωσαν τα οποία πλέον ήσαν τόσα πολλά που δεν μπορούσε να τα λιώσει με τις οπλές του… Είχε αφοπλιστεί βλέπετε… Συνειδητοποίησε (ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε) το κακό που τον είχε βρει… Η Μερόπη κι ο Ξενοφών, εκμεταλλευόμενοι την απουσία του, τα έμπλεξαν και τον παράτησαν! Όχι Θεέ μου! Πώς θα ζήσω με τέτοια ατίμωση! Πώς θα ζήσω χωρίς το φως της ζωής μου; Πώς θα ζήσω ξέροντας ότι με πρόδωσε κι αυτή κι ο καλύτερός μου φίλος;
Παίρνει φόρα συντετριμμένος και τσουπ! Πηδάει και αυτός από το γκρεμό!
Και τότε ακούγεται μια φωνή από κάτω από το γκρεμό:
ΡΕ ΠΟΙΟΣ Μ@Λ@ΚΑΣ ΠΕΤΑΕΙ ΑΛΟΓΑ;;;;;;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου