Από το 1990, το ποσοστό των παντρεμένων γυναικών που έχουν παραδεχτεί ότι απάτησαν έχει αυξηθεί κατά (κρατηθείτε) 40%! Η έκπληξη όμως δεν είναι μόνον αυτή. Πόσο πιστεύετε ότι έχει αλλάξει το...
αντίστοιχο ποσοστό για τους άντρες; Μηδέν! Με άλλα λόγια, οι άντρες, όσο απατούσαν το 1989, απατούν και τώρα. Είναι μεταξύ των γυναικών που κάτι φαίνεται πως άλλαξε.
Με το θέμα αυτό καταπιάνεται η συγγραφέας Esther Perel στο νέο της βιβλίο «State of Affairs: Rethinking Infidelity» απ’ όπου προέρχεται και το παραπάνω στατιστικό εύρημα. Όπως δήλωσε η ίδια, μιλώντας στο «The Cut», οι γυναίκες που απατούν (ή που έστω είναι πρόθυμες να το παραδεχτούν), είναι περισσότερες από ποτέ!
Ωστόσο, τι είναι αυτό που συμβαίνει στις οικογένειες και έχει φέρει την εντυπωσιακή αλλαγή στους αριθμούς; Τι έχει αλλάξει στο ζήτημα της μονογαμίας τα τελευταία 27 χρόνια; Και γιατί τόσες πολλές γυναίκες άρχισαν να αισθάνονται ότι έχουν δικαίωμα σε μια συμπεριφορά που τα παλιότερα χρόνια, αν και δεν ήταν ηθικά επιτρεπτό, εντούτοις θεωρούταν προνόμιο των αντρών;
Όπως επισημαίνει η αρθρογράφος Kim Brooks, η ίδια έχει διάφορες φίλες που αν και εξωτερικά μοιάζουν να ζουν μια τυπική οικογενειακή ζωή και ρουτίνα, στην πραγματικότητα και προς έκπληξη της ίδιας όταν το μάθε, προχωρούν σε απιστία. Είτε σποραδικά, είτε -ακόμη- και σε τακτική βάση.
Αυτό που την εντυπωσίασε, όπως γράφει, δεν ήταν ότι οι φίλες της απατούσαν, αλλά ότι δεν είχαν καμία συστολή στο πώς περιέγραφαν της εξωσυζυγικές περιπέτειες. Ήθελαν να το κρύψουν, αλλά δεν ντρεπόντουσαν γι’ αυτό. Συχνά, αγαπούσαν τους συζύγους τους, αλλά ένιωθαν έντονα ότι οι ανάγκες τους (σεξουαλικές, συναισθηματικές, ψυχολογικές) δεν εκπληρωνόντουσαν μέσα στον γάμο τους. «Το γεγονός είναι ότι είμαι καλύτερη με τον άντρα μου, όταν έχω κάτι ιδιαίτερο που τρέχει παράλληλα που είναι μόνο για μένα», παραδέχτηκε μία από τις… άπιστες φίλες, εξηγώντας ότι είναι πιο ευγενική και τρυφερή, πιο υπομονετική και λιγότερο «σκύλα».
«Αυτές οι γυναίκες περιέγραφαν την απιστία, όχι σαν ‘παράβαση’, αλλά ως μια δημιουργική ή ακόμα και ανατρεπτική πράξη, μια διαμαρτυρία ενάντια σε έναν θεσμό που είχαν βιώσει σαν ασφυκτικό ή καταπιεστικό. Σε παλιότερες γενιές, αυτό μπορεί να είχε πάρει τη μορφή χωρισμού ή διαζυγίου, αλλά τώρα, όπως φαίνεται, όλο και περισσότερες γυναίκες είναι απρόθυμες να διαλύσουν γάμο και οικογένειες που έχτιζαν για χρόνια ή δεκαετίες. Ήταν επίσης απρόθυμες να υπομείνουν το στίγμα ενός ‘ανοιχτού γάμου’», σχολιάζει η αρθρογράφος και υπογραμμίζει: «Αυτές οι γυναίκες στρέφονται στην απιστία, όχι με σκοπό να διαλύσουν τον γάμο τους, αλλά αντιθέτως προκειμένου να τον διατηρήσουν»!
«Ενώ οι συνηθισμένες περιγραφές της γυναικείας απιστίας, συχνά θεωρούν την άπιστη γυναίκα ως παθητικό μέρος, οι γυναίκες με τις οποίες μίλησαν, έμοιαζαν να έχουν τον έλεγχο της πράξης τους», γράφει, κάνοντας λόγο για μια νέα προσέγγιση του όλου θέματος.
Η κοινωνιολόγος Alicia Walker σε περσινό της σύγγραμα, αναπτύσσει την ιδέα της γυναικείας απιστίας σαν μια ανατροπή των παραδοσιακών ρόλων των φύλων. Βασιζόμενη σε 40 συνεντεύξεις γυναικών που είχαν εξωσυζυγικές σχέσεις, προσπάθησε να διερευνήσει ποιες αιτίες ώθησαν τις συζύγους σε απιστία. Σε αντίθεση, λοιπόν, με ό,τι θα πίστευαν οι περισσότερο, ότι δηλαδή αιτία της απιστίας θα ήταν η ακατανίκητη επιθυμία να δραπετεύσουν από έναν άσχημο γάμο, στην πραγματικότητα πολλές από τις γυναίκες αυτές είχαν ένα πλήρως λειτουργικό γάμο και παραδέχτηκαν ότι ήθελαν τους άντρες τους καθώς είχαν φτιάξει μαζί μια κοινή ζωή. Την ίδια στιγμή, όμως, έβρισκαν την έγγαμη ζωή βαρετή και περιοριστική, ενώ ταυτόχρονα εμφανίζονταν άκρως ενοχλημένες από το γεγονός ότι ως γυναίκες είχαν να φέρουν εις πέρας ένα δυσανάλογο ποσοστό αφανούς εργασίας προκειμένου να διατηρηθεί ο τρόπος ζωής τους. Μια μαρτυρία γυναίκας στο βιβλίο της Walker αναφέρει ότι ενώ ο άντρας της λειτουργούσε σαν ένα ικανότατος ενήλικας στον έξω κόσμο, στο σπίτι η ίδια ένιωθε ότι είχε να κάνει με «ένα ακόμη παιδί που πρέπει να φροντίσω».
Πολλές γυναίκες παραπονιούνται ότι ακόμη και αν οι δουλειές του νοικοκυριού μοιράζονται στα ίσα πλέον, είναι οι ίδιες που φροντίζουν κυρίως για την κοινή κοινωνική ζωή, ενώ ο άντρας είναι «του σπιτιού». Και όπως η Perel συχνά γράφει στο βιβλίο της ελάχιστα υπάρχουν που να καταστρέφουν την ερωτική επιθυμία όσο αυτή η ανάληψη αρμοδιοτήτων και αυτή η εμπλοκή.
«Νομίζω ότι υπάρχει μια απίστευτη έντονη ενόχληση στις γυναίκες σχετικά με την κατανομή της εργασίας», δήλωσε η κοινωνιολόγος Lisa Wade, σχολιάζοντας τα παραπάνω. «Και αυτό που οι κοινωνικοί επιστήμονες ανακαλύπτουν τώρα είναι ότι υπάρχει μια συσχέτιση μεταξύ της ίσης κατανομής της εργασίας και του καλύτερου σεξ».
Ανεξάρτητα από το πόση προσοχή έχει δοθεί σε αυτά τα θέματα, η Wade είπε, «αυτά τα είδη πολιτιστικών πεποιθήσεων διατηρούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα. Διατηρούνται με τρόπους που είναι συχνά αόρατοι. Πολλές γυναίκες έχουν προσπαθήσει να αντιμετωπίσουν αυτά τα προβλήματα και έχουν αντιμετωπίσει πεισματική αντιδράση από τους συζύγους. Νιώθουν ότι δεν υπάρχει τρόπος να κερδίσουν αυτήν τη μάχη. Ίσως λοιπόν τώρα που οι ίδιες οι γυναίκες αποφασίζουν, κρίνουν ότι η απιστία είναι ένας τρίτος δρόμος».
Φυσικά, αυτός ο «τρίτος δρόμος» δεν είναι προσβάσιμος για όλες τις γυναίκες, παρότι όλο και περισσότερες τον επιλέγουν. Συνήθως είναι γυναίκες που νιώθουν οικονομικά σίγουρες και αρκετά ανεξάρτητες ώστε να αναλάβουν το ρίσκο του ενδεχόμενου χωρισμού. Αυτές οι γυναίκες, όπως λέει η αρθρογράφος, δεν βρίσκουν καμία έκφραση ευαισθησίας ή καλής θέλησης από την πλευρά του συζύγου, μπορεί να τις γλυτώσει από το γεγονός ότι σε κάθε πεδίο -από τον γάμο μέχρι τη δουλειά και την ανατροφή των παιδιών- κάνουν περισσότερα από όσα τους αναλογούν. Όπως το θέτει και η Wade: «Το να τους κρατάς όλους χαρούμενους είναι τόσο σύνθετο, που για πολλές γυναίκες το να ξεκινήσουν μια μεγάλη συζήτηση για τη σεξουαλική τους ικανοποίηση, φαίνεται απλά μια κακιά ιδέα. Τώρα λέμε στις γυναίκες ότι μπορούν να τα έχουν όλα, μπορούν να εργαστούν και να έχουν μια οικογένεια και αξίζουν να είναι σεξουαλικά ικανοποιημένες. Και τότε, όταν τα αποκτήσουν όλα, είναι τόσο άθλια ή αφόρητα, ή συνειδητοποιούν ότι ο γάμος δεν εντελώς διαλυμένος, και ίσως η εξωσυζυγική σχέση είναι το νέο σχέδιο Β».
Η αρθρογράφος έλεγξε την παραπάνω ιδέα σε πολλές φίλες της οι οποίες και συμφώνησαν. Πριν από 20 ή 30 χρόνια, θα προχωρούσαν ίσως σε διαζύγιο, επειδή σίγουρα θα υπήρχε ένας άλλος άντρας εκεί έξω που θα μπορούσε να τα πάει καλύτερα, που θα μπορούσε να τις ικανοποιεί πλήρως. Πολλές από αυτές τις φίλες είναι κόρες χωρισμένων ζευγαριών και έζησαν στο πετσί τους τις δυσκολίες και τα ψυχικά τραύματα του διαζυγίου.
Ένα ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί εν τέλει οι γυναίκες παντρεύονται ακόμη, όταν όλες οι στατιστικές δείχνουν ότι ο γάμος δεν τις κάνει και τόσο ευτυχισμένες; Η ίδια η αρθρογράφος, μετά από 15 χρόνια γάμου, παραδέχεται ότι ο θεσμός, αλλά και ο ίδιος ο γάμος της, εξακολουθούν να την βάζουν σε σκέψεις. «Την εποχή που παντρεύτηκα, ο γάμος έμοιαζε πανάκεια. Ήταν ο δεσμός που θα προσέφερε ασφάλεια, αγάπη, φιλία, σιγουριά και συναίσθημα – η ευκαιρία να αποκτήσεις παιδιά κι ένα ωραίο σερβίτσιο, να σε συστήνουν ως η σύζυγος κάποιου», περιγράφει η ίδια η αρθρογράφος, προσθέτοντας και το στοιχεία της νοηματοδότησης της ζωής.
Μπορεί οι παραπάνω, άπιστες γυναίκες, να εκτιμούσαν τον γάμο γι’ αυτά που θα μπορούσε να τους προσφέρει και να απευθυνόντουσαν κάπου άλλου για τα υπόλοιπα, αποδεχόμενες την απόσταση που χωρίζει την ιδεατή κατάσταση και την πραγματικότητα. Να έβλεπαν, τον γάμο γι’ αυτό που ήταν, και όχι γι’ αυτό που άλλοι τους έλεγαν και τους υποσχόντουσαν ότι θα ήταν.
«Η φίλη μου, μου είπε ότι αισθάνθηκε ότι αυτός ο τρόπος σκέψης ήταν η μόνη απάντηση, καθώς και ο τρόπος που συμβιβάζει τα όσα σκεφτόταν για τη σχέση. Είπε ότι συνήθιζε να συγκρίνει τον γάμο της με αυτόν των γονιών της, που πάντα έμοιαζαν ερωτευμένοι. «Μέχρι το τέλος της ζωής της μητέρας μου κοιμόντουσαν μαζί κάθε βράδυ σε ένα διπλό κρεβάτι… ούτε καν σε υπέρ-διπλο. Ωστόσο, ήταν απαίσιοι και ναρκισσιστές, προσφέροντας ελάχιστα στα παιδιά τους». Η φίλη μου ένιωθε ότι η ίδια και ο σύζυγός της ήταν πολύ καλύτεροι γονείς, ασχολούνταν πολύ περισσότερο με τα παιδιά τους. «Αλλά συχνά,» συνέχισε, «μπορεί να αισθάνομαι λες και ο σύζυγός μου και εγώ τρέχουμε μαζί μια οικογενειακή επιχείρηση και ότι η συναισθηματική μας οικειότητα αποτελείται από κουτσομπολιά για τους φίλους μας και από την παρακολούθηση του Game of Thrones. Μερικές φορές, αναρωτιέμαι αν όταν τα παιδιά φύγουν από εμάς, αν θα πρέπει είτε: α) να προχωρήσω σε μια παθιασμένη εξωσυζυγική σχέση, είτε β) να βρω έναν άλλο άντρα. Μπορεί τελικά να μην κάνω τίποτα, όμως φαίνεται ότι το α) είναι πολύ πιθανότερο από το β). Δεν τρέφω ψευδαισθήσεις ότι αν παντρευτώ κάποιον άλλο, θα γίνω πιο ευτυχισμένη, τουλάχιστον όχι πια»».
ΠΗΓΗ
αντίστοιχο ποσοστό για τους άντρες; Μηδέν! Με άλλα λόγια, οι άντρες, όσο απατούσαν το 1989, απατούν και τώρα. Είναι μεταξύ των γυναικών που κάτι φαίνεται πως άλλαξε.
Με το θέμα αυτό καταπιάνεται η συγγραφέας Esther Perel στο νέο της βιβλίο «State of Affairs: Rethinking Infidelity» απ’ όπου προέρχεται και το παραπάνω στατιστικό εύρημα. Όπως δήλωσε η ίδια, μιλώντας στο «The Cut», οι γυναίκες που απατούν (ή που έστω είναι πρόθυμες να το παραδεχτούν), είναι περισσότερες από ποτέ!
Ωστόσο, τι είναι αυτό που συμβαίνει στις οικογένειες και έχει φέρει την εντυπωσιακή αλλαγή στους αριθμούς; Τι έχει αλλάξει στο ζήτημα της μονογαμίας τα τελευταία 27 χρόνια; Και γιατί τόσες πολλές γυναίκες άρχισαν να αισθάνονται ότι έχουν δικαίωμα σε μια συμπεριφορά που τα παλιότερα χρόνια, αν και δεν ήταν ηθικά επιτρεπτό, εντούτοις θεωρούταν προνόμιο των αντρών;
Όπως επισημαίνει η αρθρογράφος Kim Brooks, η ίδια έχει διάφορες φίλες που αν και εξωτερικά μοιάζουν να ζουν μια τυπική οικογενειακή ζωή και ρουτίνα, στην πραγματικότητα και προς έκπληξη της ίδιας όταν το μάθε, προχωρούν σε απιστία. Είτε σποραδικά, είτε -ακόμη- και σε τακτική βάση.
Αυτό που την εντυπωσίασε, όπως γράφει, δεν ήταν ότι οι φίλες της απατούσαν, αλλά ότι δεν είχαν καμία συστολή στο πώς περιέγραφαν της εξωσυζυγικές περιπέτειες. Ήθελαν να το κρύψουν, αλλά δεν ντρεπόντουσαν γι’ αυτό. Συχνά, αγαπούσαν τους συζύγους τους, αλλά ένιωθαν έντονα ότι οι ανάγκες τους (σεξουαλικές, συναισθηματικές, ψυχολογικές) δεν εκπληρωνόντουσαν μέσα στον γάμο τους. «Το γεγονός είναι ότι είμαι καλύτερη με τον άντρα μου, όταν έχω κάτι ιδιαίτερο που τρέχει παράλληλα που είναι μόνο για μένα», παραδέχτηκε μία από τις… άπιστες φίλες, εξηγώντας ότι είναι πιο ευγενική και τρυφερή, πιο υπομονετική και λιγότερο «σκύλα».
«Αυτές οι γυναίκες περιέγραφαν την απιστία, όχι σαν ‘παράβαση’, αλλά ως μια δημιουργική ή ακόμα και ανατρεπτική πράξη, μια διαμαρτυρία ενάντια σε έναν θεσμό που είχαν βιώσει σαν ασφυκτικό ή καταπιεστικό. Σε παλιότερες γενιές, αυτό μπορεί να είχε πάρει τη μορφή χωρισμού ή διαζυγίου, αλλά τώρα, όπως φαίνεται, όλο και περισσότερες γυναίκες είναι απρόθυμες να διαλύσουν γάμο και οικογένειες που έχτιζαν για χρόνια ή δεκαετίες. Ήταν επίσης απρόθυμες να υπομείνουν το στίγμα ενός ‘ανοιχτού γάμου’», σχολιάζει η αρθρογράφος και υπογραμμίζει: «Αυτές οι γυναίκες στρέφονται στην απιστία, όχι με σκοπό να διαλύσουν τον γάμο τους, αλλά αντιθέτως προκειμένου να τον διατηρήσουν»!
«Ενώ οι συνηθισμένες περιγραφές της γυναικείας απιστίας, συχνά θεωρούν την άπιστη γυναίκα ως παθητικό μέρος, οι γυναίκες με τις οποίες μίλησαν, έμοιαζαν να έχουν τον έλεγχο της πράξης τους», γράφει, κάνοντας λόγο για μια νέα προσέγγιση του όλου θέματος.
Η κοινωνιολόγος Alicia Walker σε περσινό της σύγγραμα, αναπτύσσει την ιδέα της γυναικείας απιστίας σαν μια ανατροπή των παραδοσιακών ρόλων των φύλων. Βασιζόμενη σε 40 συνεντεύξεις γυναικών που είχαν εξωσυζυγικές σχέσεις, προσπάθησε να διερευνήσει ποιες αιτίες ώθησαν τις συζύγους σε απιστία. Σε αντίθεση, λοιπόν, με ό,τι θα πίστευαν οι περισσότερο, ότι δηλαδή αιτία της απιστίας θα ήταν η ακατανίκητη επιθυμία να δραπετεύσουν από έναν άσχημο γάμο, στην πραγματικότητα πολλές από τις γυναίκες αυτές είχαν ένα πλήρως λειτουργικό γάμο και παραδέχτηκαν ότι ήθελαν τους άντρες τους καθώς είχαν φτιάξει μαζί μια κοινή ζωή. Την ίδια στιγμή, όμως, έβρισκαν την έγγαμη ζωή βαρετή και περιοριστική, ενώ ταυτόχρονα εμφανίζονταν άκρως ενοχλημένες από το γεγονός ότι ως γυναίκες είχαν να φέρουν εις πέρας ένα δυσανάλογο ποσοστό αφανούς εργασίας προκειμένου να διατηρηθεί ο τρόπος ζωής τους. Μια μαρτυρία γυναίκας στο βιβλίο της Walker αναφέρει ότι ενώ ο άντρας της λειτουργούσε σαν ένα ικανότατος ενήλικας στον έξω κόσμο, στο σπίτι η ίδια ένιωθε ότι είχε να κάνει με «ένα ακόμη παιδί που πρέπει να φροντίσω».
Πολλές γυναίκες παραπονιούνται ότι ακόμη και αν οι δουλειές του νοικοκυριού μοιράζονται στα ίσα πλέον, είναι οι ίδιες που φροντίζουν κυρίως για την κοινή κοινωνική ζωή, ενώ ο άντρας είναι «του σπιτιού». Και όπως η Perel συχνά γράφει στο βιβλίο της ελάχιστα υπάρχουν που να καταστρέφουν την ερωτική επιθυμία όσο αυτή η ανάληψη αρμοδιοτήτων και αυτή η εμπλοκή.
«Νομίζω ότι υπάρχει μια απίστευτη έντονη ενόχληση στις γυναίκες σχετικά με την κατανομή της εργασίας», δήλωσε η κοινωνιολόγος Lisa Wade, σχολιάζοντας τα παραπάνω. «Και αυτό που οι κοινωνικοί επιστήμονες ανακαλύπτουν τώρα είναι ότι υπάρχει μια συσχέτιση μεταξύ της ίσης κατανομής της εργασίας και του καλύτερου σεξ».
Ανεξάρτητα από το πόση προσοχή έχει δοθεί σε αυτά τα θέματα, η Wade είπε, «αυτά τα είδη πολιτιστικών πεποιθήσεων διατηρούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα. Διατηρούνται με τρόπους που είναι συχνά αόρατοι. Πολλές γυναίκες έχουν προσπαθήσει να αντιμετωπίσουν αυτά τα προβλήματα και έχουν αντιμετωπίσει πεισματική αντιδράση από τους συζύγους. Νιώθουν ότι δεν υπάρχει τρόπος να κερδίσουν αυτήν τη μάχη. Ίσως λοιπόν τώρα που οι ίδιες οι γυναίκες αποφασίζουν, κρίνουν ότι η απιστία είναι ένας τρίτος δρόμος».
Φυσικά, αυτός ο «τρίτος δρόμος» δεν είναι προσβάσιμος για όλες τις γυναίκες, παρότι όλο και περισσότερες τον επιλέγουν. Συνήθως είναι γυναίκες που νιώθουν οικονομικά σίγουρες και αρκετά ανεξάρτητες ώστε να αναλάβουν το ρίσκο του ενδεχόμενου χωρισμού. Αυτές οι γυναίκες, όπως λέει η αρθρογράφος, δεν βρίσκουν καμία έκφραση ευαισθησίας ή καλής θέλησης από την πλευρά του συζύγου, μπορεί να τις γλυτώσει από το γεγονός ότι σε κάθε πεδίο -από τον γάμο μέχρι τη δουλειά και την ανατροφή των παιδιών- κάνουν περισσότερα από όσα τους αναλογούν. Όπως το θέτει και η Wade: «Το να τους κρατάς όλους χαρούμενους είναι τόσο σύνθετο, που για πολλές γυναίκες το να ξεκινήσουν μια μεγάλη συζήτηση για τη σεξουαλική τους ικανοποίηση, φαίνεται απλά μια κακιά ιδέα. Τώρα λέμε στις γυναίκες ότι μπορούν να τα έχουν όλα, μπορούν να εργαστούν και να έχουν μια οικογένεια και αξίζουν να είναι σεξουαλικά ικανοποιημένες. Και τότε, όταν τα αποκτήσουν όλα, είναι τόσο άθλια ή αφόρητα, ή συνειδητοποιούν ότι ο γάμος δεν εντελώς διαλυμένος, και ίσως η εξωσυζυγική σχέση είναι το νέο σχέδιο Β».
Η αρθρογράφος έλεγξε την παραπάνω ιδέα σε πολλές φίλες της οι οποίες και συμφώνησαν. Πριν από 20 ή 30 χρόνια, θα προχωρούσαν ίσως σε διαζύγιο, επειδή σίγουρα θα υπήρχε ένας άλλος άντρας εκεί έξω που θα μπορούσε να τα πάει καλύτερα, που θα μπορούσε να τις ικανοποιεί πλήρως. Πολλές από αυτές τις φίλες είναι κόρες χωρισμένων ζευγαριών και έζησαν στο πετσί τους τις δυσκολίες και τα ψυχικά τραύματα του διαζυγίου.
Ένα ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί εν τέλει οι γυναίκες παντρεύονται ακόμη, όταν όλες οι στατιστικές δείχνουν ότι ο γάμος δεν τις κάνει και τόσο ευτυχισμένες; Η ίδια η αρθρογράφος, μετά από 15 χρόνια γάμου, παραδέχεται ότι ο θεσμός, αλλά και ο ίδιος ο γάμος της, εξακολουθούν να την βάζουν σε σκέψεις. «Την εποχή που παντρεύτηκα, ο γάμος έμοιαζε πανάκεια. Ήταν ο δεσμός που θα προσέφερε ασφάλεια, αγάπη, φιλία, σιγουριά και συναίσθημα – η ευκαιρία να αποκτήσεις παιδιά κι ένα ωραίο σερβίτσιο, να σε συστήνουν ως η σύζυγος κάποιου», περιγράφει η ίδια η αρθρογράφος, προσθέτοντας και το στοιχεία της νοηματοδότησης της ζωής.
Μπορεί οι παραπάνω, άπιστες γυναίκες, να εκτιμούσαν τον γάμο γι’ αυτά που θα μπορούσε να τους προσφέρει και να απευθυνόντουσαν κάπου άλλου για τα υπόλοιπα, αποδεχόμενες την απόσταση που χωρίζει την ιδεατή κατάσταση και την πραγματικότητα. Να έβλεπαν, τον γάμο γι’ αυτό που ήταν, και όχι γι’ αυτό που άλλοι τους έλεγαν και τους υποσχόντουσαν ότι θα ήταν.
«Η φίλη μου, μου είπε ότι αισθάνθηκε ότι αυτός ο τρόπος σκέψης ήταν η μόνη απάντηση, καθώς και ο τρόπος που συμβιβάζει τα όσα σκεφτόταν για τη σχέση. Είπε ότι συνήθιζε να συγκρίνει τον γάμο της με αυτόν των γονιών της, που πάντα έμοιαζαν ερωτευμένοι. «Μέχρι το τέλος της ζωής της μητέρας μου κοιμόντουσαν μαζί κάθε βράδυ σε ένα διπλό κρεβάτι… ούτε καν σε υπέρ-διπλο. Ωστόσο, ήταν απαίσιοι και ναρκισσιστές, προσφέροντας ελάχιστα στα παιδιά τους». Η φίλη μου ένιωθε ότι η ίδια και ο σύζυγός της ήταν πολύ καλύτεροι γονείς, ασχολούνταν πολύ περισσότερο με τα παιδιά τους. «Αλλά συχνά,» συνέχισε, «μπορεί να αισθάνομαι λες και ο σύζυγός μου και εγώ τρέχουμε μαζί μια οικογενειακή επιχείρηση και ότι η συναισθηματική μας οικειότητα αποτελείται από κουτσομπολιά για τους φίλους μας και από την παρακολούθηση του Game of Thrones. Μερικές φορές, αναρωτιέμαι αν όταν τα παιδιά φύγουν από εμάς, αν θα πρέπει είτε: α) να προχωρήσω σε μια παθιασμένη εξωσυζυγική σχέση, είτε β) να βρω έναν άλλο άντρα. Μπορεί τελικά να μην κάνω τίποτα, όμως φαίνεται ότι το α) είναι πολύ πιθανότερο από το β). Δεν τρέφω ψευδαισθήσεις ότι αν παντρευτώ κάποιον άλλο, θα γίνω πιο ευτυχισμένη, τουλάχιστον όχι πια»».
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου