Ψηλός, αδύνατος και λίγο κυρτός ο Ναπολέων με την χαρακτηριστική διανοητική υστέρηση περιδιάβαινε τους δρόμους και τις γειτονιές της πόλης μας στα χρόνια του...
1960. Αμίλητος και με ένα σπίτι- καλύβι ψηλά στο Κούρβουλο. Κατέβαινε μέχρι την αγορά και με εκείνο το συμπαθές βλέμμα μικρού παιδιού παρατηρούσε γύρω του τα πάντα για να εισπράττει συμπάθεια και αγάπη από όποιον τον συναντούσε.
Κάποια μέρα άφησε την διαδρομή που ακολουθούσε και έφθασε στην γειτονιά μας μέχρι τον Μερά. Αναστατώθηκε η αλάνα κάτω στον Αχίλλη μια που όλη την μέρα ιδιαίτερα το καλοκαίρι ήταν γεμάτη από παιδιά που δεν χόρταιναν παιχνίδι. Ο Ναπολέων, ο Ναπολέων ακούστηκε από πολλά χείλη και όλοι τρέξαμε κοντά του. Γύρω του γέμισε από παιδικές, χαρούμενες φάτσες αλλά και με διερευνητικά βλέμματα που κοιτούσαν τον απρόσμενο επισκέπτη. Είχαμε ακούσει για τον Ναπολέοντα, τον είχαμε δει στην αγορά και όσοι είχαμε πάει μέχρι το Κούρβουλο, αλλά για πρώτη φορά ερχόταν κοντά μας στο Μερά.
Βλέπαμε όλοι μας έναν πολύ ψηλό άνδρα που όμως το πρόσωπο του ήταν πρόσωπο μικρού παιδιού, πρόσωπο σαν το δικό μας, πρόσωπο γεμάτο αγνότητα με μάτια μικρά και λαμπερά, που μέσα τους διέκρινες το άδικο που πολλές φορές η φύση διαπράττει. Η διανοητική του υστέρηση δεν του επέτρεπε να επικοινωνεί με φυσιολογικό τρόπο. Δεν μιλούσε, δεν έγραφε παρά μόνο με το πρόσωπό του, άλλοτε χαρούμενο άλλοτε σκυθρωπό και με τα μάτια του άλλοτε λαμπερά άλλοτε θλιμμένα, έστελνε τα δικά του μηνύματα με τον δικό του κώδικα επικοινωνίας. Διέκρινε κανείς έναν φόβο σε έναν άνθρωπο που ήταν έτοιμος να το βάλει στα πόδια, αν εκδηλωνόταν από την πλευρά μας μια επιθετική διάθεση που, δυστυχώς, πολλές φορές συμβαίνει απέναντι σε προβληματικά και ανήμπορα άτομα.
Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη, η παρέα με τον Ναπολέοντα έγινε χαρούμενη, του μιλούσαμε πολύ φιλικά και αυτός λες και μεταμορφώθηκε από την πρώτη στιγμή που ήρθε, έγινε χαρούμενος, οι κινήσεις του ζωήρεψαν και ξάφνου με ελαφρά πηδηματάκια άρχισε να φεύγει κατευθυνόμενος προς την αγορά, αφήνοντάς μας να απορούμε για την ξαφνική του αυτή αντίδραση. Γυρίσαμε στο παιχνίδι μας να τρέχουμε πάνω κάτω με μια τρύπια λαστιχένια μπάλα όταν ο Ναπολέων διέκοψε και πάλι το παιχνίδι μας.
Έτρεχε χαρούμενος από μακριά προς το μέρος μας με την χούφτα του δεξιού του χεριού υψωμένη. Μπίλιες, μπίλιες φώναζε με τον τρόπο που μπορούσε να εκφραστεί. Τρέξαμε όλοι κοντά του και άρχισε να μας τις μοιράζει. Ήταν ένα από τα αγαπημένα μας παιχνίδια της εποχής και βλέποντας την χαρά μας τόσος πιο πολύ χαιρόταν και αυτός. Μια έκφραση απόλυτης ευτυχίας πλημμύρισε το πρόσωπό του, τα μάτια του άστραφταν από χαρά και χοροπηδούσε συνεχώς, σαν να ήθελε να φτάσει στον ουρανό.
Ήταν ένα μεγάλο παιδί που μπήκε εύκολα στην παιδική μας παρέα. Ένιωθε πως σκόρπιζε χαρά, πως επιτελούσε κάτι το πολύ σημαντικό, ένιωθε πως, επιτέλους, έγινε και αυτός ένας χρήσιμος άνθρωπος στην μικρή και άχαρη για αυτόν κοινωνία.
Το γεγονός αυτό στη συνέχεια έγινε καθημερινή εικόνα για την γειτονιά μας. Με τα λιγοστά του χρήματα ο Ναπολέων αγόραζε μπίλιες και από το Κούρβουλο κατηφόριζε στον Μερά, πανευτυχής που εκτελούσε το σημαντικό για αυτόν κοινωνικό έργο να μας κάνει χαρούμενους και να παίζει μαζί μας.
Ο Ναπολέων από το Κούρβουλο είχε καταφέρει να μας φέρει κοντά του, είχε ενώσει τις δύο διαμετρικά γειτονιές της πόλης το Κούρβουλο με τον Μερά, ο Ναπολέων ο Μέγας, ο δικός μας ταπεινός φίλος, μια φτωχική και αγνή ψυχή, που σήμερα είναι ένα λαμπρό αστέρι στον ουρανό.
Με αγάπη
Κυριάκος Ταταρίδης
1960. Αμίλητος και με ένα σπίτι- καλύβι ψηλά στο Κούρβουλο. Κατέβαινε μέχρι την αγορά και με εκείνο το συμπαθές βλέμμα μικρού παιδιού παρατηρούσε γύρω του τα πάντα για να εισπράττει συμπάθεια και αγάπη από όποιον τον συναντούσε.
Κάποια μέρα άφησε την διαδρομή που ακολουθούσε και έφθασε στην γειτονιά μας μέχρι τον Μερά. Αναστατώθηκε η αλάνα κάτω στον Αχίλλη μια που όλη την μέρα ιδιαίτερα το καλοκαίρι ήταν γεμάτη από παιδιά που δεν χόρταιναν παιχνίδι. Ο Ναπολέων, ο Ναπολέων ακούστηκε από πολλά χείλη και όλοι τρέξαμε κοντά του. Γύρω του γέμισε από παιδικές, χαρούμενες φάτσες αλλά και με διερευνητικά βλέμματα που κοιτούσαν τον απρόσμενο επισκέπτη. Είχαμε ακούσει για τον Ναπολέοντα, τον είχαμε δει στην αγορά και όσοι είχαμε πάει μέχρι το Κούρβουλο, αλλά για πρώτη φορά ερχόταν κοντά μας στο Μερά.
Βλέπαμε όλοι μας έναν πολύ ψηλό άνδρα που όμως το πρόσωπο του ήταν πρόσωπο μικρού παιδιού, πρόσωπο σαν το δικό μας, πρόσωπο γεμάτο αγνότητα με μάτια μικρά και λαμπερά, που μέσα τους διέκρινες το άδικο που πολλές φορές η φύση διαπράττει. Η διανοητική του υστέρηση δεν του επέτρεπε να επικοινωνεί με φυσιολογικό τρόπο. Δεν μιλούσε, δεν έγραφε παρά μόνο με το πρόσωπό του, άλλοτε χαρούμενο άλλοτε σκυθρωπό και με τα μάτια του άλλοτε λαμπερά άλλοτε θλιμμένα, έστελνε τα δικά του μηνύματα με τον δικό του κώδικα επικοινωνίας. Διέκρινε κανείς έναν φόβο σε έναν άνθρωπο που ήταν έτοιμος να το βάλει στα πόδια, αν εκδηλωνόταν από την πλευρά μας μια επιθετική διάθεση που, δυστυχώς, πολλές φορές συμβαίνει απέναντι σε προβληματικά και ανήμπορα άτομα.
Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη, η παρέα με τον Ναπολέοντα έγινε χαρούμενη, του μιλούσαμε πολύ φιλικά και αυτός λες και μεταμορφώθηκε από την πρώτη στιγμή που ήρθε, έγινε χαρούμενος, οι κινήσεις του ζωήρεψαν και ξάφνου με ελαφρά πηδηματάκια άρχισε να φεύγει κατευθυνόμενος προς την αγορά, αφήνοντάς μας να απορούμε για την ξαφνική του αυτή αντίδραση. Γυρίσαμε στο παιχνίδι μας να τρέχουμε πάνω κάτω με μια τρύπια λαστιχένια μπάλα όταν ο Ναπολέων διέκοψε και πάλι το παιχνίδι μας.
Έτρεχε χαρούμενος από μακριά προς το μέρος μας με την χούφτα του δεξιού του χεριού υψωμένη. Μπίλιες, μπίλιες φώναζε με τον τρόπο που μπορούσε να εκφραστεί. Τρέξαμε όλοι κοντά του και άρχισε να μας τις μοιράζει. Ήταν ένα από τα αγαπημένα μας παιχνίδια της εποχής και βλέποντας την χαρά μας τόσος πιο πολύ χαιρόταν και αυτός. Μια έκφραση απόλυτης ευτυχίας πλημμύρισε το πρόσωπό του, τα μάτια του άστραφταν από χαρά και χοροπηδούσε συνεχώς, σαν να ήθελε να φτάσει στον ουρανό.
Ήταν ένα μεγάλο παιδί που μπήκε εύκολα στην παιδική μας παρέα. Ένιωθε πως σκόρπιζε χαρά, πως επιτελούσε κάτι το πολύ σημαντικό, ένιωθε πως, επιτέλους, έγινε και αυτός ένας χρήσιμος άνθρωπος στην μικρή και άχαρη για αυτόν κοινωνία.
Το γεγονός αυτό στη συνέχεια έγινε καθημερινή εικόνα για την γειτονιά μας. Με τα λιγοστά του χρήματα ο Ναπολέων αγόραζε μπίλιες και από το Κούρβουλο κατηφόριζε στον Μερά, πανευτυχής που εκτελούσε το σημαντικό για αυτόν κοινωνικό έργο να μας κάνει χαρούμενους και να παίζει μαζί μας.
Ο Ναπολέων από το Κούρβουλο είχε καταφέρει να μας φέρει κοντά του, είχε ενώσει τις δύο διαμετρικά γειτονιές της πόλης το Κούρβουλο με τον Μερά, ο Ναπολέων ο Μέγας, ο δικός μας ταπεινός φίλος, μια φτωχική και αγνή ψυχή, που σήμερα είναι ένα λαμπρό αστέρι στον ουρανό.
Με αγάπη
Κυριάκος Ταταρίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου