Το Φυτώκι είναι ένα μικρό χωριό του Βοΐου Κοζάνης. Αυτό το μικρό χωριό είναι το χωριό των παιδικών μου ονείρων. Κάθε καλοκαίρι, αλλά και... το Πάσχα – Χριστούγεννα, βρισκόμουν εκεί όπου ζούσε ο παππούς μου Δημήτρης και η γιαγιά μου Μανουσιάκα καθώς και τα αδέρφια του πατέρα μου.
Το καλοκαίρι πήγαινα εκεί για να «χτυπήσω» τα πρόβατα την ώρα του αρμέγματος ή να συμμετέχω στη βοσκή τους με το μικρό αδερφό του πατέρα μου που ήταν μόλις 2 - 3 χρόνια μεγαλύτερός μου.
Εκεί στο Φυτώκι, λοιπόν, ο πατέρας
μου με γνώρισε με μία γυναίκα που έγινε το ίνδαλμά μου. Η Ελένη**, μου είπε ο πατέρας μου, ήταν μαζί
με τον μεγάλο μου αδερφό και θείο σου Τάσο (έχω το όνομα του) αντάρτες του ΕΛΑΣ
στο βουνό. Εκείνη μόλις με έβλεπε με αγκάλιαζε και με φιλούσε.
Αμέσως βέβαια γνωρίστηκα με τους
συνομηλίκους μου γιους της Παύλο και Νίκο και την βγάζαμε όλη μέρα μαζί στο
ποτάμι που ψαρεύαμε, στα αρνιά για βοσκή και κυρίως στα κάλαντα που πηγαίναμε από
πόρτα σε πόρτα. Από τα εφτά μου χρόνια η Ελένη ήταν η ηρωίδα μου. Η Αντάρτισσα...
Για να πολεμούσε τους Γερμανούς όπως ο
θείος μου Τάσος, ήταν και αυτή παλικάρι σκεφτόμουν…
Το 1946 που ξαναβγήκαν στο βουνό τα παιδιά του
Φυτωκίου, σαν άοπλοι να φυλαχτούν από τα κυνηγητά του άνομου κράτους που
χτίστηκε από τους συνεργάτες των ναζί και τον κάθε αλητήριο και μαυραγορίτη.
Όταν πια άρχισε να περνάει η άοπλη
αντίσταση τους σε ένοπλη, όλοι οι ΕΛΑΣίτες βγήκαν ξανά στο βουνό στο κάλεσμα
του Κόμματος και του λαού. Ήταν γύρω στις 34 οικογένειες στο χωριό και οι 29
είχαν αντάρτες στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας.
Κάποτε τον πρώτο χρόνο της πάλης του Δημοκρατικού
Στρατού, στο τμήμα της η Ελένη είχε το οπλοπολυβόλο,
παρότι ήταν μικρόσωμη. Σε μία από τις συγκρούσεις και ενώ τα τμήματα του
αστικού στρατού υποστηρίζονταν από δύο αεροπλάνα, σε μία στιγμή που το ένα
πετούσε πολύ χαμηλά, «βάζει» η Ελένη μία ριπή και κατέρριψε τον εναέριο κίνδυνο.
Το αεροπλάνο έπεσε σε απόσταση ενός χιλιομέτρου και καρφώθηκε με τη μούρη του
στο έδαφος. Φωνές χαράς από τους αντάρτες, ενώ το άλλο αεροπλάνο το έβαλε στα «πόδια»
και χάθηκε προς την Κοζάνη. Η Ελένη μετά την παρασημοφόρησή της δεν προλάβαινε
να πέφτει στις αγκαλιές των συμμαχητών της Ανταρτών. Το δε κύρος της ανέβηκε
στα ουράνια, στα μάτια των Ανταρτών.
Όταν πια τα τμήματα του Δημοκρατικού
Στρατού Ελλάδας ταμπουρώθηκαν στην ελεύθερη Ελλάδα που την αποτελούσε ο ορεινός
όγκος του Γράμμου και τον κάναν κάστρο άπαρτο, η Ελένη, μάλλον η ατρόμητη Ελένη,
ανέλαβε καθήκοντα ελεύθερης σκοπεύτριας, για να κουβαλάει «γλώσσες» στη Διοίκηση. Σε μία από τις πολλές αποστολές
της μέσα στο χώρο των αστικών στρατιωτικών δυνάμεων για να πιάσει κάποια γλώσσα,
βρέθηκε στην περιοχή του χωριού Εκκλησιές και έστησε την ενέδρα και
παρατηρητήριο της. Δεν άργησε να εντοπίσει ένα τάγμα και πλησίασε σε απόσταση
αναπνοής από αυτό. Περίμενε τη στιγμή που θα απομονώνονταν κάποιος αξιωματικός να τον «αρπάξει» και να
τον πάει στη διοίκηση της μονάδας της, ώστε να του αποσπάσουν πληροφορίες που
ήταν πολύτιμες για τα αντάρτικα τμήματα. Η ώρα περνούσε και το παραμόνεμα καλά
κρατούσε. Ξαφνικά το έμπειρο μάτι της Ελένης βλέπει πίσω από το στρατό στρατοπεδευμένο
τάγμα του αστικού στρατού, σε μία απόσταση 800 μέτρων, μία κίνηση και καταλαβαίνει ότι ένα τμήμα
ανταρτών έρχεται καταπάνω στο τάγμα και αν τους πάρουν χαμπάρι οι στρατιώτες θα
τους αποδεκατίσουν. Σκέφτηκε ότι δεν
χωρούσε κανένα δίλημμα και σήκωσέ το οπλοπολυβόλο που δεν αποχωρίζονταν ποτέ
και άρχισε τις ριπές προς το στρατιωτικό τάγμα. Όλο το τάγμα έπεσε μπρούμυτα
και άρχισαν οι φαντάροι να καλύπτονται. Το αντάρτικο τμήμα πήρε χαμπάρι τι
έγινε και καλύφθηκε στις απέναντι δασωμένες πλαγιές του Κριμινίου και της Μπουχωρίνας
και σώθηκε χάρη στην αποφασιστικότητα της Ελένης. Η Ελένη «κράτησε» το τάγμα τουφαρισμένο και
κάθε φορά που σήκωναν κεφάλι άρχιζε τις ριπές με το οπλοπολυβόλο της.
Όταν πια άρχισε να σουρουπώνει και
δεν θα είχε δυνατότητα να την προλάβει ο στρατός, ανέβηκε σε ένα βραχάκι και
έβαλε μία δυνατή φωνή: «Ταγματάρχη… Άντε γεια… Εγώ φεύγω τώρα… Εσείς να πάτε να
γ@μ@θείτε... Την άλλη φορά όμως θα σε γραπώσω…» Το τελευταίο το είπε σαν μία
υπόσχεση στον εαυτό της, γιατί η απρόσμενη παρουσία του αντάρτικου τμήματος που
τώρα μάλλον ήταν μακριά, της χάλασε τη δουλειά. Ήδη είχε απομακρυνθεί τραβώντας
προς τα Χοντρά Δέντρα δίπλα από το Λυκοκρέμασμα στην κορυφογραμμή του Τάλαρου όπου
έδρευε η μονάδα της.
* Οι «γλώσσες» ήταν οι αξιωματικοί ή οι
στρατιώτες που έπιαναν μετά από ενέδρα μεμονωμένοι αντάρτες - αντάρτισσες και
τους παίρναν πληροφορίες για τις κινήσεις του στρατού.
**Η Ελένη ήταν υπαρκτό πρόσωπο από το
Φυτώκι Βοΐου Κοζάνης που μικρή ποντιοπούλα ήρθε στην Ελλάδα. Ονομαζόταν Ελένη
Χριστοφορίδου και παντρεύτηκε τον Κώστα Τσεκούρα από το Μέγαρο Γρεβενών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου