ΣΙΝΕ

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2019

Χωρίς λόγια


Δεν έχω περιορισμό στην «γκάμα» των φίλων μου. Έτσι μπορεί να κουβεντιάζω με δεκάχρονους και να κλέβω γνώση από τον μικρότερο έως και στους ογδοντάρηδες και βάλε. Έτσι ο δεκαπεντάχρονος...
προχθές το βράδυ που με πλησίασε στην παγωμένη κεντρική πλατεία των Γρεβενών με ξάφνιασε, όχι μόνο με την ερώτησή του, αλλά και με το οξύ πνεύμα που τον διέκρινε.
«Γιατί κυρ Τάσο στην απάντηση για το άρθρο σας για τη λαϊκή από κάποιον Κώστα δεν απαντήσατε;» Ήταν η ερώτησή του.


Τον κοίταξα διερευνητικά για να καταλάβω πως σκέφτεται. Τέλος του απάντησα καθαρά. Αυτό που ήθελα του λέω να πω για τη λαϊκή το είπα. Δεν απάντησα, γιατί η κακοήθεια της ειρωνείας του δεν με ενδιέφερε. Μπορεί (να) είναι κάποιος βολεμένος και να βλέπει από την δική του σκοπιά, του λέω. Εκείνο όμως που δεν είναι στα μέτρα μου είναι να συνομιλώ με τον κάθε βολεμένο κομπλεξικό Ανώνυμο. Η ανωνυμία του λέω είναι δειλία, είναι φυγή, μία κατάσταση εκτός πραγματικότητας που στον κάθε τέτοιο ανώνυμο δίνει χαρά ή ανεβαίνει το μπόι του. Κατάλαβες, του λέω; Και δεν έχω το δικαίωμα να νομιμοποιώ έναν τέτοιο που νομίζει ότι είναι άνθρωπος, απαντώντας τον.


«Τα λες ωραία, μου λέει ο πιτσιρικάς, γι’ αυτό σε διαβάζω σε κάθε άρθρο που ανεβάζεις στο διαδίκτυο». Γελώντας τον λέω πειραχτικά, «σιγά μη με κάνεις να καβαλήσω σε καλάμι». Σοβαρεύομαι όμως και του λέω ότι γράφω αυτό που αισθάνομαι, όπως το αισθάνομαι και δεν γράφω για να παίρνω βραβεία. Εσύ γράφεις τον ρωτάω; «Όχι δεν μπορώ να γράψω μου λέει, όταν πιάνω το στυλό να γράψω φεύγουν όλα όσα έχω μέσα στο κεφάλι μου». Προσπάθησε, του λέω. Στην αρχή δεν είναι εύκολα, αλλά μετά συνηθίζεις, γίνεται σαν παιχνίδι.
«Κυρ Τάσο, αν μπορούσα να γράψω, θα έγραφα για την πόλη μας». Πολύ ωραίο θέμα του λέω, για ένα παιδί να ασχολείται με την πόλη του. Εγώ ξέρεις παιδεύομαι με την ποίηση και παθαίνω όπως και εσύ, όταν πάω να γράψω αδειάζει και εμένα το κεφάλι μου. Θα ‘θελα πολύ να γράφω ποιήματα για τα Γρεβενά, για το χωριό μου, για τα πέτρινα γεφύρια μας, αυτούς τους αιώνιους συνομιλητές, επίσης για τα βουνά της Πίνδου που ζούμε στις ρίζες και τις πλαγιές της. Αξίζουν όλα αυτά να τα τραγουδάμε, γιατί όλα μαζί είναι το σπίτι μας.
«Εγώ κυρ Τάσο, με λέει, σκέφτομαι αλλιώς. Θα ‘θελα να γράψουμε για την πόλη μας, αλλά δυστυχώς αρνητικά πράγματα. Θέλω, κυρ Τάσο, να βγω και να φωνάξω ότι η πόλη μας είναι ένα νεκροταφείο ζωντανών ανθρώπων, είναι μόνο για να ζουν άνθρωποι που παραιτήθηκαν από τα όνειρα για το πώς θα παλέψουν για να την κάνουν πιο ανθρώπινη. Δες, τώρα τα Χριστούγεννα, κάνουν αυτά τα σπιτάκια ήρθαν πενήντα – εκατό μικρά με τις μάνες τους και με τους κλόουν, χάρηκαν κάπως. Δες όμως άλλες πόλεις, υπάρχει κίνηση, ενδιαφέρον για ζωή, για τη νεολαία. Πήγα στα Τρίκαλα, είδα τόσο κόσμο στο μύλο των ξωτικών πού τα ‘παιξα. Χιλιάδες λαού. Σε όποια πόλη και να πας έχει κάποιο ενδιαφέρον. Εδώ τι γίνεται; Ο δήμαρχος στα Τρίκαλα, εκτός τον μύλο των ξωτικών, έκανε το ποτάμι, το καθάρισε... Βλέπεις σε όλες τις δουλειές του υπάρχει μεράκι. Και εμείς κυρ Τάσο τι κάνουμε; Απόλυτη σιωπή... Βολεύονται όλοι όπως στρώσανε για πάρτη τους».

Η προσπάθειά μου να τον πείσω ότι φταίει η κρίση, αυτό και εκείνο, δεν τον έπεισαν. Το είδα στα μελαγχολικά του μάτια. Πώς να πείσεις ένα παιδί άλλωστε που είναι στην αυγή της νιότης του, όταν πια δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι ώστε να του ανοίξουμε δρόμους για το όνειρο;

Τάσος Σεβαστιάδης

Δεν υπάρχουν σχόλια: