«Με τα φώτα νυσταγμένα και βαριά / τριγυρνάνε οι νταλίκες στην Αθήνα», λένε οι πρώτοι δύο στίχοι του τραγουδιού «Οι νταλίκες» των Ρασούλη και Νικολόπουλου. Βέβαια, νταλίκα είναι, σύμφωνα με...
το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, το «φορτηγό αυτοκίνητο πολύ μεγάλων διαστάσεων, που χρησιμοποιείται κυρίως για διεθνείς μεταφορές».
Το λεξικό δίνει και σαν δεύτερη σημασία της λέξης «νταλίκα» τον ορισμό «κοινή ονομασία μεγάλου αρθρωτού λεωφορείου», κάτι που μου φαίνεται μάλλον παράξενο, μιας και πρώτη φορά ακούω για οποιοδήποτε λεωφορείο να λέγεται νταλίκα. Μου πάει περισσότερο ο ορισμός του Μείζονος Ελληνικού Λεξικού, που λέει πως η νταλίκα είναι ένα «μεγάλο ρυμουλκούμενο όχημα από φορτηγό αυτοκίνητο».
Η λέξη παράγεται από τον τουρκικό όρο «talika», που σημαίνει «σκεπαστό όχημα, κάρο». Δε ξέρω τώρα κατά πόσον απογοητεύω τους νταλικέρηδες, αλλά τι να κάνουμε, είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο πως οδηγούν ένα κάρο τουρκικής προελεύσεως. Όσο μεγάλο κι αν είναι αυτό, όσο επιβλητικό, έτσι όπως το βλέπουμε στις εθνικές οδούς φωταγωγημένο σαν κρουαζιερόπλοιο, να διασχίζει αγέρωχα τις ανοιχτωσιές, σκορπίζοντας το δέος στους αυτοκινητιστές και τους μοτοσικλετιστές, που μεριάζουν στο διάβα του.
Το να είναι κάποιος στο τιμόνι μιας νταλίκας περιποιεί τιμή στον οδηγό της, ο οποίος, από το ύψος της καμπίνας του, αντιμετωπίζει όλους τους υπόλοιπους με συγκατάβαση, στην καλύτερη περίπτωση. Μέχρι βέβαια να διπλώσει η νταλίκα σε κάνα παγωμένο δρόμο, κλείνοντας την κυκλοφορία, με αποτέλεσμα όλοι να αγριοκοιτούν τον νταλικέρη, όπως συμβαίνει επίσης όταν αυτός αναγκάζει τους πάντες που έρχονται πίσω του σε κάποιον ορεινό στενό δρόμο, να συμμορφωθούν με τη χαμηλή ταχύτητά του. Τότε λέμε πως μας «πάει καροτσάκι». Κι αν αυτοί αγανακτήσουν, έ, ο βασιλιάς των δρόμων τους βάζει στη θέση τους με ευγλωττία – το Λεξικό λέει πως εάν κάποιος «βρίζει σαν νταλικέρης», σημαίνει πως βρίζει πολύ άσχημα.
ΠΗΓΗ
το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, το «φορτηγό αυτοκίνητο πολύ μεγάλων διαστάσεων, που χρησιμοποιείται κυρίως για διεθνείς μεταφορές».
Το λεξικό δίνει και σαν δεύτερη σημασία της λέξης «νταλίκα» τον ορισμό «κοινή ονομασία μεγάλου αρθρωτού λεωφορείου», κάτι που μου φαίνεται μάλλον παράξενο, μιας και πρώτη φορά ακούω για οποιοδήποτε λεωφορείο να λέγεται νταλίκα. Μου πάει περισσότερο ο ορισμός του Μείζονος Ελληνικού Λεξικού, που λέει πως η νταλίκα είναι ένα «μεγάλο ρυμουλκούμενο όχημα από φορτηγό αυτοκίνητο».
Η λέξη παράγεται από τον τουρκικό όρο «talika», που σημαίνει «σκεπαστό όχημα, κάρο». Δε ξέρω τώρα κατά πόσον απογοητεύω τους νταλικέρηδες, αλλά τι να κάνουμε, είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο πως οδηγούν ένα κάρο τουρκικής προελεύσεως. Όσο μεγάλο κι αν είναι αυτό, όσο επιβλητικό, έτσι όπως το βλέπουμε στις εθνικές οδούς φωταγωγημένο σαν κρουαζιερόπλοιο, να διασχίζει αγέρωχα τις ανοιχτωσιές, σκορπίζοντας το δέος στους αυτοκινητιστές και τους μοτοσικλετιστές, που μεριάζουν στο διάβα του.
Το να είναι κάποιος στο τιμόνι μιας νταλίκας περιποιεί τιμή στον οδηγό της, ο οποίος, από το ύψος της καμπίνας του, αντιμετωπίζει όλους τους υπόλοιπους με συγκατάβαση, στην καλύτερη περίπτωση. Μέχρι βέβαια να διπλώσει η νταλίκα σε κάνα παγωμένο δρόμο, κλείνοντας την κυκλοφορία, με αποτέλεσμα όλοι να αγριοκοιτούν τον νταλικέρη, όπως συμβαίνει επίσης όταν αυτός αναγκάζει τους πάντες που έρχονται πίσω του σε κάποιον ορεινό στενό δρόμο, να συμμορφωθούν με τη χαμηλή ταχύτητά του. Τότε λέμε πως μας «πάει καροτσάκι». Κι αν αυτοί αγανακτήσουν, έ, ο βασιλιάς των δρόμων τους βάζει στη θέση τους με ευγλωττία – το Λεξικό λέει πως εάν κάποιος «βρίζει σαν νταλικέρης», σημαίνει πως βρίζει πολύ άσχημα.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου