Οι μέρες, οι μήνες, μπορεί και τα χρόνια που είχες αλυσίδες στο σώμα σου, πέρασαν. Οι χειροπέδες βγήκαν απ’ τα χέρια σου και τα σχοινιά στο λαιμό σου λύθηκαν. Ίσως να αναρωτιέσαι πού ήταν τόσο καιρό το κλειδί για να...
ξεκλειδώσεις την κλειδαριά που σε κρατούσε φυλακισμένο ή το μαχαίρι για τη διακοπή του γόρδιου δεσμού.
Ενός δεσμού ασφυκτικού, αποπνικτικού κι επικίνδυνου. Που ήξερε πολύ καλά πώς να σε τοποθετεί στα μικροπράγματα, πώς να σε κάνει ένα με αυτά. Άνοιγε ένα κουτάκι με τα άχρηστά του και σε έβαζε μέσα, παρέα με ό,τι ήταν ασήμαντο κι αδιάφορο. Το κουτάκι που το είχε για ώρα ανάγκης και το άνοιγε μόνο όταν κάτι μπορεί να του φαινόταν ως εναλλακτική, προκειμένου να κρύψει την ανασφάλειά του.
Σε χρόνους ξεχασμένους το ξεσκόνιζε, το άρπαζε κι έβγαζε από μέσα εσένα. Ξαφνικά εκεί γινόσουν θεός. Ο θεός που πίστευε, ο θεός που λάτρευε, ο θεός που προσκυνούσε. Γιατί εκείνο το λεπτό, εκείνη τη στιγμή ήσουν η λύση του, η επιβεβαίωσή του, το κράτημά του. Και μόλις ξεφούσκωνε όλο αυτό ή αποδεικνυόσουν κάτι αδύναμο για εκείνον σε ξανακλείδωνε. Σε έπαιρνε απ’ το χέρι και χωρίς να το καταλαβαίνεις είχες βρεθεί κιόλας στο ράφι με τα πρόχειρα αντικείμενα, τα σκονισμένα και τα προσωρινώς πεταμένα. Μέχρι να αποφασίσει να σε βάλει και σε καμιά σακούλα σκουπιδιών, οριστικά.
Κι εσύ είτε γιατί τα μάτια σου ήταν κλειστά, είτε γιατί η όρασή σου ήταν μειωμένη έκανες ακριβώς όλα τα παραπάνω. Χωρίς πολλά πολλά, χωρίς αντίσταση, χωρίς «όχι». Ήσουν σίγουρος πως εκεί ανήκεις. Το είχες πιστέψει, το είχες αποδεχτεί πως είσαι μια δεύτερη επιλογή. Ένα μικρό αντικείμενο σαν τόσα και τόσα.
Αλλά έξω ξημέρωσε. Η ώρα είναι οχτώ το πρωί και με ένα μαγικό τρόπο βρήκες τον τρόπο να αποδιωχτείς από μια εγκεφαλική σου βλάβη. Μια τρομακτική σου εθελοτυφλία, μια ανεξήγητη άπνοια. Ξέρεις πια πώς να το κάνεις. Ξέρεις πια πώς να γίνεις ο ήρωας μιας περιπέτειας. Πώς να δράσεις και να ξεφύγεις από κάτι που δεν είσαι εσύ. Από κάτι που δεν είναι ο δικός σου ουρανός, το δικό σου μέρος.
Γιατί το μόνο σίγουρο είναι πως δεν ανήκεις σε ένα τσουβάλι με ξεχασμένα πράγματα ούτε σε ένα συρτάρι που έχει μέσα της Παναγιάς τα μάτια και θέλει ξεσκαρτάρισμα. Ανήκεις κάπου αλλού. Μήπως τελικά ανήκεις σε αυτούς που σ’ αγαπάνε;
Ξέρεις, εκείνους που εξαιτίας της φυλάκισής σου για κάτι που δεν έφταιγες, τους παραμέλησες, τους έβαλες σε δεύτερη μοίρα. Ναι, εκεί ανήκεις. Σε αυτούς που ακόμη σε περιμένουν. Να γυρίσεις πίσω δυνατός. Και θα σε χειροκροτήσουν για ό,τι είσαι, για όποιο σφάλμα έκανες. Θα είναι περήφανοι για σένα που τα κατάφερες κι απέδρασες από κάτι ανθυγιεινό και τοξικό.
Αυτό αναμένουν. Την ανάστασή σου, το χαμόγελό σου, την όρεξή σου για ζωή. Περιμένουν ακόμη να χορέψετε και να τραγουδήσετε. Περιμένουν ακόμα το πάρτι της επανασύνδεσης. Θέλουν να σε αγκαλιάσουν και να σε φιλήσουν. Να σου πουν πόσο τους έλειψες. Γιατί γι’ αυτούς η απουσία σου ήταν πάντα αισθητή. Σε αυτούς όντως έλειπες κι όντως ήθελαν να είναι μαζί σου. Είτε ήσουν νευρικός, είτε σπαστικός, είτε το πιο παράξενο ον στον πλανήτη. Σ’ αγαπούσαν και σ’ αγαπάνε ακόμη γι’ αυτό που είσαι. Γι’ αυτό που νιώθουν, όταν είσαι δίπλα τους.
Ευτυχώς οι ώρες περνάνε γρήγορα απόψε. Βρήκες την πόρτα απ’ το σκοτάδι και καταφθάνεις στο φως. Λίγο ακόμη έχει μείνει και θα είσαι πάλι πίσω. Μακριά από δήθεν αγκαλιές, δήθεν φιλιά, δανεικούς έρωτες. Μακριά από πληγές και σημάδια. Μακριά απ’ τη σκόνη που είχες πιάσει καθηλωμένος στο κουτί των αχρήστων κάθε τυχάρπαστου.
Γυρνάς στη ζεστασιά σου, στην υγεία, στην τρυφερότητα. Την ανθρωπιά και την αλληλεγγύη. Τα λεπτά αυτά είναι ξεχωριστά. Η αναμονή για να γυρίσεις σε ανθρώπους που σε στηρίζουν και στέκονται σαν βράχοι δίπλα σου πάντα είναι μοναδική.
Ο δρόμος είναι λίγο μακρύς κι εύχεσαι να ήταν πιο κοντά σου. Πόσο μακριά πήγες σκέφτεσαι, σε τι ξένα τοπία εισήλθες τόσο καιρό; Πώς έγινες ξένος κι εσύ μαζί με τους ξένους, μαζί με τους περαστικούς και πώς άφησες πίσω σου τους γνωστούς, τους οικείους, τους «πάντα εκεί για ‘σένα».
Ποτέ δεν είναι αργά, όμως. Ποτέ δε θα είσαι κάτι φθηνό και ξεχασμένο γι’ αυτούς. Ούτε θα κατηγορηθείς γιατί τους λησμόνησες ασχολούμενος με κάτι άρρωστο και μικρό. Αυτοί που αντιλήφθηκαν την επιστροφή σου, χαμογέλασαν κι αναπνέουν καλύτερα τώρα. Γιατί ξέρουν πως γυρίζεις κοντά τους. Πόσο καιρό σε περίμεναν, ξέρεις; Ναι, τώρα ξέρεις γι’ αυτό και βιάζεσαι. Βιάζεσαι να αισθανθείς την αγκαλιά τους και την καλοσύνη τους. Τη φροντίδα τους και τη μεγαλοψυχία τους.
Λες στον οδηγό του τρένου να πάει πιο γρήγορα. Δεν μπορείς να περιμένεις άλλο. Αγωνιάς για τις πραγματικές στιγμές ευτυχίας. Αγωνιάς για μια πραγματική ένωση με εκείνους που στρώνουν το κόκκινο χαλί για σένα. Με εκείνους που είσαι μια απ’ τις προτεραιότητές τους κι ένας σημαντικός άνθρωπος.
Η ώρα έφτασε. Βρίσκεσαι εκεί που ανήκεις. Τώρα ξέρεις ποιος είσαι και τι θέλεις.
Γράφει η Χρύσα Μπόικου
Πηγή
ξεκλειδώσεις την κλειδαριά που σε κρατούσε φυλακισμένο ή το μαχαίρι για τη διακοπή του γόρδιου δεσμού.
Ενός δεσμού ασφυκτικού, αποπνικτικού κι επικίνδυνου. Που ήξερε πολύ καλά πώς να σε τοποθετεί στα μικροπράγματα, πώς να σε κάνει ένα με αυτά. Άνοιγε ένα κουτάκι με τα άχρηστά του και σε έβαζε μέσα, παρέα με ό,τι ήταν ασήμαντο κι αδιάφορο. Το κουτάκι που το είχε για ώρα ανάγκης και το άνοιγε μόνο όταν κάτι μπορεί να του φαινόταν ως εναλλακτική, προκειμένου να κρύψει την ανασφάλειά του.
Σε χρόνους ξεχασμένους το ξεσκόνιζε, το άρπαζε κι έβγαζε από μέσα εσένα. Ξαφνικά εκεί γινόσουν θεός. Ο θεός που πίστευε, ο θεός που λάτρευε, ο θεός που προσκυνούσε. Γιατί εκείνο το λεπτό, εκείνη τη στιγμή ήσουν η λύση του, η επιβεβαίωσή του, το κράτημά του. Και μόλις ξεφούσκωνε όλο αυτό ή αποδεικνυόσουν κάτι αδύναμο για εκείνον σε ξανακλείδωνε. Σε έπαιρνε απ’ το χέρι και χωρίς να το καταλαβαίνεις είχες βρεθεί κιόλας στο ράφι με τα πρόχειρα αντικείμενα, τα σκονισμένα και τα προσωρινώς πεταμένα. Μέχρι να αποφασίσει να σε βάλει και σε καμιά σακούλα σκουπιδιών, οριστικά.
Κι εσύ είτε γιατί τα μάτια σου ήταν κλειστά, είτε γιατί η όρασή σου ήταν μειωμένη έκανες ακριβώς όλα τα παραπάνω. Χωρίς πολλά πολλά, χωρίς αντίσταση, χωρίς «όχι». Ήσουν σίγουρος πως εκεί ανήκεις. Το είχες πιστέψει, το είχες αποδεχτεί πως είσαι μια δεύτερη επιλογή. Ένα μικρό αντικείμενο σαν τόσα και τόσα.
Αλλά έξω ξημέρωσε. Η ώρα είναι οχτώ το πρωί και με ένα μαγικό τρόπο βρήκες τον τρόπο να αποδιωχτείς από μια εγκεφαλική σου βλάβη. Μια τρομακτική σου εθελοτυφλία, μια ανεξήγητη άπνοια. Ξέρεις πια πώς να το κάνεις. Ξέρεις πια πώς να γίνεις ο ήρωας μιας περιπέτειας. Πώς να δράσεις και να ξεφύγεις από κάτι που δεν είσαι εσύ. Από κάτι που δεν είναι ο δικός σου ουρανός, το δικό σου μέρος.
Γιατί το μόνο σίγουρο είναι πως δεν ανήκεις σε ένα τσουβάλι με ξεχασμένα πράγματα ούτε σε ένα συρτάρι που έχει μέσα της Παναγιάς τα μάτια και θέλει ξεσκαρτάρισμα. Ανήκεις κάπου αλλού. Μήπως τελικά ανήκεις σε αυτούς που σ’ αγαπάνε;
Ξέρεις, εκείνους που εξαιτίας της φυλάκισής σου για κάτι που δεν έφταιγες, τους παραμέλησες, τους έβαλες σε δεύτερη μοίρα. Ναι, εκεί ανήκεις. Σε αυτούς που ακόμη σε περιμένουν. Να γυρίσεις πίσω δυνατός. Και θα σε χειροκροτήσουν για ό,τι είσαι, για όποιο σφάλμα έκανες. Θα είναι περήφανοι για σένα που τα κατάφερες κι απέδρασες από κάτι ανθυγιεινό και τοξικό.
Αυτό αναμένουν. Την ανάστασή σου, το χαμόγελό σου, την όρεξή σου για ζωή. Περιμένουν ακόμη να χορέψετε και να τραγουδήσετε. Περιμένουν ακόμα το πάρτι της επανασύνδεσης. Θέλουν να σε αγκαλιάσουν και να σε φιλήσουν. Να σου πουν πόσο τους έλειψες. Γιατί γι’ αυτούς η απουσία σου ήταν πάντα αισθητή. Σε αυτούς όντως έλειπες κι όντως ήθελαν να είναι μαζί σου. Είτε ήσουν νευρικός, είτε σπαστικός, είτε το πιο παράξενο ον στον πλανήτη. Σ’ αγαπούσαν και σ’ αγαπάνε ακόμη γι’ αυτό που είσαι. Γι’ αυτό που νιώθουν, όταν είσαι δίπλα τους.
Ευτυχώς οι ώρες περνάνε γρήγορα απόψε. Βρήκες την πόρτα απ’ το σκοτάδι και καταφθάνεις στο φως. Λίγο ακόμη έχει μείνει και θα είσαι πάλι πίσω. Μακριά από δήθεν αγκαλιές, δήθεν φιλιά, δανεικούς έρωτες. Μακριά από πληγές και σημάδια. Μακριά απ’ τη σκόνη που είχες πιάσει καθηλωμένος στο κουτί των αχρήστων κάθε τυχάρπαστου.
Γυρνάς στη ζεστασιά σου, στην υγεία, στην τρυφερότητα. Την ανθρωπιά και την αλληλεγγύη. Τα λεπτά αυτά είναι ξεχωριστά. Η αναμονή για να γυρίσεις σε ανθρώπους που σε στηρίζουν και στέκονται σαν βράχοι δίπλα σου πάντα είναι μοναδική.
Ο δρόμος είναι λίγο μακρύς κι εύχεσαι να ήταν πιο κοντά σου. Πόσο μακριά πήγες σκέφτεσαι, σε τι ξένα τοπία εισήλθες τόσο καιρό; Πώς έγινες ξένος κι εσύ μαζί με τους ξένους, μαζί με τους περαστικούς και πώς άφησες πίσω σου τους γνωστούς, τους οικείους, τους «πάντα εκεί για ‘σένα».
Ποτέ δεν είναι αργά, όμως. Ποτέ δε θα είσαι κάτι φθηνό και ξεχασμένο γι’ αυτούς. Ούτε θα κατηγορηθείς γιατί τους λησμόνησες ασχολούμενος με κάτι άρρωστο και μικρό. Αυτοί που αντιλήφθηκαν την επιστροφή σου, χαμογέλασαν κι αναπνέουν καλύτερα τώρα. Γιατί ξέρουν πως γυρίζεις κοντά τους. Πόσο καιρό σε περίμεναν, ξέρεις; Ναι, τώρα ξέρεις γι’ αυτό και βιάζεσαι. Βιάζεσαι να αισθανθείς την αγκαλιά τους και την καλοσύνη τους. Τη φροντίδα τους και τη μεγαλοψυχία τους.
Λες στον οδηγό του τρένου να πάει πιο γρήγορα. Δεν μπορείς να περιμένεις άλλο. Αγωνιάς για τις πραγματικές στιγμές ευτυχίας. Αγωνιάς για μια πραγματική ένωση με εκείνους που στρώνουν το κόκκινο χαλί για σένα. Με εκείνους που είσαι μια απ’ τις προτεραιότητές τους κι ένας σημαντικός άνθρωπος.
Η ώρα έφτασε. Βρίσκεσαι εκεί που ανήκεις. Τώρα ξέρεις ποιος είσαι και τι θέλεις.
Γράφει η Χρύσα Μπόικου
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου