ΣΙΝΕ

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

Τους ένωσαν τα Ιμαλάια, τους χώρισε ο κορωνοϊός: Η απίθανη ιστορία δύο Ελλήνων ορειβατών

Το 1985 το επίπεδο δυσκολίας κατάκτησης μιας εκ των κορυφών των Ιμαλαΐων δεν είχε καμία σχέση με το σημερινό.

Η ψηλότερη οροσειρά του κόσμου ήταν τότε ακόμα...

«άγνωστη», με εξαίρεση τους ντόπιους δεινούς ορειβάτες Σέρπα, που προϊόντος του χρόνου έγιναν οι ιχνηλάτες και ξεναγοί στην εξερεύνηση του Έβερεστ και των άλλων κορυφών, ως θεματοφύλακες του αλπικού τουρισμού στα Ιμαλάια. Οι ανέσεις ήταν πολύ λιγότερες, ο εξοπλισμός πειραματικός και οι επικοινωνίες «πρωτόγονες».

Οι γνώσεις για τα ψηλότερα βουνά του κόσμου ήταν ελάχιστες και οι καιρικές προγνώσεις γινόταν επιτόπου από τους ορειβάτες – ούτε internet, ούτε δορυφορικά τηλέφωνα. Εκείνη την εποχή δινόταν μόνο μία άδεια από τη νεπαλέζικη κυβέρνηση για κάθε διαδρομή και το φθινόπωρο του ’85 αυτή που ήταν ανοιχτή ήταν η Annapurna South, στα 7219 μέτρα. Η κεντρική κορυφή της οροσειράς Annapurna, στα 8.091 μέτρα, παραμένει έως και σήμερα η πιο επικίνδυνη στον κόσμο. Μια παρέα Ελλήνων θα διαπίστωνε τον Οκτώβριο του 1985 ότι και η ανάβαση στην 10η σε ύψος κορυφή της συγκεκριμένης οροσειράς, τη πιο νότια απ’ όλες, συνιστούσε ένα ιδιαίτερα παράτολμο εγχείρημα.

Ήταν τα μέλη της πρώτης ελληνικής αποστολής στα Ιμαλάια. Το project διοργανώθηκε από τον Ελληνικό Ορειβατικό Σύνδεσμο Αθηνών (ΕΟΣ) υπό την αιγίδα της Ε.Ο.Ο.Σ (Ομοσπονδία Ορειβασίας) και κινητοποίησε πολύ κόσμο, που στήριξαν αφιλοκερδώς την προσπάθεια, προσφέροντας από εργασία έως χρήματα. Τον τελευταίο μήνα πριν από την αναχώρηση, τα γραφεία του ορειβατικού ήταν πραγματικό εργοτάξιο, με υπεύθυνο τον Κλήμη Τσατσαράγκο, που παραιτήθηκε από τη δουλειά του προκειμένου να ασχοληθεί αποκλειστικά με την αποστολή. Αρχηγός αυτής ήταν ο εκ των εμπειρότερων αλπινιστών της Ελλάδας, ένας άνθρωπος που είχε φάει με το κουτάλι της Άλπεις, ο 28χρονος τότε πρόεδρος του ΕΟΣ, Μιχάλης Τσουκιάς.

Αν ο Τσουκιάς, με τις αναμφισβήτητες οργανωτικές και αρχηγικές ικανότητες, ήταν ο μέντορας των υπολοίπων και αρχιτέκτονας της ανάβασης, «σταρ» της αποστολής ήταν ο Θεσσαλονικιός Τάκης Μπουντόλας, ίσως ο πιο ταλαντούχος μιας 11μελους ομάδας εξαιρετικών αναρριχητών. Μεταξύ αυτών και ο 24χρονος Χρήστος Λάμπρης, που με ορόσημο τα Ιμαλαΐα θα γινόταν ο συνοδοιπόρος ζωής του Τσουκιά, έως ότου τους χωρίσει ο κορωνοϊός.

Ο Χρήστος Λάμπρης, μετά την «κατάκτηση« του όρους Vinson στην Ανταρκτική το 1999

Το μέγεθος και η δυσκολία του εγχειρήματος είναι σχεδόν αδύνατο να περιγραφούν με λόγια. Περίπου 100 Νεπαλέζοι αχθοφόροι βοήθησαν την ελληνική ομάδα να κουβαλήσουν σχεδόν τρεις τόνους εξοπλισμού και προμηθειών (!) για να φτάσουν μέχρι το οροπέδιο στα 4.200 μέτρα, όπου θα έστηναν την κατασκήνωση βάσης. Για να κατασκηνώσουν εκεί, στις 18 Σεπτεμβρίου, περπάτησαν 10 ημέρες μέσα σε πυκνή βλάστηση, έχοντας… συντροφιά αμέτρητες βδέλλες, που σε κάθε βήμα έπεφταν από τα δέντρα, κολλούσαν στο σβέρκο και τρύπωναν παντού, «ακόμα και μέσα από τις τρύπες των κορδονιών μας».

Και αυτό ήταν μόνο η αρχή.

Από το Base camp και πάνω όλη η δουλειά έπρεπε να γίνει από τους 11 Έλληνες, δεν υπήρχαν Σέρπα, ούτε τεχνογνωσία για ανάβαση μέσω ασφαλών, «πατημένων» μονοπατιών. Η διαδρομή είχε βέβαια χαραχτεί από τον Τσουκιά, που το καλοκαίρι του ίδιου έτους είχε φτάσει έως τα 4.200μ., κάνοντας το αναγνωριστικό trekking. Τίποτα δεν διασφάλιζε ωστόσο ότι θα αποδεικνυόταν και ρεαλιστική. Ο καιρός δεν βοηθούσε καθόλου, η βροχόπτωση ήταν διαρκής. Αυτό ήταν όμως το λιγότερο.

Μια τεράστια χιονοστιβάδα στις 28/09 έθαψε κάτω από τόνους χιονιού τα 2/3 των υλικών και των τροφίμων. Εκτός του ότι τα εναπομείναντα τρόφιμα και υλικά έπρεπε να ξαναμοιραστούν, ήταν αναγκαίο να βρεθεί και ασφαλέστερο δρομολόγιο, καθώς η χιονοστιβάδα είχε αλλάξει τη γεωλογία του μονοπατιού. Προσπαθώντας επιμόνως να βρει το σωστό δρομολόγιο, ο Τάκης Μπουντόλας έβγαλε – λόγω συννεφιάς – τα γυαλιά του, παθαίνοντας μερική τύφλωση. Λίγες ημέρες νωρίτερα, ο Δημήτρης Σωτηράκης είχε χτυπήσει τη μέση του πέφτοντας σε ένα απότομο σημείο και εγκατέλειψε την αποστολή μέσω ελικοπτέρου.

Στιγμιότυπο από την προσπάθεια ανάβασης κοντά στα 6.000μ.

Μετά το χτύπημα της πρώτης χιονοστιβάδας, πέρασαν περίπου τρεις εβδομάδες κακουχιών και τόσο υψηλού ρίσκου, που οποιαδήποτε φιλοδοξία για την ολοκλήρωση της προσπάθειας δεν έμοιαζε μόνο παράτολμη, αλλά και παράλογη. Η σίτιση ήταν εξαιρετικά περιορισμένη – για οικονομία είχε καθιερωθεί γεύμα σούπας από καραμέλα βουτύρου – ενώ η χιονόπτωση τόσο έντονη ανά ημέρες, που αργότερα οι Έλληνες ορειβάτες έμαθαν ότι ήταν υπερβολική ακόμα και για τα δεδομένα του Νεπάλ.

Η παραίτηση όμως δεν ήταν μέσα στις επιλογές. Τουλάχιστον έως ότου εξαντληθούν και οι τελευταίες πιθανότητες. Κατά τη διάρκεια της κακοκαιρίας η ομάδα έκανε συντήρηση και περίμενε στωικά τη βελτίωση των καιρικών συνθηκών, αρκούμενη να τηρεί θέση αναμονής.

Από τα μέσα Οκτωβρίου κι έπειτα η αισιοδοξία επέστρεψε, μαζί με τις ηλιαχτίδες. Στις 16/10, έξι Γερμανοί που εγκατέλειψαν τις προσπάθειες τους στη νότια ορθοπλαγιά ένωσαν τις δυνάμεις τους με τους 11. Το δρομολόγιο ξαναφτιάχτηκε και δημιουργήθηκε η ομάδα κορυφής, αποτελούμενη από τους Τσουκιά, Μπουντόλα, Λάμπρη, Τσατσαράγκο και τέσσερις Γερμανούς. Οι υπόλοιποι έμειναν πιο κάτω, ως επικουρική ομάδα, μεταξύ αυτών και ο γιατρός της αποστολής Πάνος Χλωροκώστας. Στις 21/10 η οχταμελής πια ομάδα έστησε στην κατασκήνωση ΙΙΙ στα 6.400 μέτρα – η κατάκτηση έμοιαζε πια εφικτή, απείχε 700 μέτρα.

Ο καιρός ήταν ηλιόλουστος, το ηθικό των δύο ομάδων ακμαίο και όλοι περιμένουν τη μεγάλη μέρα που θα επιχειρηθεί η τελική ανάβαση έως την κορυφή. Το βουνό όμως δεν έχει πει την τελευταία του λέξη. Το τελευταίο βήμα θα αποδειχτεί μετέωρο. Μια μέρα πριν από την τελική έφοδο, στις 22/10, η Annapurna ξερνάει από το πουθενά μια νέα χιονοστιβάδα, που αιφνιδιάζει πλήρως και συντρίβει τις δύο αποστολές.

Ο Κλήμης Τσατσαράγκος σκοτώνεται ακαριαία, ένας από τους Γερμανούς τραυματίζεται σοβαρά και ξεψυχά λίγη ώρα αργότερα. Ο Τσουκιάς προλαβαίνει και πετάγεται ξυπόλητος από το αντίσκηνο, ενώ οι Μπουντόλας και Λάμπρης παρασέρνονται και τραυματίζονται, αλλά όχι θανάσιμα. Ο πρώτος σπάει τον αστράγαλο του, ο δεύτερος έχει κατάγματα σε γόνατο, κλείδα και πλευρά. Ο Τσουκιάς κατεβαίνει 100 μέτρα χαμηλότερα για να τους βρει και να τους φροντίσει. Τους βάζει σε στεγνό υπνόσακο, τους δίνει τροφή και φάρμακα. Ο τραγικός επίλογος γράφεται με ακόμα ένα «βρυχηθμό» του βουνού. Ο Τσουκιάς προλαβαίνει να διαφύγει ξανά της νέας χιονο-κατολίσθησης, ο Μπουντόλας όμως θα βρεθεί μια μέρα αργότερα νεκρός, 250 μέτρα χαμηλότερα.

Ο αρχηγός της αποστολής συνεχίζει την κάθοδο ώστε να συναντήσει τους υπόλοιπους και να ζητήσει βοήθεια για τη διάσωση του Λάμπρη. Κόντρα σε κάθε κίνδυνο, ο Χλωροκώστας και άλλοι δύο έχουν ξεκινήσει ήδη την ανάβαση και συναντούν τον Τσουκιά στα 6.100μ. Ύστερα από τέσσερις ημέρες υπεράνθρωπης προσπάθειας, ο Λάμπρης φτάνει με τη βοήθεια και των Γερμανών, σώος στην ασφάλεια του Base camp.

Στιγμιότυπο από την προσπάθεια διάσωσης του Χρήστου Λάμπρη. Στο πάνω μέρος της φωτογραφίας διακρίνεται το φορείο

Ακολουθούν έξι μήνες με διαδοχικά χειρουργεία για να φτιάξει το γόνατό του, τίποτα όμως δεν είναι ικανό να τον κρατήσει μακριά από τις βουνοκορφές. Το κάθε άλλο. Από το 1986 Τσουκιάς και Λάμπρης γίνονται αχώριστοι σύντροφοι, ιδρύοντας από κοινού την Trekking Hellas, το πρώτο ταξιδιωτικό πρακτορείο στην Ελλάδα για υπαίθριες δραστηριότητες. H εταιρεία έγινε συνώνυμο των υπαίθριων δραστηριοτήτων και του εναλλακτικού τουρισμού στη χώρα μας, με τη διοργάνωση πεζοπορικών εκδρομών στα ελληνικά βουνά, ράφτινγκ στα ποτάμια, κ.α. Προϊόντος του χρόνου διοργανώθηκαν και ταξίδια για Έλληνες στο Νεπάλ, στην Ινδία και στη Σαχάρα, ενώ σταδιακά η εταιρεία εξελίχθηκε σε όμιλο αποκτώντας, μέσω franchise, παραρτήματα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας.

Τα τελευταία χρόνια εργάζονταν και οι δύο εξ αποστάσεως. Στις 5 Μαρτίου 2020 συναντήθηκαν ξανά. Αφορμή η παρακολούθηση ενός συνεδρίου στα Τρίκαλα, σχετικού με τον κλάδο τους. Ο Μιχάλης Τσουκιάς ταξίδεψε αεροπορικώς από τη βόρεια Ιταλία και ο Χρήστος Λάμπρης τον παρέλαβε από το Ελ. Βενιζέλος για να φύγουν παρέα για τη Θεσσαλία.

Λίγες ημέρες αργότερα, ο Τσουκιάς εμφάνισε συμπτώματα πνευμονίας. Ο γιατρός και φίλος του Πάνος Χλωροκώστας ήταν αυτός που τον εξέτασε στις 11/03 στην Αθήνα και κάλεσε το ΕΚΑΒ για να τον μεταφέρει στο νοσοκομείο. Η διάγνωση ήταν ότι έπασχε από κορωνοϊό. Ο άνθρωπος που ως πατριάρχης του ελληνικού αλπινισμού είχε συμμετάσχει σε πολλές ορειβατικές αποστολές στα Ιμαλάια, τις Άνδεις και την Ανταρκτική, δεν κατάφερε να βγει ζωντανός από αυτή τη μάχη. Παρά την εξαιρετική φυσική κατάσταση του, άφησε την τελευταία πνοή του στις 24 Μαρτίου στο νοσοκομείο «Σωτηρία», σε ηλικία 64 ετών. Ήταν το πρώτο θύμα στην Ελλάδα από το covid-19 χωρίς υποκείμενο νόσημα. «Μετά από δύο εβδομάδες νοσηλείας έχασε τη μάχη. Δεν ξέρω ποιος είναι ο λόγος που δεν τα κατάφερε, ήταν άνθρωπος από σίδερο. Δεν περίμενα ποτέ ότι θα τον καταβάλει μια ίωση», δήλωσε στην «Καθημερινή» ο κ. Χλωροκώστας.

Ο Μιχάλης Τσουκιάς

Η υπεραντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος που θέτει σε υπερλειτουργία τους μηχανισμούς άμυνας και επηρεάζει δυσμενέστατα την αναπνευστική λειτουργία, γνωστή ως το φαινόμενο «καταιγίδας κυτταροκινών», ήταν ο λόγος που φλέρταρε με το θάνατο και ο Χρήστος Λάμπρης. Μόλις έμαθε ότι ο φίλος του βρέθηκε θετικός στον νέο κορωνοϊό, έκανε το τεστ και το «πόρισμα» ήταν το ίδιο. Εισήχθη στο νοσοκομείο στις 13 Μαρτίου και η υγεία του επιδεινώθηκε πολύ γρήγορα. Για τρεις εβδομάδες ήταν διασωληνωμένος, σε καταστολή, στη μονάδα εντατικής θεραπείας του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων. Τελικά ήταν πιο τυχερός από τον σύντροφό του. Ύστερα από συνολικά ένα μήνα νοσηλείας, ο κ. Λάμπρης πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο. Η δοκιμασία της υγείας του και η απώλεια 17 κιλών ήταν στο τέλος της μέρας λεπτομέρειες. Ο πόνος για την απώλεια του φίλου του, που 35 χρόνια πριν του είχε σώσει τη ζωή, θα χρειαστεί πολύς καιρός για να επουλωθεί.

Αυτός ο πανίσχυρος δεσμός, που εδραιώθηκε στις χιονισμένες πλαγιές του πιο τρομακτικού βουνού στον κόσμο, κόπηκε απότομα, σαν ομφάλιος λώρος, από την πανδημία του αιώνα. Μόνο όμως στα εγκόσμια. Οι δυο τους θα είναι πάντα μαζί, το ασυμβίβαστο πνεύμα του Μιχάλη Τσουκιά, που σκάλιζε πάντα τα ανθρώπινα όρια, θα ζει μέσα από τον Χρήστο Λάμπρη. Ο συνιδρυτής της Trekking Hellas δηλώνει αποφασισμένος να επιστρέψει στα βουνά, στην πυξίδα του βρίσκονται ήδη οι Άνδεις και το Κιλιμάντζαρο. Ξέρει ότι αυτό ακριβώς θα έκανε ο πάλαι ποτέ μέντορας και μετέπειτα καρδιακός φίλος του. Ή ότι αυτό κάνει ήδη, σκαρφαλώνοντας στα πιο κακοτράχαλα βουνά του… παραδείσου και περιμένοντας με τους Μπουντόλα και Τσατσαράγκο να ολοκληρώσουν, όλοι παρέα, αυτό που άφησαν ημιτελές.

Την κατάκτηση της αθανασίας.


Δεν υπάρχουν σχόλια: