ΣΙΝΕ

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019

Το λεξιλόγιο των Πατρινών: Μινάρας, κουρκουσάλι, ήσαντε, Ταγιαντρεός και άλλες 175 λέξεις

Όλες οι περιοχές της Ελλάδας έχουν τις δικές τους λέξεις για να περιγράφουν διάφορες καταστάσεις ή άτομα. Σήμερα θα δούμε το λεξιλόγιο της Πάτρας. Φυσικά η πιο γνωστή λέξη που γνωρίζουμε σχεδόν όλοι είναι ο...
Μινάρας αλλά ας δούμε και τις υπόλοιπες που έχουν αρκετό ενδιαφέρον.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΠΑΤΡΙΝΩΝ:

• Μινάρας = μ@λάκας

• Δώμου = Δώσε μου

• Μπίζα = Αρακάς

• Μάπα = Λάχανο

• Χοντρομπίγουλη = φιδές

• Τουτουμάκια = Μακαρονάκι κοφτό (χυλοπίτες)

• μαντορίνια = μανταρίνια

• Αραποσίτι = Καλαμπόκι

• Γορδόνια = κορδόνια

• Κουρκουσάλι = χαλάζι

• Στάει = Στάζει (χύνεται)

• Πορτόνι = Αυλόπορτα

• Στουμπήχτηκα – Στούμπηγμα = Χτύπησα, μελάνιασα

• Ξεήγκλωτο = ξεχειλωμένο

• Μερελό = τρελό

• Μπανταβό = χαζό

• Τσερλιό = διάpροια

• κάλιασε = έτυχε

• σπίνωσέ το = βάλτο πιο σιγά, χαμήλωσε το ραδιόφωνο

• κοκότα = καρούμπαλο

• ψιλικά = μυρωδικά

• Λιανά = ψιλά (χρήματα)

• πέσε = πες

• χάμω = κάτω

• ντωτό = χαλαρό

• μπαμπουλωμένος = κουκουλωμένος

• καμιανού = κανενός

• πιλαλάω = τρέχω

• καλικούτσα= παίρνω κάποιον στην πλάτη

• έγκωσα = χόρτασα

• σκούρα = παντζούρια

• έφαγα μια γιαούρτη = ένα γιαούρτι

• κουντράω = τρακάρω χτυπάω

• πούμωμα, πούμωσα = κρύωμα, κρύωσα

• έκιωσα = τελείωσα

• έντωσα = τέντωσα έδεσα

• τσούπα = κοπέλα

• ταγιαντριός = Του Αγίου Ανδρέα!!!!

• Τάντινο = λεπτό, ευαίσθητο

• ξεσβουρτσίστηκα = έπεσα, τσακίστηκα

•Ξεμπουντουλωμός = Χαλασμός (αέρας, βροχή)

• Τσουρούλια = τρέχει γρήγορα, μαλλιά κουβάρια

• Τσιμπίπo = σταφύλι

• Ερεψε = αδυνάτισε (βλπ.το ρεμένο)

• Καλικατζούρες = άσχημα γράμματα

• Ήσαντε= ήταν

• Κατσιφάρα = ομίλχη, πούσι

• Λιακωτό = ταράτσα

• Γούβα = Λακκούβα

• Αφερεμένο = χαζό

• Πίστρωσέ με = σκέπασε με

• Κούτσαβλος = κουτσός

• Λέρα = βρωμιά (λέρα πέτσα)

• Σακαφλιόρα = άσχημη, ξερακιανή γυναίκα

• Σκαμπίλια = σφαλιάρες

• κοκκινογούλια = ραπανάκια

• ξεμπουρίζω = παρασέρνω (τον ξεμπούρισε)

• σομάρα = κομάρα (έχω μιά…σομάρα απόψε)

• Τίρα =κοιτα

• σκουτί=πανι παλιο

• μπούζι = κρύος, παγωμένος

• μπαίγνιο = γελοίος, περίγελος

• Λούμπα=Λακούβα με νερό

• Αλιάδα = η σκορδαλιά

• Αχινέος = ο αχινός

• Χάβαρο = η αχιβάδα

• Πλανιδού = η γυναίκα πού μαζεύει τα πλανίδια

• Μιναροκεφτές = παράγωγο από το μινάρας

• Μ@λακαντρέας = συνοδευτικό τού Ανδρέα

• Μπαγιόκο = τα αρκετά χρήματα

• Φοντάνα = ο δημόσιος κρουνός

• Αρούκατος=αδέξιος…

• Ποδέσου= φόρεσε παπούτσια,

• Καίνοσε ή Κένοσε=στρώσε τραπέζι

• Ρέλλο = στρίφωμα

• Πόμολο= χερούλι πόρτας ή παραθύρου

• Νίβομαι= πλένω το πρόσωπό μου

• Κάμαρα= δωμάτιο

• Κλειδωνιά= κλειδαριά

• Μπούλα=μασκαράς

• Αντε= φύγε

• Μπουρμπουλίθρες = φυσαλίδες

• Κόπανος = βλάκας, ηλίθιος

• Σιφονιέρα = έπιπλο τραπεζαρίας ή σαλονιού

• Τσίτσιρι = φρέσκα ρεβύθια

• Τσιμπίμπο – λευκή σταφίδα

•Σύρε = πήγαινε

• Μπίγουλι = φιδές

• Πασατέμπο = ψημένοι σπόροι κολοκύθας

• Φουσκές = χαστούκια

• Ήμουνα = ήμουν

• Φούσκα = μπαλόνι

• Χαζοβιόλα = αφηρημένη

• Χαμούρα = ξεπεσμένη

• Ψηλαλώνια = Υψηλά Αλώνια

• Χούφταλο = ηλικιωμένος

• Τενεκές = άχρηστος

• σέσκλα= σέσκουλα

• σαβουρώνω= τρώω ακατάσχετα

• Τη βρήκα = πέρασα καλά

Κι ακόμα:

“γεια σου κι αλήθεια λέω” =στο φτέρνισμα

κατσούλα=κουκούλα

κατουρίστηκα = κατούpησα

η κάδη = ο κάδος

μεσάλα = τραπεζομάντηλο

νευριάστηκα = νευρίασα

Σκοτισαpχiδης= πολύ ενοχλητικός

Σκιάχτηκα= φοβήθηκα

Σκλεπού = η ασχημη γυναίκα

Κοτέτσενα = αυτή πού ασχολείται με κότες

Μπαρπουτσέλι = το μικρό μπαρμπούνι

Σαρδελί = το σαρδελάκι

Βοϊδογλιψά= φύτρες μαλλιών

μακεδονιση=μαιντανοσ κοκοροβι=χοντρο χαλαζι

πραματα-ζα=τα προβατα

Μέσκουλα-Μεσκουλιά=Μούσμουλο(

φρούτο)-Μουσμουλιά(δέντρο)

Κρεμανταλάς = ο ψηλός ανδρας

Αντούβιανος = ο βλάκας

Μακρασκέλα = η γυναίκα με μεγάλα πόδια

Κουσκουρού = η κουτσομπόλα

Λίγδα = η μαύρη αλανιάρα τσιπούρα

Λιγδοπούλα = η μικρή λίγδα

Μιξινάρι = το κεφαλόπουλο

Μανιαούρι = το προσφυγόπουλο

Βοϊδογλιψά= φύτρες μαλλιών

λαχανοπιτα=χορτοπιτα

μακαροτσινια=κοφτο μακαρονακι (που φτιαχνουμε με τ χταποδι)

μ@λακιασμενο=μ@λακισμενο

μπατζουρια-εξωφυλλα ή τ αντιστροφο

νιτερέσσα=δωσοληψία

στιλιάρι,τζέρο=ξεροκεφαλος

κοτσονούρης=διάολος

σ εχει καβαληκει ο μπαρμπας σου=σε εχει βαλει ο διαολος

κατσιμπουχέρι=μπάστακας

μολιντίρι=μικρή σαύρα

κεσάτια = αναδουλιές

κολοσούρτης = τραίνο

μπακαλιάρος, μπακαλάος = βακαλιάρος, βακαλάος

παρασόλι = ομπρέλα για τον ήλιο

παρωνύμι = παρατσούκλι, παρώνυμο

σαλιόρα = η μεγάλη πετσέτα φαγητού

σκουτέλι = κεσές γιαούρτι

συρφετάσι = δοχείο μεταλλικό που έκλεινε σφιχτά, βάζανε το κολατσιό, το φαγητό για την εκδρομή.

χαμουτζής = αυτός που δουλεύει στα γόνατα, μεταφορικά ο βρώμικος

χαμάδες = ελιές, σταφύλια, φρούτα που έχουν πέσει κάτω (χάμω)

Μαούνα – φορτηγίδα

Λέγγα = παιχνίδι στις αλάνες

Μακεδονήσι = μαϊντανός

Καρναμπίκι = μπρόκολο

Χεράμι= μάλλινο σκέπασμα

Αλυσίβα=ζεστό νερό με στάχτη γι πλύσιμο ρούχων

Παδέλα=πήλινη χύτρα

Μετζάστρα= μισόκλειστα (παραθυρόφυλλα)

μποναγράτσια= κουρτινόξυλο

κεψές= τρυπητή κουτάλα

ντένομαι= ντύνομαι

έδωκα= έδωσα

φιόρα= λουλούδια

σίγλος= κουβάς

απίστομήθηκα= έπεσα κάτω

απίστομα= ανάσκελα

μπλουγούρι= πλιγούρι

ανάκαρα= αντοχή

λουμίνια=φυτιλάκια

μιναριστός=φραπέ

ποκάμισο=πουκάμισο

θα κάνει καιρός=θα κάνει κακό καιρό

καψερός=καημένος

“κάποιος πάει για χ__μο”=όταν σε πιάνει λόξυγγας (και καλά σε μελετάει αφοδεύοντας)

και ακόμη:

απίδι = αχλάδι

(ν)ταμιζάνα = μπουκάλα για κρασί κυρίως αλλά και για λάδι

σούφρα = πισινός

σουφρώνω = κλέβω

κατσαμαλίδα, κατσαμάλιασα = όταν από το κρύο η επιδερμίδα γίνεται με σπυράκια, σαν την πέτσα από το κοτόπουλο

φοντανιέρα = το σκεύος με καπάκι που βάζουμε για φύλαξη ή σερβίρισμα τα φοντάν (γλυκά)

υποβρύχιο = βανίλια στο ποτήρι με νερό

μια δαχτυλήθρα = μικρή ποσότητα υγρού (όσο χώραγε η δακτυλήθρα που χρησιμοποιείται στην ραπτική)

μαμαλίγκα, παπαλίνα = τα μικρά ψαράκια

– γόνος (γαβράκια – μαριδούλα…)

μαχαλάς = γειτονιά (στον Επιτάφιο έγινε μάχη από τα παιδιά του πάνω μαχαλά με τον κάτω μαχαλά)

Πηγή