Ας ξεχάσουμε την εικόνα κι ας συγκεντρωθούμε μόνο στη φωνή: την ακούμε να διηγείται, σε εξαιρετικά ελληνικά, ιστορίες ζωντανές, να γελάει με τα όσα λέει αλλά και με τα πειράγματά μας.
Αποφεύγει τον διδακτισμό, μοιράζει απλόχερα ευχές και είναι πρόθυμη να αποκαλύψει όλα της τα μυστικά.
Μυστικά ζωής ή καλύτερα, μακροζωίας.
Δεν μπερδεύεται, δεν χάνει τον ειρμό των σκέψεών της, δεν διακόπτει, δεν μονοπωλεί τη συζήτηση.
Αν τώρα βάλουμε στο ηχητικό και την εικόνα, δεν πιστεύουμε στα μάτια μας.
Μια γυναίκα περιποιημένη, εξαιρετικά καλά στην υγεία της, που τρέχει (στην κυριολεξία, κι ας χρησιμοποιεί βοήθημα) για να φτάσει στον αργαλειό της, που σκαρφαλώνει (και πάλι στην κυριολεξία) για να κάτσει επάνω του και που όλα αυτά τα κάνει για πάνω από 100 χρόνια.
Η Ιωάννα Πρωίου είναι 106 ετών, ξακουστή υφάντρα και Ικαριώτισσα.
Τον χειμώνα μένει με την οικογένειά της στην Αθήνα και το καλοκαίρι είναι στην Ικαρία…
Όταν ξεπεράσεις το πρώτο σοκ της απίστευτης αυτής εικόνας, θέλεις να κάνεις τα πάντα για να γίνετε φίλες. Και πώς να μη θες, όταν σε αποστομώνει λέγοντας:
«Έρχονται να με δουν απ’ όλο τον κόσμο για να μάθουν γιατί ζω ακόμη».
«Και λοιπόν;».
«Και με χαζομεράνε, πουλάκι μου!».
Η Ιωάννα Πρωίου Δημητριάδου γεννήθηκε στις Ράχες Ικαρίας, το 1911 (θυμίζουμε ότι οι Τούρκοι από το νησί έφυγαν έναν χρόνο μετά).
Ήταν το 12ο μεταξύ δεκατριών παιδιών. Η μητέρα της, Ευθυμία, γεννημένη το 1870, ήταν από τις καλύτερες υφάντρες του νησιού.
Καλύτερη μαθήτριά της ήταν η μικρή Ιωάννα.
«Με μεγάλωσε η μητέρα μου κάτω από το αργαλειό. Είχε ένα σεντούκι ανοιχτό και μωρό που ήμουν με είχε απιθώσει στο ανοιχτό του καπάκι, που ήταν κοίλο.
Με το ένα πόδι δούλευε στο αργαλειό και με το άλλο κούναγε εμένα. Εκεί με μεγάλωσε, μέσα στα χνούδια και τις κλωστές. Το πρώτο παιχνίδι που μου ‘δωσε στα χέρια για να μην κλαίω, ήταν μια κλωστή από ένα χοντρό μάλλινο νήμα. Εγώ έπαιζα με την χοντρή κλωστή, τράβαγα τα νήματα και τόσο ξελογιάστηκα που ξέχασα το κλάμα και μπόρεσε η μάνα μου να κάνει τη δουλειά της.
«Έφτιαχνε παραγγελίες υφαντά και ζούσαμε. Τότε ο κόσμος ντυνόταν με υφαντά – από πανάκια για μωρά, μέχρι εσώρουχα. Υφάσματα ρολό φτιάχναμε – για σεντόνια μέχρι ρούχα. Παίρναμε το μαλλί των ζώων, το κλώθαμε, γινόταν μαλακό και το υφαίναμε. Φτιάχναμε σκεπάσματα, φορέματα, πετσέτες, κοστούμια. Τα πάντα. Ο,τι μπορείς να φανταστείς. Αργότερα, υφαίναμε λινομέταξα. Και ήταν υγιεινά, γιατί ανέπνεαν, δεν είχαν χημικά. Τώρα βγαίνουν τόσες μελέτες που λένε τι κακά υφάσματα κυκλοφορούν. Τα διαβάζω και λέω, να, γιατί να μην ξαναγυρίσουν τα κορίτσια να μάθουν αυτή την τέχνη;».
Παρατηρούμε πως δεν λέει «ο αργαλειός» αλλά «το αργαλειό».
Του απευθύνεται σαν να είναι μικρό παιδί. Όπως ακριβώς είναι και η ίδια.
«Μόλις ξεπετάχτηκα, ανέβηκα κι εγώ στο αργαλειό. Εκεί μεγάλωσα, εκεί ζυμώθηκα. Μια φορά στα κρυφά, μπήκα στο αργαλειό και έτρεμε η ψυχή μου μην μπει η μάνα μου και μου φωνάξει πως της χαλάω το στημόνι. Την περίμενα να έρθει με χτυποκάρδι. Να σου την κι έρχεται. Ρίχνω μια ματιά, να δω πώς με κοίταζε. Και τη βλέπω χαμογελαστή! Και μου λέει «Ιωαννάκι, τα ποδαράκια σου είναι ακόμη κοντά. Να μεγαλώσεις λίγο και θα σε βάλω στο αργαλειό». Αυτό μου ‘δωσε ζωή! Αντί να φάω ξύλο, μου ‘δωσε θάρρος. Η μάνα μου η Ευθυμία ήταν ξακουστή υφάντρα. Και εμένα διάλεξε από τις κόρες της για τη συνέχειά της. Από τα 15 μου ήμουν επαγγελματίας υφάντρα».
Εκατό χρόνια μετά, η κ. Ιωάννα είναι γνωστή ως η Κυρά του Αργαλειού.
Στο νησί της έχει μαθήτριες και έχει δώσει όλη της την περιουσία και την ενέργεια στο να μην εκλείψει αυτή η τέχνη:
«Αν και έχω δώσει τα πάντα για το αργαλειό, πλέον χρειάζομαι βοήθεια. Έχω διαθέσει όλους μου τους πόρους για να εφοδιάσω τα αργαλειά, για να παίρνω τις πρώτες ύλες να μαθαίνουν τα κορίτσια. Μίλησα και στον δήμαρχο Ικαρίας πως τόσα χρόνια είμαι εθελόντρια και πως ό,τι είχα τα ξόδεψα εκεί με ευχαρίστηση και ποτέ δεν σκέφτηκα να πάρω επιδότηση, αλλά πλέον χρειάζεται να βοηθήσουν και άλλοι.
Ψάχναμε, για παράδειγμα, έναν χώρο για να μπουν τα τρία αργαλειά και να μπορούν να μαθαίνουν οι νεότεροι. Σκέφτηκα ένα εγκαταλελειμμένο δωμάτιο, που ήταν σκουπιδότοπος, με σαβούρα, κοντά στο Δημοτικό σχολείο. Ο δήμαρχος βοήθησε, το καθαρίσαμε και το κάναμε το «Σπίτι του αργαλειού»».
Για την ίδια, η τέχνη του αργαλειού δεν είναι κάτι το «σπάνιο» ή το «παραδοσιακό» που γι’ αυτό πρέπει να διατηρηθεί, αλλά κάτι το ζωογόνο που δίνει χαρά:
Είναι σημαντικό να παραμείνει ζωντανό το αργαλειό. Με ρωτάτε γιατί; Γιατί πέρασα τη γύμνια, τη φτώχεια, την πείνα και με έσωσε το αργαλειό μου. Με το αργαλειό μου μεγάλωσα τα παιδιά μου, με το αργαλειό μου έντυνα τον άντρα μου, το σπίτι μου. Με το αργαλειό μου, που τόσο το έχω αγαπήσει, έζησα τη ζωή μου και την οικογένειά μου. Το αργαλειό ντύνει, στολίζει, νοικοκυρεύει!».
Της λέμε ότι ακούγεται σαν διαφημιστικό μήνυμα της δεκαετίας του ΄80. Γελάει. Όλο γελάει… Θα ήθελε να κάνει κάτι άλλο;
«Οχι, μ’ άρεσε να μάθω αυτή την τέχνη και την είχα μεγάλο έρωτα. Με ρωτάς γιατί μ’ αρέσει; Γιατί όλες μου τις στενοχώριες τις πέρασα στο αργαλειό μου και με παρηγορούσε. Πήγαινα εκεί με το κεφάλι μου βαρύ, ωχ τι έπαθα έλεγα, και έμπαινα μέσα στο αργαλειό και άρχιζα να υφαίνω και μόλις έβλεπα να γίνεται το ύφασμα, το μυαλό μου καθάριζε και άρχιζα να τραγουδάω και να δουλεύω και φεύγαν οι πίκρες».
Μέχρι τα τριάντα της ήταν στο νησί και δεν ήθελε να παντρευτεί.
Το 1938, ήρθε στην Αθήνα για ν’ αγοράσει υλικά, αλλά ο πόλεμος την εγκλώβισε στην πρωτεύουσα.
«Ξεκίνησε ο πόλεμος και πού να πάω πια; Ήμουν τότε 30 χρονώ και ανύπαντρη, γιατί είχα έρωτα με το αργαλειό και δεν είχα άλλη ανάγκη τους άντρες. Παντρεύτηκα το ΄41, μες στη φωτιά, για να έχω έναν σύντροφο να παλέψουμε μαζί τον πόλεμο. Και τα παιδιά μας μέσα στον πόλεμο τα κάναμε. Και γυρίσαμε όλη την Πελοπόννησο για να μπορέσουμε να ζήσουμε».
Μας δείχνει μια αχιβάδα. Μέσα είχε ένα ιδιόχειρο σημείωμα που έλεγε: «Το ’42 γυρίζαμε τα χωριά να βρούμε φαγητό. Μακρυά από την Αθήνα, βρέθηκα στις ακτές της Ρούμελης. Μαγειρεύαμε με θάλασσα και εγώ βρήκα αυτή την αχιβάδα και την έκανα πιάτο. Να την φυλάξετε ενθύμιο».
(Γλυπτό που αναγνώρισε η ίδια στη φύση και το έσωσε από το τζάκι! Αναρωτιόμαστε, αν ήταν του Αΐ Ουέι Ουέι, πόσο θα κοστολογούνταν)Της το διαβάζουμε δυνατά και γελάει:
«Τόσοι πόλεμοι, τόσες δικτατορίες και χαλασμούς, κι όμως αυτή την αχιβάδα την κράτησα, δεν την έχασα, να μου θυμίζει τι περάσαμε. Να μην ξεχάσω. Να μάθουν και οι νεότεροι… Έχω περάσει και άλλα, τόσο άσχημα. Και πάντα λέω, Θέ’ μου, μην έρθουν άλλα. Να μην ξαναγίνει πόλεμος.
«Μας κάναν πολλά κακά οι Γερμανοί και δεν μπορώ να ξεχάσω. Γι’ αυτό σας λέω: το μυστικό της ζωής είναι να μην τα παρατάτε ποτέ. Να έχεις καλή καρδιά. Να μη ζηλεύεις τίποτα απ’ τον άλλο. Να μην είσαι παραδόπιστος. Αν είσαι, αρρωσταίνεις και ταλαιπωρείσαι πώς να τα κονομήσεις. Να δημιουργείς και να χαμογελάς και με ένα πιάτο φαΐ. Και να είσαι δημιουργός. Μα έτσι δεν έγινε από την αρχή; Για να γίνουμε δημιουργοί δεν φτιαχτήκαμε;».
Η Ικαρία είναι η ζωή της. «Έρχομαι στην Αθήνα, βέβαια, να κάνω τις δουλειές μου, αλλά μόλις πατήσω το πόδι μου στην Ικαρία, αμέσως ζωντανεύω. Τόσο καιρό τώρα που είμαι εδώ, είμαι ζαρωμένη. Αλλά με την προσδοκία ότι θα επιστρέψω γρήγορα στο νησί, αγριεύει και πάλι η καρδιά μου».
Μια καρδιά που χτυπάει σαν μικρού παιδιού. Το λένε οι γιατροί;
«Είναι μια χαρά. Σταυροκοπιούνται», μας απαντά η κόρη της, Ελλη, στα 73 της η ίδια.
«Είναι πεισματάρα. Σαν βάλει έναν στόχο, δεν θα κάτσει ήσυχη μέχρι να τον εκπληρώσει. Τώρα θέλει να κάνει μουσείο – το καλύτερο του κόσμου, όπως λέει, με τα γλυπτά από φυσικούς κορμούς δέντρων ενός Ικαριώτη. Στέλνει επιστολές, το ‘χει βάλει πείσμα. Δεν τρέχει να προλάβει τη ζωή – η ζωή δεν προλαβαίνει τη μάνα μου», μας λέει συγκινημένη.
«Τα χρόνια σου τα λες, κ. Ιωάννα;», ρωτάμε.
«Εγώ τα λέω, παιδί μου, οι άλλοι δεν με πιστεύουνε! Τώρα περάσανε τα 100 χρόνια και ούτε το κατάλαβα. Παρ’ όλα τα δύσκολα που πέρασα. Έλα όμως που είχα σύμμαχο και κουράγιο το αργαλειό. Και από εκεί έζησα και από εκεί αγάπησα και δημιούργησα και ζω και σήμερα».
«Έχω πολλή ενέργεια, παιδάκι μου», μου λέει και σταυρώνει τα χέρια της στο στήθος. «Να πάρ’ τη, έχω παραπάνω».«Η πέτρα που μιλάει»
(Πάνω αριστερά: Ο Κουστό… όπως τον είδε έτοιμο και τον αναγνώρισε, πάνω στην πέτρα. Δεξιά: Στην πέτρα είδε και το κεφάλι του Βουκεφάλα! (δεν το ζωγράφισε – το αναγνώρισε). Κάτω: «Ποιος σκάλισε αρχαία προτομή πάνω στην πέτρα;» αναρωτιέται η κ. Πρωίου).
«Από μικρό παιδί μπορούσα να ακούω τις πέτρες να μου μιλούν. Πιάνω την πέτρα στη χούφτα μου και τη διαβάζω. Κρατώ ένα μολυβάκι και όταν βλέπω ένα σημάδι το σημειώνω. Και το ένα με το άλλο, όταν ενωθούν, αποκαλύπτουν τα μυστικά της πέτρας. Δεν ζωγραφίζω τις πέτρες – τις διαβάζω και ψάχνω ποια σχέδια έχουν κρυμμένα μέσα τους.
Τα βλέπω ολοζώντανα πάνω στην πέτρα. Σχήματα, μορφές, λουλούδια, ζώα… Δες αυτό: δεν είναι ίδιος ο Κουστό; Σαν να έβαλαν τη φωτογραφία του στην πέτρα. Η θάλασσα τον έχει αποτυπώσει πάνω στην πέτρα. Έχει πεθάνει άραγε ο Κουστό;… Πάντα ξαφνιάζομαι με αυτά που φανερώνονται. Κοίτα να δεις λέω, τι πράγματα! Είδες τι ζωγράφος είναι αυτή η θάλασσα;».
Στην αίθουσα του «Ιωνικού Συνδέσμου» στη Ν. Ιωνία, η κ. Ιωάννα έχει δωρίσει μία κούκλα ντυμένη με υφαντά (φωτ. επάνω).
«Για να έρθουν κοντά στο αργαλειό οι νέοι. Να δουν την ομορφιά του», όπως λέει.
πηγη
Αποφεύγει τον διδακτισμό, μοιράζει απλόχερα ευχές και είναι πρόθυμη να αποκαλύψει όλα της τα μυστικά.
Μυστικά ζωής ή καλύτερα, μακροζωίας.
Δεν μπερδεύεται, δεν χάνει τον ειρμό των σκέψεών της, δεν διακόπτει, δεν μονοπωλεί τη συζήτηση.
Αν τώρα βάλουμε στο ηχητικό και την εικόνα, δεν πιστεύουμε στα μάτια μας.
Μια γυναίκα περιποιημένη, εξαιρετικά καλά στην υγεία της, που τρέχει (στην κυριολεξία, κι ας χρησιμοποιεί βοήθημα) για να φτάσει στον αργαλειό της, που σκαρφαλώνει (και πάλι στην κυριολεξία) για να κάτσει επάνω του και που όλα αυτά τα κάνει για πάνω από 100 χρόνια.
Η Ιωάννα Πρωίου είναι 106 ετών, ξακουστή υφάντρα και Ικαριώτισσα.
Τον χειμώνα μένει με την οικογένειά της στην Αθήνα και το καλοκαίρι είναι στην Ικαρία…
Όταν ξεπεράσεις το πρώτο σοκ της απίστευτης αυτής εικόνας, θέλεις να κάνεις τα πάντα για να γίνετε φίλες. Και πώς να μη θες, όταν σε αποστομώνει λέγοντας:
«Έρχονται να με δουν απ’ όλο τον κόσμο για να μάθουν γιατί ζω ακόμη».
«Και λοιπόν;».
«Και με χαζομεράνε, πουλάκι μου!».
Η Ιωάννα Πρωίου Δημητριάδου γεννήθηκε στις Ράχες Ικαρίας, το 1911 (θυμίζουμε ότι οι Τούρκοι από το νησί έφυγαν έναν χρόνο μετά).
Ήταν το 12ο μεταξύ δεκατριών παιδιών. Η μητέρα της, Ευθυμία, γεννημένη το 1870, ήταν από τις καλύτερες υφάντρες του νησιού.
Καλύτερη μαθήτριά της ήταν η μικρή Ιωάννα.
«Με μεγάλωσε η μητέρα μου κάτω από το αργαλειό. Είχε ένα σεντούκι ανοιχτό και μωρό που ήμουν με είχε απιθώσει στο ανοιχτό του καπάκι, που ήταν κοίλο.
Με το ένα πόδι δούλευε στο αργαλειό και με το άλλο κούναγε εμένα. Εκεί με μεγάλωσε, μέσα στα χνούδια και τις κλωστές. Το πρώτο παιχνίδι που μου ‘δωσε στα χέρια για να μην κλαίω, ήταν μια κλωστή από ένα χοντρό μάλλινο νήμα. Εγώ έπαιζα με την χοντρή κλωστή, τράβαγα τα νήματα και τόσο ξελογιάστηκα που ξέχασα το κλάμα και μπόρεσε η μάνα μου να κάνει τη δουλειά της.
«Έφτιαχνε παραγγελίες υφαντά και ζούσαμε. Τότε ο κόσμος ντυνόταν με υφαντά – από πανάκια για μωρά, μέχρι εσώρουχα. Υφάσματα ρολό φτιάχναμε – για σεντόνια μέχρι ρούχα. Παίρναμε το μαλλί των ζώων, το κλώθαμε, γινόταν μαλακό και το υφαίναμε. Φτιάχναμε σκεπάσματα, φορέματα, πετσέτες, κοστούμια. Τα πάντα. Ο,τι μπορείς να φανταστείς. Αργότερα, υφαίναμε λινομέταξα. Και ήταν υγιεινά, γιατί ανέπνεαν, δεν είχαν χημικά. Τώρα βγαίνουν τόσες μελέτες που λένε τι κακά υφάσματα κυκλοφορούν. Τα διαβάζω και λέω, να, γιατί να μην ξαναγυρίσουν τα κορίτσια να μάθουν αυτή την τέχνη;».
Παρατηρούμε πως δεν λέει «ο αργαλειός» αλλά «το αργαλειό».
Του απευθύνεται σαν να είναι μικρό παιδί. Όπως ακριβώς είναι και η ίδια.
«Μόλις ξεπετάχτηκα, ανέβηκα κι εγώ στο αργαλειό. Εκεί μεγάλωσα, εκεί ζυμώθηκα. Μια φορά στα κρυφά, μπήκα στο αργαλειό και έτρεμε η ψυχή μου μην μπει η μάνα μου και μου φωνάξει πως της χαλάω το στημόνι. Την περίμενα να έρθει με χτυποκάρδι. Να σου την κι έρχεται. Ρίχνω μια ματιά, να δω πώς με κοίταζε. Και τη βλέπω χαμογελαστή! Και μου λέει «Ιωαννάκι, τα ποδαράκια σου είναι ακόμη κοντά. Να μεγαλώσεις λίγο και θα σε βάλω στο αργαλειό». Αυτό μου ‘δωσε ζωή! Αντί να φάω ξύλο, μου ‘δωσε θάρρος. Η μάνα μου η Ευθυμία ήταν ξακουστή υφάντρα. Και εμένα διάλεξε από τις κόρες της για τη συνέχειά της. Από τα 15 μου ήμουν επαγγελματίας υφάντρα».
Εκατό χρόνια μετά, η κ. Ιωάννα είναι γνωστή ως η Κυρά του Αργαλειού.
Στο νησί της έχει μαθήτριες και έχει δώσει όλη της την περιουσία και την ενέργεια στο να μην εκλείψει αυτή η τέχνη:
«Αν και έχω δώσει τα πάντα για το αργαλειό, πλέον χρειάζομαι βοήθεια. Έχω διαθέσει όλους μου τους πόρους για να εφοδιάσω τα αργαλειά, για να παίρνω τις πρώτες ύλες να μαθαίνουν τα κορίτσια. Μίλησα και στον δήμαρχο Ικαρίας πως τόσα χρόνια είμαι εθελόντρια και πως ό,τι είχα τα ξόδεψα εκεί με ευχαρίστηση και ποτέ δεν σκέφτηκα να πάρω επιδότηση, αλλά πλέον χρειάζεται να βοηθήσουν και άλλοι.
Ψάχναμε, για παράδειγμα, έναν χώρο για να μπουν τα τρία αργαλειά και να μπορούν να μαθαίνουν οι νεότεροι. Σκέφτηκα ένα εγκαταλελειμμένο δωμάτιο, που ήταν σκουπιδότοπος, με σαβούρα, κοντά στο Δημοτικό σχολείο. Ο δήμαρχος βοήθησε, το καθαρίσαμε και το κάναμε το «Σπίτι του αργαλειού»».
Για την ίδια, η τέχνη του αργαλειού δεν είναι κάτι το «σπάνιο» ή το «παραδοσιακό» που γι’ αυτό πρέπει να διατηρηθεί, αλλά κάτι το ζωογόνο που δίνει χαρά:
Είναι σημαντικό να παραμείνει ζωντανό το αργαλειό. Με ρωτάτε γιατί; Γιατί πέρασα τη γύμνια, τη φτώχεια, την πείνα και με έσωσε το αργαλειό μου. Με το αργαλειό μου μεγάλωσα τα παιδιά μου, με το αργαλειό μου έντυνα τον άντρα μου, το σπίτι μου. Με το αργαλειό μου, που τόσο το έχω αγαπήσει, έζησα τη ζωή μου και την οικογένειά μου. Το αργαλειό ντύνει, στολίζει, νοικοκυρεύει!».
Της λέμε ότι ακούγεται σαν διαφημιστικό μήνυμα της δεκαετίας του ΄80. Γελάει. Όλο γελάει… Θα ήθελε να κάνει κάτι άλλο;
«Οχι, μ’ άρεσε να μάθω αυτή την τέχνη και την είχα μεγάλο έρωτα. Με ρωτάς γιατί μ’ αρέσει; Γιατί όλες μου τις στενοχώριες τις πέρασα στο αργαλειό μου και με παρηγορούσε. Πήγαινα εκεί με το κεφάλι μου βαρύ, ωχ τι έπαθα έλεγα, και έμπαινα μέσα στο αργαλειό και άρχιζα να υφαίνω και μόλις έβλεπα να γίνεται το ύφασμα, το μυαλό μου καθάριζε και άρχιζα να τραγουδάω και να δουλεύω και φεύγαν οι πίκρες».
Μέχρι τα τριάντα της ήταν στο νησί και δεν ήθελε να παντρευτεί.
Το 1938, ήρθε στην Αθήνα για ν’ αγοράσει υλικά, αλλά ο πόλεμος την εγκλώβισε στην πρωτεύουσα.
«Ξεκίνησε ο πόλεμος και πού να πάω πια; Ήμουν τότε 30 χρονώ και ανύπαντρη, γιατί είχα έρωτα με το αργαλειό και δεν είχα άλλη ανάγκη τους άντρες. Παντρεύτηκα το ΄41, μες στη φωτιά, για να έχω έναν σύντροφο να παλέψουμε μαζί τον πόλεμο. Και τα παιδιά μας μέσα στον πόλεμο τα κάναμε. Και γυρίσαμε όλη την Πελοπόννησο για να μπορέσουμε να ζήσουμε».
Μας δείχνει μια αχιβάδα. Μέσα είχε ένα ιδιόχειρο σημείωμα που έλεγε: «Το ’42 γυρίζαμε τα χωριά να βρούμε φαγητό. Μακρυά από την Αθήνα, βρέθηκα στις ακτές της Ρούμελης. Μαγειρεύαμε με θάλασσα και εγώ βρήκα αυτή την αχιβάδα και την έκανα πιάτο. Να την φυλάξετε ενθύμιο».
(Γλυπτό που αναγνώρισε η ίδια στη φύση και το έσωσε από το τζάκι! Αναρωτιόμαστε, αν ήταν του Αΐ Ουέι Ουέι, πόσο θα κοστολογούνταν)Της το διαβάζουμε δυνατά και γελάει:
«Τόσοι πόλεμοι, τόσες δικτατορίες και χαλασμούς, κι όμως αυτή την αχιβάδα την κράτησα, δεν την έχασα, να μου θυμίζει τι περάσαμε. Να μην ξεχάσω. Να μάθουν και οι νεότεροι… Έχω περάσει και άλλα, τόσο άσχημα. Και πάντα λέω, Θέ’ μου, μην έρθουν άλλα. Να μην ξαναγίνει πόλεμος.
«Μας κάναν πολλά κακά οι Γερμανοί και δεν μπορώ να ξεχάσω. Γι’ αυτό σας λέω: το μυστικό της ζωής είναι να μην τα παρατάτε ποτέ. Να έχεις καλή καρδιά. Να μη ζηλεύεις τίποτα απ’ τον άλλο. Να μην είσαι παραδόπιστος. Αν είσαι, αρρωσταίνεις και ταλαιπωρείσαι πώς να τα κονομήσεις. Να δημιουργείς και να χαμογελάς και με ένα πιάτο φαΐ. Και να είσαι δημιουργός. Μα έτσι δεν έγινε από την αρχή; Για να γίνουμε δημιουργοί δεν φτιαχτήκαμε;».
Η Ικαρία είναι η ζωή της. «Έρχομαι στην Αθήνα, βέβαια, να κάνω τις δουλειές μου, αλλά μόλις πατήσω το πόδι μου στην Ικαρία, αμέσως ζωντανεύω. Τόσο καιρό τώρα που είμαι εδώ, είμαι ζαρωμένη. Αλλά με την προσδοκία ότι θα επιστρέψω γρήγορα στο νησί, αγριεύει και πάλι η καρδιά μου».
Μια καρδιά που χτυπάει σαν μικρού παιδιού. Το λένε οι γιατροί;
«Είναι μια χαρά. Σταυροκοπιούνται», μας απαντά η κόρη της, Ελλη, στα 73 της η ίδια.
«Είναι πεισματάρα. Σαν βάλει έναν στόχο, δεν θα κάτσει ήσυχη μέχρι να τον εκπληρώσει. Τώρα θέλει να κάνει μουσείο – το καλύτερο του κόσμου, όπως λέει, με τα γλυπτά από φυσικούς κορμούς δέντρων ενός Ικαριώτη. Στέλνει επιστολές, το ‘χει βάλει πείσμα. Δεν τρέχει να προλάβει τη ζωή – η ζωή δεν προλαβαίνει τη μάνα μου», μας λέει συγκινημένη.
«Τα χρόνια σου τα λες, κ. Ιωάννα;», ρωτάμε.
«Εγώ τα λέω, παιδί μου, οι άλλοι δεν με πιστεύουνε! Τώρα περάσανε τα 100 χρόνια και ούτε το κατάλαβα. Παρ’ όλα τα δύσκολα που πέρασα. Έλα όμως που είχα σύμμαχο και κουράγιο το αργαλειό. Και από εκεί έζησα και από εκεί αγάπησα και δημιούργησα και ζω και σήμερα».
«Έχω πολλή ενέργεια, παιδάκι μου», μου λέει και σταυρώνει τα χέρια της στο στήθος. «Να πάρ’ τη, έχω παραπάνω».«Η πέτρα που μιλάει»
(Πάνω αριστερά: Ο Κουστό… όπως τον είδε έτοιμο και τον αναγνώρισε, πάνω στην πέτρα. Δεξιά: Στην πέτρα είδε και το κεφάλι του Βουκεφάλα! (δεν το ζωγράφισε – το αναγνώρισε). Κάτω: «Ποιος σκάλισε αρχαία προτομή πάνω στην πέτρα;» αναρωτιέται η κ. Πρωίου).
«Από μικρό παιδί μπορούσα να ακούω τις πέτρες να μου μιλούν. Πιάνω την πέτρα στη χούφτα μου και τη διαβάζω. Κρατώ ένα μολυβάκι και όταν βλέπω ένα σημάδι το σημειώνω. Και το ένα με το άλλο, όταν ενωθούν, αποκαλύπτουν τα μυστικά της πέτρας. Δεν ζωγραφίζω τις πέτρες – τις διαβάζω και ψάχνω ποια σχέδια έχουν κρυμμένα μέσα τους.
Τα βλέπω ολοζώντανα πάνω στην πέτρα. Σχήματα, μορφές, λουλούδια, ζώα… Δες αυτό: δεν είναι ίδιος ο Κουστό; Σαν να έβαλαν τη φωτογραφία του στην πέτρα. Η θάλασσα τον έχει αποτυπώσει πάνω στην πέτρα. Έχει πεθάνει άραγε ο Κουστό;… Πάντα ξαφνιάζομαι με αυτά που φανερώνονται. Κοίτα να δεις λέω, τι πράγματα! Είδες τι ζωγράφος είναι αυτή η θάλασσα;».
Στην αίθουσα του «Ιωνικού Συνδέσμου» στη Ν. Ιωνία, η κ. Ιωάννα έχει δωρίσει μία κούκλα ντυμένη με υφαντά (φωτ. επάνω).
«Για να έρθουν κοντά στο αργαλειό οι νέοι. Να δουν την ομορφιά του», όπως λέει.
πηγη