Η Ελληνική, με τη μαθηματική δομή της, είναι η γλώσσα της πληροφορικής και της νέας γενιάς των εξελιγμένων υπολογιστών, διότι μόνο σε αυτή δεν υπάρχουν όρια (Μπιλ Γκέιτς, Microsoft).
Η Ελληνική και η Κινεζική είναι οι μόνες γλώσσες με συνεχή ζώσα παρουσία από τους ίδιους λαούς και στον ίδιο χώρο εδώ και 4.000 έτη. Όλες οι γλώσσες θεωρούνται κρυφοελληνικές, με πλούσια δάνεια από τη μητέρα των γλωσσών, την Ελληνική (Francisco Adrados, γλωσσολόγος).
Η ελληνική γλώσσα περιλαμβάνει λέξεις και έννοιες που παραμένουν χωρίς απόδοση στις υπόλοιπες γλώσσες, όπως άμιλλα, θαλπωρή και φιλότιμο.
Μόνον η ελληνική γλώσσα ξεχωρίζει τη ζωή από το βίο, την αγάπη από τον έρωτα.
Μόνον αυτή διαχωρίζει, διατηρώντας το ίδιο ριζικό θέμα, το ατύχημα από το δυστύχημα, το συμφέρον από το ενδιαφέρον.
Το εκπληκτικό είναι ότι η ίδια η ελληνική γλώσσα μας διδάσκει συνεχώς πώς να γράφουμε σωστά. Μέσω της ετυμολογίας, μπορούμε να καταλάβουμε ποιος είναι ο σωστός τρόπος γραφής, ακόμα και λέξεων που ποτέ δεν έχουμε δει ή γράψει.
Το «πειρούνι», παραδείγματος χάριν, για κάποιον που έχει βασικές γνώσεις αρχαίων ελληνικών, είναι προφανές ότι γράφεται με «ει» και όχι με «ι», όπως πολύ άστοχα το γράφουμε σήμερα.
Ο λόγος είναι πολύ απλός: το «πειρούνι» προέρχεται από το ρήμα «πείρω», που σημαίνει τρυπώ – διαπερνώ, ακριβώς επειδή τρυπάμε με αυτό το φαγητό, για να το πιάσουμε.
Επίσης, η λέξη «συγκεκριμένος» φυσικά και δεν μπορεί να γραφτεί «συγκεκρυμμένος», καθώς προέρχεται από το «κριμένος» (αυτός που έχει δηλαδή κριθεί) και όχι βέβαια από το «κρυμμένος» (αυτός που έχει κρυφτεί).
Γράφουμε σωστά
Επομένως, το γεγονός ότι υπάρχουν πολλά γράμματα για τον ίδιον ήχο (π.χ., η, ι, υ, ει, οι κτλ) όχι μόνο δε θα έπρεπε να μας δυσκολεύει, αλλά αντιθέτως θα έπρεπε να μας βοηθά να γράφουμε πιο σωστά, εφόσον βεβαίως κατανοούμε κατ’ αρχήν τη γλώσσα μας.
Επιπλέον, η ορθογραφία, με τη σειρά της, μας βοηθά αντίστροφα στην ετυμολογία αλλά και στην ανίχνευση της ιστορικής πορείας καθεμιάς λέξης.
Κι αυτό που μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την καθημερινή μας γλώσσα, τη νέα ελληνική, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι η γνώση των Αρχαίων Ελληνικών.
Είναι πραγματικά συγκλονιστικό συναίσθημα το να μιλάς και ταυτόχρονα να συνειδητοποιείς τι ακριβώς λες, να εκστομίζεις την κάθε λέξη, το σημαίνον, και ταυτόχρονα να σκέφτεσαι τη σημασία της, το σημαινόμενο.
Είναι πραγματικά κρίμα να διδάσκονται τα Αρχαία Ελληνικά με τέτοιον τρόπο στο σχολείο, ώστε να καθίσταται αντιπαθές κάτι τόσο όμορφο και συναρπαστικό.
Η σοφία της Ελληνικής
Στη γλώσσα υπάρχουν το σημαίνον (η λέξη) και το σημαινόμενο (η έννοια). Στην ελληνική γλώσσα αυτά τα δύο έχουν πρωτογενή σχέση, καθώς, αντίθετα με τις άλλες γλώσσες, το σημαίνον δεν είναι μια τυχαία σειρά από γράμματα.
Σε μια συνηθισμένη γλώσσα, όπως τα Αγγλικά, μπορούμε να συμφωνήσουμε όλοι να λέμε το σύννεφο car και το αυτοκίνητο cloud, κι αυτό να ισχύει από τη στιγμή κιόλας που θα συμφωνηθεί. Στα Ελληνικά κάτι τέτοιο είναι αδύνατον.
Γι’ αυτόν το λόγο πολλοί διαχωρίζουν την Ελληνική ως «εννοιολογική» γλώσσα από τις υπόλοιπες «σημειολογικές» γλώσσες.
Μάλιστα, ο μεγάλος φιλόσοφος και μαθηματικός Βένερ Χάιζενμπεργκ είχε παρατηρήσει αυτήν τη σημαντική ιδιότητα της Ελληνικής, για την οποία είχε πει τα εξής: «Η θητεία μου στην αρχαία ελληνική γλώσσα υπήρξε η σπουδαιότερη πνευματική μου άσκηση. Στην γλώσσα αυτήν υπάρχει η πληρέστερη αντιστοιχία ανάμεσα στη λέξη και στο εννοιολογικό της περιεχόμενο».
Εν προκειμένω ο Αντισθένης έλεγε: «Αρχή σοφίας, η των ονομάτων επίσκεψις».
Για παράδειγμα, ο «άρχων» είναι αυτός που έχει δική του γη (άρα=γη + έχων). Και πραγματικά, ακόμα και στις μέρες μας είναι πολύ σημαντικό να έχει κανείς δική του γη/δικό του σπίτι.
«Βοηθός» σημαίνει αυτός που στο κάλεσμα τρέχει (βοή=φωνή + θέω=τρέχω). Ο αστήρ είναι το αστέρι, αλλά η ίδια η λέξη μάς λέει ότι κινείται, δε μένει ακίνητο στον ουρανό (α + στηρ, από το ίστημι που σημαίνει στέκομαι).
Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι πολλές φορές η λέξη περιγράφει ιδιότητες της έννοιας την οποίαν εκφράζει, αλλά με τέτοιον τρόπο, που εντυπωσιάζει και δίνει τροφή για τη σκέψη.
Για παράδειγμα, ο «φθόνος» ετυμολογείται από το ρήμα «φθίνω», που σημαίνει μειώνομαι. Και πραγματικά, ο φθόνος ως συναίσθημα, σταδιακά, μας καταβάλλει και μας καταστρέφει. Ελαττώνει την αξία μας ως ανθρώπων και υπονομεύει ακόμη και την υγεία μας.
Και βέβαια, όταν αναφερόμαστε σε κάτι που είναι τόσο πολύ, ώστε να μην τελειώνει, πώς το λέμε; Μα φυσικά «άφθονο».
Έχουμε, επίσης, τη λέξη «ωραίος», που προέρχεται από την «ώρα». Και τούτο, διότι για να είναι κάτι ωραίο, πρέπει να έλθει και στην ώρα του. Ωραίο δεν είναι το φρούτο όταν είναι άγουρο ή σαπισμένο, και ωραία γυναίκα δεν είναι κάποια ούτε στα 70 της άλλα ούτε φυσικά και στα 10 της. Ούτε το καλύτερο φαγητό είναι ωραίο όταν είμαστε χορτάτοι, επειδή, σε αυτήν την περίπτωση, δεν μπορούμε να το απολαύσουμε.
Εξάλλου, έχουμε τη λέξη «ελευθερία», για την οποία το «Ετυμολογικόν Μέγα» διατείνεται «παρά το ελεύθειν όπου ερά», δηλαδή το να πηγαίνει κανείς όπου αγαπά. Άρα, βάσει της ίδιας της λέξης, ελεύθερος είσαι όταν έχεις τη δυνατότητα να πας όπου αγαπάς.
Ορισμένες ενδιαφέρουσες ερμηνείες
Το «άγαλμα» ετυμολογείται από το «αγάλλομαι» (ευχαριστιέμαι), επειδή όταν βλέπουμε ένα όμορφο αρχαιοελληνικό άγαλμα, η ψυχή μας ευχαριστιέται, αγάλλεται. Και από το θέαμα αυτό επέρχεται η αγαλλίαση.
Αν κάνουμε όμως την ανάλυση της λέξης αυτής, θα δούμε ότι είναι σύνθετη: αγάλλομαι + ίαση(=γιατρειά).
Άρα, για να συνοψίσουμε, όταν βλέπουμε ένα όμορφο άγαλμα (ή οτιδήποτε όμορφο), η ψυχή μας αγάλλεται και γιατρευόμαστε. Και πραγματικά, γνωρίζουμε όλοι ότι η ψυχική μας κατάσταση συνδέεται άμεσα με τη σωματική μας υγεία.
Παρεμπιπτόντως, η Ελληνική μας λέει και τι είναι άσχημο. Από το στερητικό «α» και την λέξη σχήμα μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε τι. Για σκεφτείτε το λίγο.
Σε αυτό το σημείο, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε στην αντίστοιχη λατινική λέξη για το άγαλμα (που μόνο λατινική δεν είναι). Οι Λατίνοι ονόμασαν το άγαλμα statua από το ελληνικό «ίστημι» που ήδη αναφέραμε, και το ονόμασαν έτσι επειδή στέκει ακίνητο.
Προσέξτε την τεράστια διαφορά στη φιλοσοφία μεταξύ των δύο γλωσσών: αυτό που στην Ελληνική σημαίνει κάτι τόσο βαθύ από εννοιολογικής απόψεως, για τους Λατίνους είναι απλώς ένα ακίνητο πράγμα.
Είναι προφανής η σχέση που έχει η γλώσσα με τη σκέψη του ανθρώπου. Όπως λέει και ο George Orwell στο αθάνατο έργο του «1984», απλή γλώσσα σημαίνει και απλή σκέψη. Εκεί το καθεστώς προσπαθούσε να περιορίσει τη γλώσσα για να περιορίσει τη σκέψη των ανθρώπων, καταργώντας συνεχώς λέξεις.
«Η γλώσσα και οι κανόνες αυτής αναπτύσσουν την κρίση» έγραφε ο Μιχάι Εμινέσκου, εθνικός ποιητής της Ρουμανίας.
Μια πολύπλοκη γλώσσα αποτελεί μαρτυρία ενός προηγμένου πνευματικώς πολιτισμού. Το να μπορείς να μιλάς σωστά σημαίνει ότι ήδη είσαι σε θέση να σκέφτεσαι σωστά, να γεννάς διαρκώς λόγο και όχι να παπαγαλίζεις λέξεις και φράσεις.
Η μουσικότητα της Ελληνικής
Η ελληνική φωνή κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν «αυδή». Η λέξη αυτή δεν είναι τυχαία, αφού προέρχεται από το ρήμα «άδω», που σημαίνει τραγουδώ.
Ο μεγάλος μας ποιητής και ακαδημαϊκός Νικηφόρος Βρεττάκος γράφει επί του προκειμένου: «Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φως θα ελιχθώ προς τα πάνω, όπως ένα ποταμάκι που μουρμουρίζει. Κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα στους γαλάζιους διαδρόμους συναντήσω αγγέλους, θα τους μιλήσω Ελληνικά, επειδή δεν ξέρουνε γλώσσες. Μιλάνε μεταξύ τους με μουσική».
Εξάλλου, ο γνωστός Γάλλος συγγραφέας Ζακ Λακαριέρ μας περιγράφει την ακόλουθη εμπειρία από το ταξίδι του στην Ελλάδα: «Άκουγα αυτούς τους ανθρώπους να συζητούν σε μια γλώσσα που ήταν για μένα αρμονική αλλά και ακατάληπτα μουσική. Αυτό το ταξίδι προς την πατρίδα –μητέρα των εννοιών μας– μου απεκάλυπτε έναν άγνωστο πρόγονο, που μιλούσε μια γλώσσα τόσο μακρινή στο παρελθόν, μα οικεία και μόνο από τους ήχους της. Αισθάνθηκα να τα έχω χαμένα, όπως αν μου είχαν πει ένα βράδυ ότι ο αληθινός μου πατέρας ή η αληθινή μου μάνα δεν ήταν αυτοί που με είχαν αναστήσει».
Ο διεθνούς φήμης Έλληνας μουσικός Ιάνης Ξενάκης είχε τονίσει πολλές φορές ότι η μουσικότητα της Ελληνικής είναι εφάμιλλη της συμπαντικής.
Αλλά και ο Γίββων έκανε λόγο για μουσικότατη και γονιμότατη γλώσσα, που δίνει κορμί στις φιλοσοφικές αφαιρέσεις και ψυχή στα αντικείμενα των αισθήσεων.
Ας μην ξεχνάμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες δε χρησιμοποιούσαν ξεχωριστά σύμβολα για νότες, χρησιμοποιούσαν τα ίδια τα γράμματα του αλφαβήτου.
«Οι τόνοι της ελληνικής γλώσσας είναι μουσικά σημεία που μαζί με τους κανόνες προφυλάσσουν από την παραφωνία μια γλώσσα κατ’ εξοχήν μουσική, όπως κάνει η αντίστιξη που διδάσκεται στα ωδεία ή οι διέσεις και υφέσεις που διορθώνουν τις κακόηχες συγχορδίες» σημειώνει η φιλόλογος και συγγραφέας Α. Τζιροπούλου – Ευσταθίου.
Είναι γνωστό, εξάλλου, πως όταν οι Ρωμαίοι πολίτες πρωτάκουσαν στη Ρώμη Έλληνες ρήτορες, προσέρχονταν για να θαυμάσουν, ακόμη και όσοι δε γνώριζαν Ελληνικά, τους ανθρώπους που «ελάλουν ως αηδόνες».
Ο Οράτιος έγραψε: «Η ελληνική φυλή γεννήθηκε ευνοημένη, με μια γλώσσα εύηχη, γεμάτη μουσικότητα».
Δυστυχώς, στο διάβα των αιώνων, η μουσικότητα αυτή χάθηκε, προφανώς στα μαύρα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου