Ο Περιβολιώτης Ιωάννης Βασ. Μπατακόϊας, συνταξιούχος υπάλληλος της άλλοτε Κοινότητας Περιβολίου Νομού Γρεβενών, αφηγείται στην Αριάδνη, εγγονή του αδελφού του Στέργιου Βασ. Μπατακόϊα και μαθήτρια της τετάρτης τάξης του 2ου Δημοτικού Σχολείου Γρεβενών το...
ολοκαύτωμα του Περιβολίου τον Οκτώβριο του 1943.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΜΠΑΤΑΚΟΪΑ (11 χρονών εκείνη την εποχή), όπως ακριβώς μου την εξιστόρησε:
"Τον Οκτώβριο του 1943 οι Γερμανοί κατέφθασαν στο Περιβόλι, με εντολή να κάψουν χωριά της περιοχής.
Τρεις Γερμανοί στρατιώτες επιστήμονες που έκαναν έρευνες για κοιτάσματα και άλλες πηγές πλούτου στην περιοχή, πήγαν στην Αβδέλα.
Η μονάδα δεν τους περίμενε να επιστρέψουν και ξεκίνησε προς την «Βάλια Κάλντα» όπου και θα στρατοπέδευε.
Οι τρεις στρατιώτες επιστρέφοντας μετά από δύο ημέρες ζήτησαν πληροφορίες από δύο γυναίκες που συνάντησαν στο δρόμο με τα παιδιά τους. Η μία από αυτές που γνώριζε γαλλικά συνεννοήθηκε μαζί τους και τους υπέδειξε τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσουν για την κοιλάδα. Πηγαίνοντας δέχτηκαν επίθεση με πυροβολισμούς από κατοίκους του χωριού που ήταν ενταγμένοι στον ΕΛΑΣ, χωρίς να τραυματιστούν. Όταν συνάντησαν την μονάδα τους και είπαν τι συνέβη, ο διοικητής έδωσε εντολή να γυρίσουν στο Περιβόλι και να το κάψουν, αν και δεν το είχαν σκοπό εκ των προτέρων.
Στην επιστροφή προς το χωριό πυροβόλησαν και σκότωσαν μερικούς βοσκούς. Οι κάτοικοι που κατάλαβαν ότι οι Γερμανοί επιστρέφουν και μάλιστα με άγριες διαθέσεις έφυγαν και κρύφτηκαν στο δάσος γύρω από το χωριό όσο πιο μακριά μπορούσαν. Όταν η Γερμανική μονάδα πλησίασε στο εξωκλήσι του Αϊ Σωτήρα συναντήθηκε με ομάδα ανταρτών και έγινε άγρια μάχη. Εκεί οι αντάρτες νικήθηκαν. Σκοτώθηκαν 8-9 άντρες τους αφού οι Γερμανοί είχαν δύναμη μεγάλη (περίπου 250 άντρες, μάλλον ένας λόχος).
Όταν έφτασαν στο Περιβόλι, έκαψαν όλα τα σπίτια εκτός από τη μεγάλη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και 2-3 σπίτια που γλύτωσαν. Σκότωσαν και έκαψαν στα σπίτια τους 29 άτομα, όλους εκείνους τους κατοίκους του χωριού που δεν πρόλαβαν να φύγουν, ανάμεσα τους και τις δύο γυναίκες με τα παιδιά τους που τους υπέδειξαν τον δρόμο τις προηγούμενες μέρες. Ήταν 23 Οκτωβρίου το 1943.
Να σημειώσουμε ότι το χειμώνα συνήθως δεν παρέμεναν κάτοικοι στο χωριό εκτός από τους δύο φύλακές του. Εκείνη τη χρονιά όμως επειδή στα Γρεβενά υπήρχε γερμανική και ιταλική κατοχή αποφάσισαν να μείνουν και να ξεχειμωνιάσουν περισσότερες από 450 οικογένειες, πλέον των 2.000 ανθρώπων. Είχαν μάλιστα φυτέψει σε κάθε ίσιο μέρος του χωριού κήπους με όλα τα λαχανικά.
Οι κάτοικοι του Περιβολίου παρέμειναν κρυμμένοι για πολλές μέρες μέχρι να βεβαιωθούν ότι οι Γερμανοί έφυγαν για τα καλά. Οι περισσότεροι αναχώρησαν για τα χειμαδιά, αλλά πολλοί από αυτούς έμεινα σε καλύβες που έφτιαξαν στο δάσος έξω από το χωριό.
Η οικογένεια του Βασίλη Μπατακόια, με τους πέντε γιούς του, κρυφτήκανε στην περιοχή «Λουμίντσα» κάπου εκεί που τώρα είναι το σύμπλεγμα του Δασαρχείου. Η μητέρα μας Βικτώρια όμως ανησυχούσε για τα παιδιά της και μας έστειλε να κρυφτούμε, μακριά, ψηλά στην περιοχή «λα Σούλι». Με οδηγό τον πιο δραστήριο αδερφό μας, το Στέργιο, που κρατούσε φακό, τα πέντε παιδιά φορτωμένα με μπόγους, ανεβήκαμε κάτω από καταρρακτώδη βροχή, από ένα δύσβατο και επικίνδυνο μονοπάτι στο βουνό. Εκεί κόψαμε με το τσεκούρι δέντρα και φτιάξαμε τον σκελετό μιας καλύβας. Τον σκεπάσαμε με κιλίμια από γιδόμαλο και κοιμηθήκαμε μέσα, πάνω σε βελέντζες για μερικές μέρες. Μαγειρέψαμε μάλιστα σε έναν τενεκέ φασολάδα όλο ζουμί, με τα λιγοστά φασόλια που είχαμε μαζί μας και τρώγαμε.
Μετά πήραμε τον δρόμο προς την περιοχή «Μούρα», όπου υπήρχαν δύο από τα υδροπρίονα της οικογένειας. Εκεί συναντήσαμε τους γονείς μας και άλλες 13 οικογένειες. Σε αυτό το μέρος θα παραμέναμε ολόκληρο τον χειμώνα του 1943.
Στη «Μούρα» φτιάξαμε ξύλινες καλύβες με πρωτεργάτη τον αδερφό μου Στέργιο. Χρειάστηκαν μάλιστα καρφιά που πήγαινε και τα μάζευε από τα κατεστραμμένα σπίτια του χωριού μας. Ήταν μαύρα και καμένα και για να τα κάνει σκληρότερα τα πύρωνε μέχρι να κοκκινίσουν στη φωτιά και μετά τα έσβηνε στο νερό. Εφτά από τα δέκα καρφιά καρφωνόταν, τα άλλα λύγιζαν και ήταν άχρηστα.
Αργότερα έμαθε από τις γυναίκες να πλέκει και τις νύχτες του χειμώνα έφτιαχνε κάλτσες φανέλες και πουλόβερ για όλους. Έφτιαχνε και μαχαίρια από τα σπασμένα δόντια του υδροπρίονου τρυπώντας τις λάμες με δικής του επινόησης εργαλείο, για να προσαρμόσει ξύλινα μανίκια (λαβές). Ήταν πανέξυπνος και δαιμόνιος. Δούλεψε μάλιστα τα πριόνια μόνος του με βοηθό έναν συμμαθητή του, Ίτη στο επίθετο, αφού οι Βωβουσιώτες πριονάδες έφυγαν μετά την πυρπόληση από τους Γερμανούς, τόσο του Περιβολίου όσο και του δικού τους χωριού, τη Βωβούσα.
Ο πατέρας μας Βασίλης είχε ένα μεγάλο κτήμα στο Βελεστίνο που το διαχειρίζονταν ένας «μέσακας» (επιστάτης- μεσάζοντας). Όσοι Περιβολιώτες κατέβαιναν στα χειμαδιά μετέφεραν τρόφιμα, τα τυριά τους, σιτηρά και αλεύρι. Ο πατέρας μας κρατούσε από αυτά όσες προμήθειες μπορούσε και έδινε στους ανθρώπους σημειώματα, να πάνε να πληρωθούν από τον «μέσακα». Αυτό το κτήμα ήταν που μας έσωσε και δεν πεινάσαμε το χειμώνα στο βουνό οι οικογένειες που μέναμε στην «Μούρα».
Την επόμενη χρονιά καλοκαίρι του 1944 αρχές Ιουλίου οι Γερμανοί ξεκίνησαν γενικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά των ανταρτών και ξανανέβηκαν στην περιοχή. Στη «Μούρα» οι άνθρωποι έκρυψαν τα υπάρχοντά τους κάτω από ένα πελώριο πεύκο που τα κλαδιά του έφταναν στο έδαφος. Η μητέρα μας και πάλι είχε προαίσθημα και μας υποχρέωσε να πάρουμε τα πράγματα της οικογένειας και να φύγουμε, τα παιδιά και οι γυναίκες, μακριά.
Τα μεγαλύτερα αγόρια έφυγαν γρηγορότερα για να γλιτώσουν ψηλά στο βουνό.
Όταν έφτασαν οι Γερμανοί ο πατέρας μας μιλώντας αγγλικά, που τα έμαθε όταν ήταν μετανάστης στην Αμερική, τους έπεισε να μην τους πειράξουν, αλλά φεύγοντας έκαψαν το πεύκο με όσα είχαν κρύψει από κάτω, γλυτώνοντας όμως αυτά της μητέρας μας.
Αργότερα οι Γερμανοί μας συνάντησαν και μας έβαλαν απέναντι από την κάνη του πολυβόλου. Δεν μας πείραξαν όμως, γιατί είδαν ότι ήμασταν μόνο γυναικόπαιδα και έφυγαν.
Όταν επέστρεψαν τα αγόρια διαπιστώσαμε πως ο Γιώργος ο 20χρονος αδερφός μας δεν ήταν μαζί μας. Τον περιμέναμε αδίκως μερικές μέρες και μετά, αφού βεβαιωθήκαμε πως έφυγαν οι Γερμανοί, τον αναζητήσαμε στα γύρω βουνά. Τον βρήκαμε να επιστρέφει παγωμένος, νηστικός και ταλαιπωρημένος. Φώναζε με όση φωνή του είχε απομείνει «ντάντο, ντάντο», που στα βλάχικα σημαίνει μαμά, και έτσι τον εντοπίσαμε. Έκανε μέρες να συνέλθει και μας εξιστόρησε ότι ξεκόπηκε από τα αδέρφια και τα άλλα παιδιά και καθώς κατηφόριζε από το βουνό είδε από μακριά, μπροστά του, έναν αντάρτη που αποκαμωμένος από την πείνα και τις κακουχίες της μάχης, ξεκομμένος μάλλον κι αυτός, κατηφόριζε. Ο Γιώργος φοβήθηκε και έμεινε πίσω και μακριά όταν, όχι πολύ αργότερα, αντιλήφθηκε Γερμανούς στρατιώτες να ανεβαίνουν στο μονοπάτι. Τρομοκρατημένος έτρεξε να κρυφτεί. Μπροστά του ήταν ένας βιρός από το ρυάκι που κατέβαινε και μπήκε απεγνωσμένος στο παγωμένο νερό για να κρυφτεί μέσα σε μια συστάδα από φτέρες.
Πρόλαβε να δει τον αντάρτη απογοητευμένο να πετάει το όπλο του και να παραδίνεται και να ακούσει φασαρία φωνές και πυροβολισμούς. Έμεινε κρυμμένος εκεί μέσα στα νερά ώρες ολόκληρες ακούγοντας τον Γερμανικό στρατό να περνάει δίπλα του και αργά το βράδυ, όταν απλώθηκε τελικά ησυχία παντού, σύρθηκε έξω από τα νερά και τρύπωσε κάτω από τον κορμό ενός πεσμένου δέντρου όπου έμεινε κρυμμένος δύο μέρες. Εκεί κοντά ήταν και η σωρός του σκοτωμένου αντάρτη.
Οι δυνάμεις των Γερμανών έφυγαν προς το Μικρολίβαδο και κάπου κοντά στα σύνορα του χωριού με το Περιβόλι έγινε κι άλλη σκληρή μάχη με ομάδα ανταρτών την οποία και κατατρόπωσαν. Τα φοβερά αντίποινα των Γερμανών γι’ αυτή τη μάχη ήταν να κάψουν όλο το Μικρολίβαδο και να συγκεντρώσουν 19 από τους κατοίκους του σε μια αχυρώνα και να τους κάψουν ζωντανού. Μετά έφυγαν προς το Μέτσοβο παίρνοντας μαζί τους κλινοσκεπάσματα, χρήσιμα σκεύη και όλα τα μεγάλα ζώα της περιοχής. Όσα από αυτά σκορπούσαν, τα σκότωναν για να μην μείνουν για τροφή στους κατοίκους και κυρίως στους αντάρτες.
Όταν μάθαμε ότι οι Γερμανοί είχαν σκοτώσει ζώα ο Στέργιος με τον πατέρα μας έσπευσαν να πάρουν όσο μπορούσαν από το δέρμα τους για να φτιάξουν παπούτσια, γιατί τα δικά μας μέσα στο χειμώνα είχαν καταστραφεί.
Εδώ τελειώνει η εργασία της Αριάδνης, εγγονής του Στέργιου Μπατακόια, μαθήτριας της Τετάρτης τάξης του 2ου Δημοτικού Σχολείου Γρεβενών".mousikovagoni
ΣΟΥ ΑΡΕΣΕ; ΚΑΝΕ LIKE... ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΕ ΤΟ
Γίνετε φίλοι μας, στη σελίδα μας στο facebook: http://www.facebook.com/vatolakkiotis Στείλτε μας τις απόψεις σας, τα άρθρα σας, τις καταγγελίες σας και οτιδήποτε θέλετε στο email: kostasdigos@yahoo.gr
ολοκαύτωμα του Περιβολίου τον Οκτώβριο του 1943.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΜΠΑΤΑΚΟΪΑ (11 χρονών εκείνη την εποχή), όπως ακριβώς μου την εξιστόρησε:
"Τον Οκτώβριο του 1943 οι Γερμανοί κατέφθασαν στο Περιβόλι, με εντολή να κάψουν χωριά της περιοχής.
Τρεις Γερμανοί στρατιώτες επιστήμονες που έκαναν έρευνες για κοιτάσματα και άλλες πηγές πλούτου στην περιοχή, πήγαν στην Αβδέλα.
Η μονάδα δεν τους περίμενε να επιστρέψουν και ξεκίνησε προς την «Βάλια Κάλντα» όπου και θα στρατοπέδευε.
Οι τρεις στρατιώτες επιστρέφοντας μετά από δύο ημέρες ζήτησαν πληροφορίες από δύο γυναίκες που συνάντησαν στο δρόμο με τα παιδιά τους. Η μία από αυτές που γνώριζε γαλλικά συνεννοήθηκε μαζί τους και τους υπέδειξε τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσουν για την κοιλάδα. Πηγαίνοντας δέχτηκαν επίθεση με πυροβολισμούς από κατοίκους του χωριού που ήταν ενταγμένοι στον ΕΛΑΣ, χωρίς να τραυματιστούν. Όταν συνάντησαν την μονάδα τους και είπαν τι συνέβη, ο διοικητής έδωσε εντολή να γυρίσουν στο Περιβόλι και να το κάψουν, αν και δεν το είχαν σκοπό εκ των προτέρων.
Στην επιστροφή προς το χωριό πυροβόλησαν και σκότωσαν μερικούς βοσκούς. Οι κάτοικοι που κατάλαβαν ότι οι Γερμανοί επιστρέφουν και μάλιστα με άγριες διαθέσεις έφυγαν και κρύφτηκαν στο δάσος γύρω από το χωριό όσο πιο μακριά μπορούσαν. Όταν η Γερμανική μονάδα πλησίασε στο εξωκλήσι του Αϊ Σωτήρα συναντήθηκε με ομάδα ανταρτών και έγινε άγρια μάχη. Εκεί οι αντάρτες νικήθηκαν. Σκοτώθηκαν 8-9 άντρες τους αφού οι Γερμανοί είχαν δύναμη μεγάλη (περίπου 250 άντρες, μάλλον ένας λόχος).
Όταν έφτασαν στο Περιβόλι, έκαψαν όλα τα σπίτια εκτός από τη μεγάλη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και 2-3 σπίτια που γλύτωσαν. Σκότωσαν και έκαψαν στα σπίτια τους 29 άτομα, όλους εκείνους τους κατοίκους του χωριού που δεν πρόλαβαν να φύγουν, ανάμεσα τους και τις δύο γυναίκες με τα παιδιά τους που τους υπέδειξαν τον δρόμο τις προηγούμενες μέρες. Ήταν 23 Οκτωβρίου το 1943.
Να σημειώσουμε ότι το χειμώνα συνήθως δεν παρέμεναν κάτοικοι στο χωριό εκτός από τους δύο φύλακές του. Εκείνη τη χρονιά όμως επειδή στα Γρεβενά υπήρχε γερμανική και ιταλική κατοχή αποφάσισαν να μείνουν και να ξεχειμωνιάσουν περισσότερες από 450 οικογένειες, πλέον των 2.000 ανθρώπων. Είχαν μάλιστα φυτέψει σε κάθε ίσιο μέρος του χωριού κήπους με όλα τα λαχανικά.
Οι κάτοικοι του Περιβολίου παρέμειναν κρυμμένοι για πολλές μέρες μέχρι να βεβαιωθούν ότι οι Γερμανοί έφυγαν για τα καλά. Οι περισσότεροι αναχώρησαν για τα χειμαδιά, αλλά πολλοί από αυτούς έμεινα σε καλύβες που έφτιαξαν στο δάσος έξω από το χωριό.
Η οικογένεια του Βασίλη Μπατακόια, με τους πέντε γιούς του, κρυφτήκανε στην περιοχή «Λουμίντσα» κάπου εκεί που τώρα είναι το σύμπλεγμα του Δασαρχείου. Η μητέρα μας Βικτώρια όμως ανησυχούσε για τα παιδιά της και μας έστειλε να κρυφτούμε, μακριά, ψηλά στην περιοχή «λα Σούλι». Με οδηγό τον πιο δραστήριο αδερφό μας, το Στέργιο, που κρατούσε φακό, τα πέντε παιδιά φορτωμένα με μπόγους, ανεβήκαμε κάτω από καταρρακτώδη βροχή, από ένα δύσβατο και επικίνδυνο μονοπάτι στο βουνό. Εκεί κόψαμε με το τσεκούρι δέντρα και φτιάξαμε τον σκελετό μιας καλύβας. Τον σκεπάσαμε με κιλίμια από γιδόμαλο και κοιμηθήκαμε μέσα, πάνω σε βελέντζες για μερικές μέρες. Μαγειρέψαμε μάλιστα σε έναν τενεκέ φασολάδα όλο ζουμί, με τα λιγοστά φασόλια που είχαμε μαζί μας και τρώγαμε.
Μετά πήραμε τον δρόμο προς την περιοχή «Μούρα», όπου υπήρχαν δύο από τα υδροπρίονα της οικογένειας. Εκεί συναντήσαμε τους γονείς μας και άλλες 13 οικογένειες. Σε αυτό το μέρος θα παραμέναμε ολόκληρο τον χειμώνα του 1943.
Στη «Μούρα» φτιάξαμε ξύλινες καλύβες με πρωτεργάτη τον αδερφό μου Στέργιο. Χρειάστηκαν μάλιστα καρφιά που πήγαινε και τα μάζευε από τα κατεστραμμένα σπίτια του χωριού μας. Ήταν μαύρα και καμένα και για να τα κάνει σκληρότερα τα πύρωνε μέχρι να κοκκινίσουν στη φωτιά και μετά τα έσβηνε στο νερό. Εφτά από τα δέκα καρφιά καρφωνόταν, τα άλλα λύγιζαν και ήταν άχρηστα.
Αργότερα έμαθε από τις γυναίκες να πλέκει και τις νύχτες του χειμώνα έφτιαχνε κάλτσες φανέλες και πουλόβερ για όλους. Έφτιαχνε και μαχαίρια από τα σπασμένα δόντια του υδροπρίονου τρυπώντας τις λάμες με δικής του επινόησης εργαλείο, για να προσαρμόσει ξύλινα μανίκια (λαβές). Ήταν πανέξυπνος και δαιμόνιος. Δούλεψε μάλιστα τα πριόνια μόνος του με βοηθό έναν συμμαθητή του, Ίτη στο επίθετο, αφού οι Βωβουσιώτες πριονάδες έφυγαν μετά την πυρπόληση από τους Γερμανούς, τόσο του Περιβολίου όσο και του δικού τους χωριού, τη Βωβούσα.
Ο πατέρας μας Βασίλης είχε ένα μεγάλο κτήμα στο Βελεστίνο που το διαχειρίζονταν ένας «μέσακας» (επιστάτης- μεσάζοντας). Όσοι Περιβολιώτες κατέβαιναν στα χειμαδιά μετέφεραν τρόφιμα, τα τυριά τους, σιτηρά και αλεύρι. Ο πατέρας μας κρατούσε από αυτά όσες προμήθειες μπορούσε και έδινε στους ανθρώπους σημειώματα, να πάνε να πληρωθούν από τον «μέσακα». Αυτό το κτήμα ήταν που μας έσωσε και δεν πεινάσαμε το χειμώνα στο βουνό οι οικογένειες που μέναμε στην «Μούρα».
Την επόμενη χρονιά καλοκαίρι του 1944 αρχές Ιουλίου οι Γερμανοί ξεκίνησαν γενικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά των ανταρτών και ξανανέβηκαν στην περιοχή. Στη «Μούρα» οι άνθρωποι έκρυψαν τα υπάρχοντά τους κάτω από ένα πελώριο πεύκο που τα κλαδιά του έφταναν στο έδαφος. Η μητέρα μας και πάλι είχε προαίσθημα και μας υποχρέωσε να πάρουμε τα πράγματα της οικογένειας και να φύγουμε, τα παιδιά και οι γυναίκες, μακριά.
Τα μεγαλύτερα αγόρια έφυγαν γρηγορότερα για να γλιτώσουν ψηλά στο βουνό.
Όταν έφτασαν οι Γερμανοί ο πατέρας μας μιλώντας αγγλικά, που τα έμαθε όταν ήταν μετανάστης στην Αμερική, τους έπεισε να μην τους πειράξουν, αλλά φεύγοντας έκαψαν το πεύκο με όσα είχαν κρύψει από κάτω, γλυτώνοντας όμως αυτά της μητέρας μας.
Αργότερα οι Γερμανοί μας συνάντησαν και μας έβαλαν απέναντι από την κάνη του πολυβόλου. Δεν μας πείραξαν όμως, γιατί είδαν ότι ήμασταν μόνο γυναικόπαιδα και έφυγαν.
Όταν επέστρεψαν τα αγόρια διαπιστώσαμε πως ο Γιώργος ο 20χρονος αδερφός μας δεν ήταν μαζί μας. Τον περιμέναμε αδίκως μερικές μέρες και μετά, αφού βεβαιωθήκαμε πως έφυγαν οι Γερμανοί, τον αναζητήσαμε στα γύρω βουνά. Τον βρήκαμε να επιστρέφει παγωμένος, νηστικός και ταλαιπωρημένος. Φώναζε με όση φωνή του είχε απομείνει «ντάντο, ντάντο», που στα βλάχικα σημαίνει μαμά, και έτσι τον εντοπίσαμε. Έκανε μέρες να συνέλθει και μας εξιστόρησε ότι ξεκόπηκε από τα αδέρφια και τα άλλα παιδιά και καθώς κατηφόριζε από το βουνό είδε από μακριά, μπροστά του, έναν αντάρτη που αποκαμωμένος από την πείνα και τις κακουχίες της μάχης, ξεκομμένος μάλλον κι αυτός, κατηφόριζε. Ο Γιώργος φοβήθηκε και έμεινε πίσω και μακριά όταν, όχι πολύ αργότερα, αντιλήφθηκε Γερμανούς στρατιώτες να ανεβαίνουν στο μονοπάτι. Τρομοκρατημένος έτρεξε να κρυφτεί. Μπροστά του ήταν ένας βιρός από το ρυάκι που κατέβαινε και μπήκε απεγνωσμένος στο παγωμένο νερό για να κρυφτεί μέσα σε μια συστάδα από φτέρες.
Πρόλαβε να δει τον αντάρτη απογοητευμένο να πετάει το όπλο του και να παραδίνεται και να ακούσει φασαρία φωνές και πυροβολισμούς. Έμεινε κρυμμένος εκεί μέσα στα νερά ώρες ολόκληρες ακούγοντας τον Γερμανικό στρατό να περνάει δίπλα του και αργά το βράδυ, όταν απλώθηκε τελικά ησυχία παντού, σύρθηκε έξω από τα νερά και τρύπωσε κάτω από τον κορμό ενός πεσμένου δέντρου όπου έμεινε κρυμμένος δύο μέρες. Εκεί κοντά ήταν και η σωρός του σκοτωμένου αντάρτη.
Οι δυνάμεις των Γερμανών έφυγαν προς το Μικρολίβαδο και κάπου κοντά στα σύνορα του χωριού με το Περιβόλι έγινε κι άλλη σκληρή μάχη με ομάδα ανταρτών την οποία και κατατρόπωσαν. Τα φοβερά αντίποινα των Γερμανών γι’ αυτή τη μάχη ήταν να κάψουν όλο το Μικρολίβαδο και να συγκεντρώσουν 19 από τους κατοίκους του σε μια αχυρώνα και να τους κάψουν ζωντανού. Μετά έφυγαν προς το Μέτσοβο παίρνοντας μαζί τους κλινοσκεπάσματα, χρήσιμα σκεύη και όλα τα μεγάλα ζώα της περιοχής. Όσα από αυτά σκορπούσαν, τα σκότωναν για να μην μείνουν για τροφή στους κατοίκους και κυρίως στους αντάρτες.
Όταν μάθαμε ότι οι Γερμανοί είχαν σκοτώσει ζώα ο Στέργιος με τον πατέρα μας έσπευσαν να πάρουν όσο μπορούσαν από το δέρμα τους για να φτιάξουν παπούτσια, γιατί τα δικά μας μέσα στο χειμώνα είχαν καταστραφεί.
Εδώ τελειώνει η εργασία της Αριάδνης, εγγονής του Στέργιου Μπατακόια, μαθήτριας της Τετάρτης τάξης του 2ου Δημοτικού Σχολείου Γρεβενών".mousikovagoni
ΣΟΥ ΑΡΕΣΕ; ΚΑΝΕ LIKE... ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΕ ΤΟ
Γίνετε φίλοι μας, στη σελίδα μας στο facebook: http://www.facebook.com/vatolakkiotis Στείλτε μας τις απόψεις σας, τα άρθρα σας, τις καταγγελίες σας και οτιδήποτε θέλετε στο email: kostasdigos@yahoo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου