Γράφει η Μπαλιάμη Κωνσταντίνα: Ψυχολόγος Δ/νσης Δημόσιας Υγείας & Κοινωνικής Μέριμνας
Ένα μεγάλο μέρος της παιδικής επιθετικότητας είναι μια παρενέργεια της κοινωνικοποίησης, μιας διαδικασίας κατά την οποία...
τα άτομα αποκτούν τα απαραίτητα εφόδια που τους επιτρέπουν να...
ενσωματωθούν στο κοινωνικό τους περιβάλλον.
Ήδη από τη γέννηση του ένα παιδί με ένα μόνο κλάμα μαθαίνει να προσαρμόζει το περιβάλλον στις ανάγκες του και ταυτόχρονα να δέχεται ποικίλες επιρροές από αυτό.
Μέσα σε 365 ημέρες διανύει τόσα χιλιόμετρα υπερπηδά τόσα εμπόδια και υφίσταται τόσες επιρροές, ώστε έως τα πρώτα του γενέθλια, το μέχρι πρότινος μη κοινωνικό νεογέννητο, να έχει ενταχθεί στο ανθρώπινο είδος.
Αν και η πειθαρχία σαν μέσο διαπαιδαγώγησης, ανατροφής και άμεσης επιρροής αποδεικνύεται αποτελεσματική κατά το δεύτερο έτος της ηλικίας του παιδιού, οι βάσεις θα πρέπει να τεθούν πολύ νωρίτερα μέσα από την εγκαθίδρυση μιας σχέσης που να διέπεται από σεβασμό, εμπιστοσύνη και τρυφερότητα προς το παιδί. Οι γονείς οφείλουν να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των παιδιών και να επιβάλλουν σταδιακά κανόνες χωρίς να υιοθετούν μεθόδους αυταρχικής τιμωρίας είτε ανεξέλεγκτης επιτρεπτικότητας (ελευθερία χωρίς όρια).
Όταν η διαπαιδαγώγηση είναι επιτρεπτική, δηλαδή η πειθαρχία που ασκούν οι γονείς είναι χαλαρή, χωρίς επιβολή κανόνων, η ελευθερία παίρνει την πιο ακραία της διάσταση και στο παιδί δίνεται η δυνατότητα να κάνει ό,τι θέλει. Οι περισσότεροι γονείς είναι ανεκτικοί απέναντι στα παιδιά τους πιστεύοντας ακράδαντα πως δουλειά τους είναι να τα υπηρετούν, να τα κάνουν ευτυχισμένα, με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα συνεργαστούν όταν κατανοήσουν την αξία της συνεργασίας.
Με αυτόν τον τρόπο, όμως, η δύναμη και ο έλεγχος μεταβιβάζεται εξολοκλήρου στα παιδιά με αποτέλεσμα να γαλουχούνται με ιδέες του τύπου «είμαι παντοδύναμος» ή να πιστεύουν πως οι κανόνες είναι μόνο για τους άλλους ενώ αυτά μπορούν να κάνουν ότι θέλουν.
Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τα παιδιά να ανταποκρίνονται με το να δοκιμάζουν συνεχώς τα όρια τους προκαλώντας και αψηφώντας τόσο κανόνες όσο και κάθε μορφή εξουσίας. Αδιαφορούν και δεν αποδέχονται τα λόγια τους κουράζοντας τους και αναγκάζοντας τους να τα νουθετούν και να τα επιπλήττουν συνεχώς.
Από την άλλη πλευρά, όταν η διαπαιδαγώγηση είναι «αυταρχική», οι γονείς επιχειρούν να ελέγχουν και να αξιολογούν τη συμπεριφορά του παιδιού με ένα σταθερό καθορισμένο πλαίσιο συμπεριφοράς όπου κυριαρχεί η αυστηρότητα, ο δεσποτισμός και ο απόλυτος δογματισμός. Μια τέτοια συμπεριφορά των γονέων υποκινείται από ιδεολογικά κατασκευάσματα του τύπου «τα παιδιά είναι ιδιοκτησία μας, οφείλουν να υπακούουν και μαθαίνουν μόνο όταν πονέσουν» έχοντας αναπτυγμένη την πεποίθηση πως η υπακοή είναι αρετή με αποτέλεσμα να υιοθετούν τιμωρητικούς και βίαιους τρόπους ελέγχου. Η δύναμη και ο έλεγχος ανήκει καθαρά στους γονείς θεωρώντας πως τα προβλήματα επιλύονται μόνο με τη χρήση βίας.
Με αυτό τον τρόπο διαπαιδαγώγησης τα παιδιά μαθαίνουν πως οι γονείς τους είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για την επίλυση των προβλημάτων ακολουθώντας επώδυνους τρόπους επικοινωνίας και επίλυσης.
Έτσι, λοιπόν, κάποια παιδιά μαθαίνουν να αντιδρούν με θυμό και πείσμα, με διάθεση εκδικητικότητας, επιθετικότητας και επαναστατικότητας ενώ άλλα αποσύρονται νιώθοντας πλήρως υποταγμένα και φοβισμένα.
Εύλογα συμπεραίνουμε πως τόσο τα άκρα της επιτρεπτικότητας (ελευθερία χωρίς όρια), όσο και τα άκρα του αυταρχισμού (όρια χωρίς ελευθερία), εγκυμονούν κινδύνους που απειλούν άμεσα την ψυχοσυναισθηματική υγεία και ανάπτυξη του παιδιού.
Όταν η πειθαρχία που εφαρμόζουμε είναι χαλαρή-επιτρεπτική, τότε ενδέχεται το παιδί να παρουσιάσει μια συνεχή και χρόνια ανεύθυνη και αντικοινωνική συμπεριφορά. Εξελίσσεται σε άτομο ανεξάρτητο και εγωκεντρικό. Μαθαίνει να λέει πιο εύκολα ψέματα, να καυγαδίζει και να έχει έντονα προβλήματα με κάθε μορφή εξουσίας.
Απεναντίας, όταν η πειθαρχία που εφαρμόζουμε είναι αυστηρή, τότε το παιδί μπορεί να παρουσιάσει μια συμπεριφορά με κυρίαρχο χαρακτηριστικό το άγχος και το φόβο. Το παιδί αρχίζει να φοβάται οποιαδήποτε αρνητική κριτική, αποφεύγει κάθε κοινωνική συναλλαγή και αποσύρεται στο δικό του κόσμο εμφανίζοντας έντονα συμπτώματα ντροπαλότητας. Η αυτοπεποίθηση και η αυτοεκτίμησή του είναι περιορισμένες με αποτέλεσμα να μετατρέπεται σε άτομο άβουλο, πειθήνιο και υποτακτικό.
Πρόσφατες έρευνες έδειξαν πως η χρυσή τομή σε θέματα διαπαιδαγώγησης και ανατροφής μπορεί να υπάρξει, αν και αυτό δεν είναι πάντοτε εφικτό και εύκολο, ιδιαίτερα όταν οι γονείς μαθαίνουν να υιοθετούν σαφείς, άμεσους και συγκεκριμένους τρόπους συμπεριφοράς.
Όταν ο γονέας, πέρα από ένα περιβάλλον αγάπης φροντίδας και στοργής, παρέχει στο παιδί του σωστά πρότυπα μίμησης, του δίνει σαφείς και ξεκάθαρες εξηγήσεις για τις ενέργειες του και αναμφίβολα τα λεγόμενα του υποστηρίζονται από τις πράξεις του εννοώντας αυτά που λέει, τότε να είναι σίγουρος πως το παιδί του θα αρχίζει να μαθαίνει πως το «όχι» σημαίνει «όχι», πως αναμένεται και απαιτείται από το ίδιο να τηρεί τους κανόνες, όπως, φυσικά, αναμένεται και απαιτείται και από τον ίδιο το γονέα. Σταδιακά εγκαθίσταται μια σχέση που θα προάγει την υπευθυνότητα και θα βασίζεται στην αμοιβαία εκτίμηση και σεβασμό.
Εύλογα, λοιπόν, συμπεραίνουμε πως αν το παιδί μάθει με το σωστό τρόπο να απαιτεί από τους άλλους καθώς και να αναγνωρίζει όσα οι άλλοι απαιτούν από αυτό, τότε να είστε σίγουροι πως θα αναπτύξει μια υγιή προσωπικότητα.
τα άτομα αποκτούν τα απαραίτητα εφόδια που τους επιτρέπουν να...
ενσωματωθούν στο κοινωνικό τους περιβάλλον.
Ήδη από τη γέννηση του ένα παιδί με ένα μόνο κλάμα μαθαίνει να προσαρμόζει το περιβάλλον στις ανάγκες του και ταυτόχρονα να δέχεται ποικίλες επιρροές από αυτό.
Μέσα σε 365 ημέρες διανύει τόσα χιλιόμετρα υπερπηδά τόσα εμπόδια και υφίσταται τόσες επιρροές, ώστε έως τα πρώτα του γενέθλια, το μέχρι πρότινος μη κοινωνικό νεογέννητο, να έχει ενταχθεί στο ανθρώπινο είδος.
Αν και η πειθαρχία σαν μέσο διαπαιδαγώγησης, ανατροφής και άμεσης επιρροής αποδεικνύεται αποτελεσματική κατά το δεύτερο έτος της ηλικίας του παιδιού, οι βάσεις θα πρέπει να τεθούν πολύ νωρίτερα μέσα από την εγκαθίδρυση μιας σχέσης που να διέπεται από σεβασμό, εμπιστοσύνη και τρυφερότητα προς το παιδί. Οι γονείς οφείλουν να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των παιδιών και να επιβάλλουν σταδιακά κανόνες χωρίς να υιοθετούν μεθόδους αυταρχικής τιμωρίας είτε ανεξέλεγκτης επιτρεπτικότητας (ελευθερία χωρίς όρια).
Όταν η διαπαιδαγώγηση είναι επιτρεπτική, δηλαδή η πειθαρχία που ασκούν οι γονείς είναι χαλαρή, χωρίς επιβολή κανόνων, η ελευθερία παίρνει την πιο ακραία της διάσταση και στο παιδί δίνεται η δυνατότητα να κάνει ό,τι θέλει. Οι περισσότεροι γονείς είναι ανεκτικοί απέναντι στα παιδιά τους πιστεύοντας ακράδαντα πως δουλειά τους είναι να τα υπηρετούν, να τα κάνουν ευτυχισμένα, με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα συνεργαστούν όταν κατανοήσουν την αξία της συνεργασίας.
Με αυτόν τον τρόπο, όμως, η δύναμη και ο έλεγχος μεταβιβάζεται εξολοκλήρου στα παιδιά με αποτέλεσμα να γαλουχούνται με ιδέες του τύπου «είμαι παντοδύναμος» ή να πιστεύουν πως οι κανόνες είναι μόνο για τους άλλους ενώ αυτά μπορούν να κάνουν ότι θέλουν.
Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τα παιδιά να ανταποκρίνονται με το να δοκιμάζουν συνεχώς τα όρια τους προκαλώντας και αψηφώντας τόσο κανόνες όσο και κάθε μορφή εξουσίας. Αδιαφορούν και δεν αποδέχονται τα λόγια τους κουράζοντας τους και αναγκάζοντας τους να τα νουθετούν και να τα επιπλήττουν συνεχώς.
Από την άλλη πλευρά, όταν η διαπαιδαγώγηση είναι «αυταρχική», οι γονείς επιχειρούν να ελέγχουν και να αξιολογούν τη συμπεριφορά του παιδιού με ένα σταθερό καθορισμένο πλαίσιο συμπεριφοράς όπου κυριαρχεί η αυστηρότητα, ο δεσποτισμός και ο απόλυτος δογματισμός. Μια τέτοια συμπεριφορά των γονέων υποκινείται από ιδεολογικά κατασκευάσματα του τύπου «τα παιδιά είναι ιδιοκτησία μας, οφείλουν να υπακούουν και μαθαίνουν μόνο όταν πονέσουν» έχοντας αναπτυγμένη την πεποίθηση πως η υπακοή είναι αρετή με αποτέλεσμα να υιοθετούν τιμωρητικούς και βίαιους τρόπους ελέγχου. Η δύναμη και ο έλεγχος ανήκει καθαρά στους γονείς θεωρώντας πως τα προβλήματα επιλύονται μόνο με τη χρήση βίας.
Με αυτό τον τρόπο διαπαιδαγώγησης τα παιδιά μαθαίνουν πως οι γονείς τους είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για την επίλυση των προβλημάτων ακολουθώντας επώδυνους τρόπους επικοινωνίας και επίλυσης.
Έτσι, λοιπόν, κάποια παιδιά μαθαίνουν να αντιδρούν με θυμό και πείσμα, με διάθεση εκδικητικότητας, επιθετικότητας και επαναστατικότητας ενώ άλλα αποσύρονται νιώθοντας πλήρως υποταγμένα και φοβισμένα.
Εύλογα συμπεραίνουμε πως τόσο τα άκρα της επιτρεπτικότητας (ελευθερία χωρίς όρια), όσο και τα άκρα του αυταρχισμού (όρια χωρίς ελευθερία), εγκυμονούν κινδύνους που απειλούν άμεσα την ψυχοσυναισθηματική υγεία και ανάπτυξη του παιδιού.
Όταν η πειθαρχία που εφαρμόζουμε είναι χαλαρή-επιτρεπτική, τότε ενδέχεται το παιδί να παρουσιάσει μια συνεχή και χρόνια ανεύθυνη και αντικοινωνική συμπεριφορά. Εξελίσσεται σε άτομο ανεξάρτητο και εγωκεντρικό. Μαθαίνει να λέει πιο εύκολα ψέματα, να καυγαδίζει και να έχει έντονα προβλήματα με κάθε μορφή εξουσίας.
Απεναντίας, όταν η πειθαρχία που εφαρμόζουμε είναι αυστηρή, τότε το παιδί μπορεί να παρουσιάσει μια συμπεριφορά με κυρίαρχο χαρακτηριστικό το άγχος και το φόβο. Το παιδί αρχίζει να φοβάται οποιαδήποτε αρνητική κριτική, αποφεύγει κάθε κοινωνική συναλλαγή και αποσύρεται στο δικό του κόσμο εμφανίζοντας έντονα συμπτώματα ντροπαλότητας. Η αυτοπεποίθηση και η αυτοεκτίμησή του είναι περιορισμένες με αποτέλεσμα να μετατρέπεται σε άτομο άβουλο, πειθήνιο και υποτακτικό.
Πρόσφατες έρευνες έδειξαν πως η χρυσή τομή σε θέματα διαπαιδαγώγησης και ανατροφής μπορεί να υπάρξει, αν και αυτό δεν είναι πάντοτε εφικτό και εύκολο, ιδιαίτερα όταν οι γονείς μαθαίνουν να υιοθετούν σαφείς, άμεσους και συγκεκριμένους τρόπους συμπεριφοράς.
Όταν ο γονέας, πέρα από ένα περιβάλλον αγάπης φροντίδας και στοργής, παρέχει στο παιδί του σωστά πρότυπα μίμησης, του δίνει σαφείς και ξεκάθαρες εξηγήσεις για τις ενέργειες του και αναμφίβολα τα λεγόμενα του υποστηρίζονται από τις πράξεις του εννοώντας αυτά που λέει, τότε να είναι σίγουρος πως το παιδί του θα αρχίζει να μαθαίνει πως το «όχι» σημαίνει «όχι», πως αναμένεται και απαιτείται από το ίδιο να τηρεί τους κανόνες, όπως, φυσικά, αναμένεται και απαιτείται και από τον ίδιο το γονέα. Σταδιακά εγκαθίσταται μια σχέση που θα προάγει την υπευθυνότητα και θα βασίζεται στην αμοιβαία εκτίμηση και σεβασμό.
Εύλογα, λοιπόν, συμπεραίνουμε πως αν το παιδί μάθει με το σωστό τρόπο να απαιτεί από τους άλλους καθώς και να αναγνωρίζει όσα οι άλλοι απαιτούν από αυτό, τότε να είστε σίγουροι πως θα αναπτύξει μια υγιή προσωπικότητα.
Γράφει η
Μπαλιάμη Κωνσταντίνα
Μπαλιάμη Κωνσταντίνα
Ψυχολόγος Δ/νσης Δημόσιας Υγείας & Κοινωνικής Μέριμνας
Από το grevnews.blogspot.gr
2 σχόλια:
πολύ ωραίο περιεχόμενο!ένας πολυτιμος οδηγός διαπαιδαγώγησης!
Πολύ ωραίο άρθρο!
Δημοσίευση σχολίου