Η Βασιλική Χρήστου εξετάζει τη συνταγματικότητα των μέτρων που ισχύουν από τις 13 Σεπτεμβρίου για την πρόσβαση σε κλειστούς χώρους.
Από τη Δευτέρα 13.09 τέθηκαν σε ισχύ οι νέοι όροι πρόσβασης σε κλειστούς χώρους για την... προστασία της ατομικής και δημόσιας υγείας από τον COVID-19. Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις κατηγορίες τέτοιων χώρων: α) οι χώροι στους οποίους έχουν πρόσβαση μόνο όσοι έχουν αντισώματα στον ιό, δηλαδή οι εμβολιασμένοι και οι νοσήσαντες πολίτες, β) οι χώροι στους οποίους έχουν πρόσβαση όλοι (με μάσκα), οι μη εμβολιασμένοι δε υπό την προϋπόθεση ότι επιδεικνύουν κάποιο είδος αρνητικού τέστ ανάλογα με την περίπτωση και γ) οι χώροι στους οποίους επίσης έχουν όλοι πρόσβαση χωρίς τεστ και υπό τον όρο ότι θα φορούν μάσκα.
Στην παραπάνω περιγραφή των μέτρων απέφυγα να χρησιμοποιήσω κατά κόρον την τρέχουσα διάκριση ανάμεσα σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους, γιατί νομίζω ότι συσκοτίζει κάποιες πτυχές του ζητήματος. Η διαφορετική μεταχείριση που επιφυλάσσουν τα μέτρα δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, καθώς συντρέχει αντικειμενικός λόγος διαφοροποίησης ανάμεσα στις οικείες κατηγορίες, ο οποίος συνίσταται ακριβώς στην ύπαρξη αντισωμάτων του ιού. Το νομικώς κρίσιμο είναι αυτό και γι’ αυτόν τον λόγο οι ανεμβολίαστοι, πλην νοσήσαντες πολίτες αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο με τους εμβολιασμένους. Δεν διεξάγεται, λοιπόν, κάποιος ιδεολογικός ή άλλος πόλεμος κατά των ανεμβολίαστων. Η ύπαρξη δε των αντισωμάτων τελεί σε άμεση συνάφεια με την προστασία της ατομικής και δημόσιας υγείας και μπορεί να δικαιολογήσει τη διαφορετική μεταχείριση των πολιτών για την προστασία των άλλων και τη δική τους από μια συνθήκη τόσο ιδιάζουσα όσο η πανδημία σύμφωνα με τις ιατρικές υποδείξεις. Επιπλέον, η εν λόγω διαφοροποίηση είναι αναγκαία υπό το φως των συγκεκριμένων περιστάσεων, δηλαδή της πρόσβασης σε κλειστούς χώρους, στους οποίους κατά κόρον μεταδίδεται ο ιός.
Μάλιστα, έχει ληφθεί μέριμνα και για κλιμάκωση των όρων πρόσβασης ανάλογα με τη φύση του συγκεκριμένου κλειστού χώρου. Τα κριτήρια που έχει εφαρμόσει ο νομοθέτης συνάγουμε ότι είναι δύο: α) οι πιο αυξημένες πιθανότητες μετάδοσης του ιού, είτε γιατί στον χώρο παραμένει κάποιος για πολλή ώρα, για παράδειγμα στον χώρο εργασίας, στη σχολική αίθουσα ή στο πανεπιστημιακό αμφιθέατρο, είτε γιατί υποχρεωτικά κάποιος θα βγάλει τη μάσκα του, για παράδειγμα την ώρα του φαγητού ή του ποτού και β) η σημασία του χώρου για τις καθημερινές δραστηριότητες, όπως είναι προεχόντως τα μέσα μεταφοράς, ιδίως αυτά που καλύπτουν αστικές διαδρομές, στα οποία ταυτοχρόνως ο χρόνος παραμονής είναι μικρότερος (από ότι σε ένα πλοίο ή τρένο). Τα νέα μέτρα εκφράζουν μια εύλογη ισορροπία ανάμεσα στην προστασία της ατομικής και δημόσιας υγείας αφενός και στα ενδιαφέροντα των πολιτών για συμμετοχή στην κοινωνική ζωή με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας αφετέρου. Σε γενικές γραμμές η διενέργεια τεστ έχει υιοθετηθεί ως εναλλακτική προς τον εμβολιασμό με εξαίρεση συγκεκριμένους χώρους και, ήδη με προγενέστερες ρυθμίσεις, συγκεκριμένες κατηγορίες επαγγελμάτων.
Ωστόσο, εφόσον κατά κανόνα (με εξαίρεση τους μαθητές) το τεστ, ως εναλλακτική προς το εμβόλιο, καλείται να το χρηματοδοτήσει ο καθένας μόνος του, μήπως περιορίζεται υπέρμετρα και έμμεσα η δυνατότητα πρόσβασης; Πόσο θα αντέξει κάποιος, σωματικά και οικονομικά, τη διενέργεια των τεστ; Μήπως η πολιτεία όφειλε να συνεχίσει τη χρηματοδότηση των τεστ για να επιτρέψει στους πολίτες να υλοποιούν αποτελεσματικά την επιλογή τους να μην εμβολιάζονται;
Η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα είναι, όπως θα προσπαθήσω να εξηγήσω, αρνητική. Πράγματι, τα παραπάνω μέτρα καθιστούν τον εμβολιασμό πολύ απλούστερη και πιο οικονομική λύση από το τεστ, όχι από τιμωρητική διάθεση, αλλά, όπως ειπώθηκε, για αντικειμενικούς λόγους δημόσιας υγείας. Έτσι, τα μέτρα με έμμεσο τρόπο εξαναγκάζουν προς τον εμβολιασμό. Και ο έμμεσος εξαναγκασμός, δηλαδή η επέλευση δυσμενών συνεπειών (π.χ. η αυτοχρηματοδότηση των τέστ), για να είναι δικαιολογημένος, προϋποθέτει και απορρέει από την υποχρεωτικότητα του εμβολίου, καθ’ όσον μάλιστα ο άμεσος εξαναγκασμός αποκλείεται εκ προοιμίου για το εμβόλιο για λόγους σεβασμού της ανθρώπινης αξίας. Με άλλα λόγια και ο έμμεσος εξαναγκασμός, για να είναι δικαιολογημένος, ιδίως όταν επηρεάζει δραματικά την καθημερινή μας ζωή, πρέπει να βασίζεται σε κάποια υποχρέωση (δικαϊκή, όχι απλώς ηθική εν ευρεία εννοία) την οποία έχουμε απέναντι στους άλλους. Διαφορετικά δεν δικαιολογείται μόνον εκ του λόγου ότι είναι έμμεσος. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι εάν στοιχειοθετείται εν προκειμένω τέτοια υποχρέωση.
Οι συνθήκες της πανδημίας, δηλαδή η υψηλή μεταδοτικότητα και θνησιμότητα λόγω του ιού, σε συνδυασμό με την εφαρμογή μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης ήδη για δύο χρόνια, μας επιτρέπουν να θεωρήσουμε τη συμμετοχή μας στον εμβολιασμό ως κάτι που οφείλουμε προς τους άλλους. Όπως συχνά λέμε, η ελευθερία του ενός οριοθετείται από τη βλάβη του άλλου. Η άρνηση συμμετοχής στον εμβολιασμό προκαλεί πολλαπλή βλάβη στους άλλους. Πρώτον, παρατείνονται τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης, επειδή δεν επιτυγχάνεται το περίφημο τείχος ανοσίας, κι έτσι περιορίζονται οι δυνατότητες άσκησης των ελευθεριών όλων. Δεύτερον, περιορίζονται ακόμη πιο δραστικά οι ελευθερίες και οι δυνατότητες συμμετοχής εκείνων που δεν μπορούν για ιατρικούς λόγους να εμβολιαστούν. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, όπως οι πιο εύποροι στηρίζουν τους πιο αδύναμους μέσα από το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, τη φορολογία και την αναδιανομή ευρύτερα, έτσι και στην περίπτωση της υγειονομικής κρίσης, οι πιο υγιείς οφείλουν να βοηθούν τους πιο αδύναμους από ιατρικής απόψεως να ανταπεξέλθουν στον ιό μέσα από το τείχος ανοσίας. Τρίτον, αναγκάζονται και πιο ευαίσθητες κατηγορίες πολιτών, δηλαδή οι ανήλικοι, να εμβολιάζονται, καθώς ακόμη ο ιός κυκλοφορεί ελλείψει συλλογικής ανοσίας. Αυτό συνιστά άνιση κατανομή υποχρεώσεων κι ελλιπή μέριμνα για τους ανηλίκους, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη ότι το εμβόλιο έχει λάβει οριστική έγκριση για τους ενηλίκους, ενώ για τους ανηλίκους εξακολουθεί να θεωρείται εμβόλιο που έχει εγκριθεί με τις έκτακτες διαδικασίες. Τέλος, ακόμη και το ισχύον πλαίσιο απελευθέρωσης των δραστηριοτήτων δεν θα ήταν εφικτό, εάν η πλειοψηφία του πληθυσμού δεν είχε εμβολιαστεί. Συνεπώς, προκύπτει κι ένα είδος λαθρεπιβασίας (free riding) επί ενός κεφαλαίου δημόσιας υγείας που σχηματίστηκε από εκείνη τη συνεισφορά των άλλων, την οποία ακριβώς αρνούνται όσοι απέχουν από τον εμβολιασμό.
Ποιες είναι οι συνέπειες της υποχρέωσής μας, εάν δεν συντρέχουν ιατρικοί λόγοι, να εμβολιαστούμε; Σημαίνει ότι το κράτος μπορεί να ρυθμίσει το οικείο πεδίο, λαμβάνοντας και μέτρα εξαναγκασμού. Ωστόσο, το είδος του εξαναγκασμού στην περίπτωση του εμβολίου γεννά διάφορα ζητήματα. Θα πρέπει δηλαδή να διακρίνουμε τη στοιχειοθέτηση της υποχρέωσης από τον τρόπο επιβολής της, γιατί ο τελευταίος θέτει διακριτά ηθικά και νομικά διλήμματα λόγω της ίδιας της φύσης της υποχρέωσης αυτής. Μάλιστα, ακόμη και εάν μια υποχρέωση, δεν μπορεί να καταστεί εξαναγκαστή, έχει κάποια αξία να την αναγνωρίσουμε ως τέτοια. Πρώτα πρώτα, επειδή ο εμβολιασμός συνιστά ιατρική επέμβαση, δεν μπορούμε να εξομοιώσουμε την αντιμετώπισή του με άλλα δημόσια βάρη, όπως για παράδειγμα με την φορολογική υποχρέωση. Είναι σαφές ότι με βάση την αρχή της ανθρώπινης αξίας δεν μπορεί να επιβληθεί η άμεση επενέργεια του εμβολιασμού στο ανθρώπινο σώμα, χωρίς ή παρά τη θέληση κάποιου. Από την άλλη, το να προσέλθει κάποιος για εμβολιασμό, επειδή εμμέσως εξαναγκάστηκε από τα μέσα προώθησης του εμβολιασμού, δεν συνιστά προσβολή της ανθρώπινης αξίας, δικαιολογείται, όμως, μόνον επειδή υπέχουμε σχετική υποχρέωση.
Στην πραγματικότητα δηλαδή, λόγω της ιδιαίτερης φύσης αυτής της υποχρέωσης, η πολιτεία καλείται να επιτύχει την εκπλήρωσή της από τους πολίτες, αφενός χωρίς άμεσο εξαναγκασμό, αφετέρου με βάση την αρχή της επιείκειας για τον επιπλέον λόγο ότι όλοι οι πολίτες βρισκόμαστε μπροστά σε μια καινοφανή συνθήκη, αλλά και τρίτον με βάση την αρχή της αναλογικότητας προς την επικινδυνότητα μιας δραστηριότητας για τη διασπορά του ιού. Το ενδεδειγμένο μέτρο της επιείκειας οριοθετείται από τις απαιτήσεις προστασίας της δημόσιας υγείας κι εδώ θα κριθεί η επιτυχία του μείγματος μέτρων που θα υιοθετήσει κάθε χώρα. Για παράδειγμα ήδη η Ιταλία προχώρησε σε πιο αυστηρές λύσεις ως προς την υποχρεωτικότητα του εμβολίου σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, οι οποίες συνοψίζονται στο να καταστήσει την εναλλακτική του τεστ ακόμη λιγότερο ελκυστική.
Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να ιδωθεί και η αποχή του κράτους από τη χρηματοδότηση των τεστ. Πρώτον, δεν είναι αντίθετο προς την αρχή της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, την αρχή του κοινωνικού κράτους και την αρχή της ίσης μεταχείρισης η πολιτεία να προωθεί συγκεκριμένες πολιτικές δημόσιας υγείας αντί για άλλες (δηλαδή εμβόλιο αντί για τεστ), επιβάλλοντας έτσι αυτές εν τοις πράγμασι, εφόσον οι τελευταίες απηχούν τις εξελίξεις της ιατρικής επιστήμης και είναι γενικώς παραδεδεγμένες. Δεν μπορεί για παράδειγμα κάποιος να αξιώνει από το δημόσιο σύστημα υγείας το εμβόλιο της ευλογιάς έκδοσης του 1980 αντί του 2020, επειδή πιστεύει ότι το πρώτο ήταν καλύτερο. Επιπλέον, είναι πολύ κρίσιμο ότι ο εμβολιασμός εν προκειμένω ως πολιτική δημόσιας υγείας αφορά την αντιμετώπιση μιας πανδημίας, όχι μιας οποιασδήποτε ασθένειας. Άρα δικαιολογείται ακόμη περισσότερο η προώθηση ενός συγκεκριμένου τρόπου διαχείρισης. Μπορεί λοιπόν ο καθένας μας να έχει το δικαίωμα να διαχειριστεί μια ασθένεια ανάλογα με το δικό του στυλ ζωής, ανάλογα με τις προσωπικές επιλογές του, για παράδειγμα με φάρμακα ή επέμβαση ή με εναλλακτικές θεραπείες, αλλά η πανδημία απαιτεί μια κοινή προσπάθεια.
Δεύτερον, το τεστ δεν αποτελεί μέσο αντιμετώπισης του ιού, αλλά μέτρο αποφυγής της διασποράς του. Άρα δεν είναι ισοδύναμο κι εξίσου αποτελεσματικό με το εμβόλιο. Ακόμη, η εναλλακτική του τεστ είναι δυσεφάρμοστη στην πράξη για πολύ μαζικές δραστηριότητες, οι οποίες δεν έχουν λειτουργήσει τα τελευταία δύο χρόνια και κινδυνεύουν, εξ αυτού του λόγου, και πάλι να ακυρωθούν. Μάλιστα η εναλλακτική του τεστ υποσκάπτει την ίδια την πολιτική της αντιμετώπισης του ιού, καθώς ενθαρρύνει τους πολίτες που διστάζουν να κάνουν το εμβόλιο να συνεχίζουν να το αποφεύγουν, απομακρύνοντας τις πιθανότητες επίτευξης τείχους ανοσίας. Συνεπώς, δεν μπορεί να θεμελιωθεί αξίωση έναντι του δημόσιου συστήματος υγείας να χρηματοδοτήσει επιλογές που υποσκάπτουν τους ίδιους τους σκοπούς του. Έχοντας μάλιστα λάβει μέτρα για τη μείωση της τιμής των τεστ στον ιδιωτικό τομέα, θα λέγαμε, ότι η πολιτεία επιδεικνύει κατανόηση κι επιείκεια και για όσους δεν συμμετέχουν στην προσπάθεια εμβολιασμού.
Εν τέλει, τα νέα μέτρα δεν είναι αντισυνταγματικά στη βασική τους σύλληψη (δεν μελετήσαμε εδώ τις επιμέρους εκφάνσεις τους ή άλλες λεπτομέρειες). Πρώτον, διότι ερείδονται επί μιας υποχρέωσης όλων μας να μην βλάπτουμε τους άλλους, αλλά και να συνεισφέρουμε σε ένα αναγκαίο δημόσιο αγαθό. Δεύτερον, διότι αποσκοπούν στην προστασία της ατομικής και δημόσιας υγείας. Τρίτον, διότι έχουν ληφθεί υπόψη κριτήρια αναλογικότητας και αναγκαιότητας. Τέταρτον, διότι δεν συνιστούν υπέρμετρο περιορισμό των ανεμβολίαστων πολιτών στην πρόσβασή τους στον κοινωνικό χώρο, για τον επιπλέον λόγο ότι η πρόσβαση θα ήταν για όλους εξαιρετικά πολύ πιο περιορισμένη, εάν οι λοιποί πολίτες δεν είχαν ήδη σπεύσει να εμβολιαστούν ή δεν είχαν την ατυχία να νοσήσουν και την ευτυχία να επιβιώσουν. Τέλος, διότι δεν μπορεί η πολιτεία να υποχρεωθεί στη χρηματοδότηση ενός μέτρου, των τεστ, που έχει ξεπεραστεί από τα επιστημονικά δεδομένα, εφόσον υπάρχει πλέον το εμβόλιο, ιδίως όταν μόνο με το τελευταίο μπορεί κάποιος ρεαλιστικά να αναμένει ότι θα μπορέσει να ασκηθεί και πάλι το σύνολο των ατομικών ελευθεριών από όλους τους πολίτες.
Βασιλική Χρήστου
επικ. Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ BLOG ΠΟΙΚΙΛΗΣ ΥΛΗΣ... ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ kostasdigos@yahoo.gr
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου