Γράφει ο Τάσος Σεβαστιάδης
Η γενιά των 40 ίσως και των 45 χρόνων
δεν γνώρισε το γύρο του θανάτου. Έτσι κάπως θα εξιστορήσω για το γύρο του
θανάτου κάποια πράγματα, ώστε να κατανοήσουν οι νέοι πώς...
λειτουργούσε αυτό το τρομακτικό παιχνίδι, γιατί παιχνίδι ήταν που μάγευε όμως το μυαλό μας.
λειτουργούσε αυτό το τρομακτικό παιχνίδι, γιατί παιχνίδι ήταν που μάγευε όμως το μυαλό μας.
Ήταν ένα ας πούμε βαρέλι γύρω στα 10
με 12 μέτρα. Αυτό το βαρέλι δένονταν και λύνονταν με βίδες για να είναι εύκολη
η μεταφορά του. Στον πάτο του βαρελιού τα σανίδια ήταν επικλινή σε σχήμα κώνου.
Προς το κέντρο σε κάποιο σημείο χαμηλά είχε μία πορτούλα που έμπαινε μέσα ο
χειριστής ενός «μοτοσακό». Από την έξω μεριά του βαρελιού πάνω πάνω και γύρω
υπήρχε ας πούμε μία βεράντα, όπου ανέβαιναν οι θεατές και έβλεπαν μέσα στο
βαρέλι. Το πρώτο πράγμα που έβλεπες ήταν μόνο το «μοτοσακό». Όταν γέμιζε η
βεράντα, άνοιγε η πορτούλα και έμπαινε ένας νεαρός άντρας ο χειριστής του «μοτοσακό».
Μετά από ένα θερμό χειροκρότημα των θεατών και μετά από μία βαθιά υπόκλιση του
χειριστή προς τους θεατές, ανέβαινε στο μοτοσακό, το έβαζε με τη μανιβέλα του
ποδιού μπρος και ανεβαίνοντας στη σέλα της μηχανής άρχιζε σιγά-σιγά να ‘ρχεται
γύρω-γύρω αρχικά στον κώνο του πατώματος και αναπτύσσοντας ταχύτητα ανέβαινε
πιο πάνω και όλο και πιο πάνω. Αν ήταν πολύ ριψοκίνδυνος ο χειριστής έφτανε σε
απόσταση αναπνοής από τους θεατές.
Το θέαμα ήταν τρομερό. Κοβόταν η
ανάσα μας από την ταχύτητα της περιστροφικής κίνησης. Ο θαυμασμός μας για το
χειριστή απέραντος. Μία φορά, λοιπόν, που ήμουν 12-13 χρονών, πήγα στον «Αχίλλη» έξω από το βαρέλι στο γύρο του θανάτου. Εκεί
που έβλεπα το συγκλονιστικό θέαμα, ξαφνικά ένα χέρι με χάιδεψε το κεφάλι από
πίσω. Ήταν ο πάντα σεβαστός, ως φίλος του παππού μου Στράτου Σελπέση, ο
μπαρμπα-Γιάννης Χαλάτσογλου. Ο μπαρμπα-Γιάννης Χαλάτσογλου φάνταζε στα παιδικά
μου μάτια σαν κάτι πάνω από νομάρχης, γιατί ίσως το ντύσιμό του ήταν πολύ πιο
σπουδαίο από νομάρχη ή βουλευτή, πάντα
προσεγμένο και σικάτο. «Θέλεις, Τάσο, να
ανέβεις στο γύρο του θανάτου, με ρώτησε;».
Εγώ επειδή ήμουν ντροπαλός κατάπια τα λόγια μου. «Έλα να πάρε, μου είπε»
και έβαλε στην παλάμη του χεριού μου το τάλιρο που όχι μόνο ήταν εισιτήριο για
τη «βαρέλα», όπως λέγαμε, αλλά έφτανε και για παγωτό.
Αυτά σκέφτομαι κάποιες στιγμές
αναλογιζόμενος το παρελθόν και ταυτόχρονα ψάχνοντας για λίγο φως για το μέλλον.
Δεν μπορώ να μη συνδέσω εκείνο το παρελθόν με το ζοφερό μας μέλλον. Οι ανάγκες
της ζωής μας, από αυτούς που καθορίζουν τη ζωή μας είναι τόσο μεγάλες που ενώ
όλοι τρέχουμε χωρίς σταματημό, αντί να ανασαίνουμε από τα βάσανα, αυτά γίνονται
πιο πολύπλοκα και σκληρότερα.
Τρέχουμε χωρίς στόχο με απέραντη ταχύτητα και
χωρίς σταματημό, όπως έκανε ο χειριστής του «μοτοσακό». Έτρεχε, έτρεχε, αλλά
ήξερε ότι σε 5-10 λεπτά θα σταματούσε, θα ανάσαινε, θα έβγαινε στον αέρα.
«Τι να κάνουμε με ρώτησε ένας φίλος,
αφού υπάρχουν ανάγκες;» «Να χαλαρώσουμε, να ψάξουμε, να παλέψουμε του λέω.» «Να παλέψουμε εμείς για
μας, όχι άλλοι για μας.» Όσοι πιστεύουμε
ότι θα ‘ναι άλλοι που θα αλλάξουν τη ζωή μας, απατώνται και δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να
υπονομεύουν το μέλλον των παιδιών τους. Να ξεφύγουμε από το ανούσιο ΕΓΩ και να
πάμε στο πανανθρώπινο ΕΜΕΙΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου