Γράφει ο Τάσος Σεβαστιάδης
Δεν σας κρύβω ότι περίμενα με ανυπομονησία το Σάββατο πριν την Πρωτοχρονιά, να δω τα ποντιακά δρώμενα (πόντιος γαρ) στην κεντρική πλατεία Γρεβενών από τον ποντιακό σύλλογο Κομνηνών...
(Ούτσενα) Πτολεμαΐδας, τα γνωστά «Μωμοέρια». Πολύ λίγα ήξερα για τα «Μωμοέρια» σε αντίθεση με τα «ρουγκατσάρια» που γίνονται κάθε χρόνο την Πρωτοχρονιά στον Αη Γιώργη στο χωριό που γεννήθηκα και μεγάλωσα.
Όταν άρχισε λοιπόν το δρώμενο, πλησίασα να το δω από κοντά. Συμπτωματικά έπεσα πάνω στον Γιωρίκα τον φίλο μου. «Εγώ μου είπε πάω κάθε χρόνο στα χωριά της Κοζάνης και βλέπω τα «Μωμοέρια» που γίνονται το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων.» «Εγώ του λέω τα βλέπω πρώτη φορά.» Και ενώ ο άτυπος αυτός λαϊκός θίασος άρχισε να κάνει φιγούρες και κινήσεις που είχαν κωμικό περιεχόμενο, πάντα κάτω από τους ήχους της ποντιακής λύρας και του νταουλιού, μετεξελίχθηκαν οι κινήσεις σε έναν άφταστο ποντιακό χορό που ο κόσμος που τα παρακολουθούσε ξέσπασε σε ένα χειροκρότημα ενθουσιασμού. Ο Γιώργος, χωρίς να με πάρει χαμπάρι, τον είδα σε μία λοξή ματιά να σκουπίζει τα καυτά δάκρυα που κυλούσαν στο πρόσωπό του.
Οι συνειρμοί που κάνεις, αν έχεις ακούσματα από τους παππούδες, σε οδηγούν τη σκέψη σε μια αρχέγονη περίοδο πίσω στο βάθος. Σε ένα βάθος που δεν έχει τέρμα για το μυαλό μας. Φεύγουμε με τον Γιώργο και στα πρόσωπά μας είναι ξεκάθαρη μία χαρμολύπη για αυτό που είδαμε έστω και χωρίς την πρωταρχική μορφή του. Ο χρόνος άλλωστε είναι αδάμαστος και σκληρός. «Πώς ξεκίνησαν αυτά τα «Μωμοέρια», τον ρωτάω;» Ο Γιωρίκας άρχισε να μου λέει για την ιστορία των «Μωμοέριων» του Πόντου. «Ο Θεός Μώμος στην αρχαιότητα αποτελούσε την προσωποποίηση της σάτιρας και του σαρκασμού και συνδεόταν με τις γιορτές που ήταν αφιερωμένες στο Θεό Διόνυσο. Αυτοσχέδιοι λαϊκοί θίασοι δίνουν παραστάσεις σε πλατείες και δρόμους των χωριών.
Δεν σας κρύβω ότι περίμενα με ανυπομονησία το Σάββατο πριν την Πρωτοχρονιά, να δω τα ποντιακά δρώμενα (πόντιος γαρ) στην κεντρική πλατεία Γρεβενών από τον ποντιακό σύλλογο Κομνηνών...
(Ούτσενα) Πτολεμαΐδας, τα γνωστά «Μωμοέρια». Πολύ λίγα ήξερα για τα «Μωμοέρια» σε αντίθεση με τα «ρουγκατσάρια» που γίνονται κάθε χρόνο την Πρωτοχρονιά στον Αη Γιώργη στο χωριό που γεννήθηκα και μεγάλωσα.
Όταν άρχισε λοιπόν το δρώμενο, πλησίασα να το δω από κοντά. Συμπτωματικά έπεσα πάνω στον Γιωρίκα τον φίλο μου. «Εγώ μου είπε πάω κάθε χρόνο στα χωριά της Κοζάνης και βλέπω τα «Μωμοέρια» που γίνονται το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων.» «Εγώ του λέω τα βλέπω πρώτη φορά.» Και ενώ ο άτυπος αυτός λαϊκός θίασος άρχισε να κάνει φιγούρες και κινήσεις που είχαν κωμικό περιεχόμενο, πάντα κάτω από τους ήχους της ποντιακής λύρας και του νταουλιού, μετεξελίχθηκαν οι κινήσεις σε έναν άφταστο ποντιακό χορό που ο κόσμος που τα παρακολουθούσε ξέσπασε σε ένα χειροκρότημα ενθουσιασμού. Ο Γιώργος, χωρίς να με πάρει χαμπάρι, τον είδα σε μία λοξή ματιά να σκουπίζει τα καυτά δάκρυα που κυλούσαν στο πρόσωπό του.
Οι συνειρμοί που κάνεις, αν έχεις ακούσματα από τους παππούδες, σε οδηγούν τη σκέψη σε μια αρχέγονη περίοδο πίσω στο βάθος. Σε ένα βάθος που δεν έχει τέρμα για το μυαλό μας. Φεύγουμε με τον Γιώργο και στα πρόσωπά μας είναι ξεκάθαρη μία χαρμολύπη για αυτό που είδαμε έστω και χωρίς την πρωταρχική μορφή του. Ο χρόνος άλλωστε είναι αδάμαστος και σκληρός. «Πώς ξεκίνησαν αυτά τα «Μωμοέρια», τον ρωτάω;» Ο Γιωρίκας άρχισε να μου λέει για την ιστορία των «Μωμοέριων» του Πόντου. «Ο Θεός Μώμος στην αρχαιότητα αποτελούσε την προσωποποίηση της σάτιρας και του σαρκασμού και συνδεόταν με τις γιορτές που ήταν αφιερωμένες στο Θεό Διόνυσο. Αυτοσχέδιοι λαϊκοί θίασοι δίνουν παραστάσεις σε πλατείες και δρόμους των χωριών.
Οι ενδυμασίες των μεταμφιεσμένων είναι από δέρματα ζώων. Χαρακτηριστική είναι η παρουσία ξηρών καρπών και βοτάνων τα οποία έχουν με αρμαθιές κρεμασμένα στο λαιμό, υποδηλώνοντας τη μαγική και γενετήσια αφετηρία που συνδέονταν με αυτά στο παρελθόν. Ο θίασος αποτελείται από το κεντρικότερο πρόσωπο που είναι η νύφη που ενσαρκώνει τη βλάστηση και τη γονιμότητα της γης. Η σύγκρουση ενός νέου άνδρα με έναν γέρο για την κατάκτηση της νύφης δείχνει την αντικατάσταση του παλιού από το νέο χρόνο. Και στο τέλος ακολουθεί χορός και τραγούδι σε ένα τρικούβερτο γλέντι. Οι ρίζες του εθίμου, συνεχίζει ο Γιωρίκας, βρίσκονται στους προχριστιανικούς χρόνους, αλλά οι πόντιοι αργότερα του έδωσαν χριστιανικό χαρακτήρα.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου