Γράφει ο Τάσος Σεβαστιάδης
Η λέξη Mάγκα κρατάει από τα προεπαναστατικά χρόνια, τότες που ο οπλαρχηγός που στρατολογούσε άτακτους, τους χώριζε σε ενωματίες και που κάθε ενωματία χωριζόταν σε...
δύο μάγκες.Η μάγκα ήταν ομάδα
άτακτου στρατού. Το όνομα φέρεται ως αλβανικής προέλευσης που σημαίνει ομάδα
οπλοφόρων. Το 1831 και μετά ο Κωλέτης και οι συνκαιριανοί ταλαιπώρησαν τη λέξη και την διέσυραν ως
έννοια, στρατολογώντας το κάθε κατακάθι, για να λύσουν τους μεταξύ τους λογαριασμούς.
Τι είναι λοιπόν
μάγκας; Ο μάγκας είναι εκείνος που
τραγούδησε ο Μπάμπης Μπακάλης: «Μάγκας θα πει φιλότιμος, μάγκας θα πει Δερβίσης,
μάγκας θα πει καλή καρδιά και όμορφες εξηγήσεις…»
Καταρχήν ο μάγκας δεν αυτοπροβάλλεται σαν μάγκας,
τον τιμητικό αυτόν τίτλο του τον
απομένουν οι άλλοι. Τον κερδίζει… Ο μάγκας έχει λόγο. Η κουβέντα του είναι συμβόλαιο. Δεν
κοροϊδεύει… Όταν λέει ΝΑΙ, είναι ναι και
όταν λέει όχι είναι όχι. Γιατί όταν μιλάει, μιλάει… Δεν πέρδεται.
ψευτράκος και μάγκας είναι έννοιες ασυμβίβαστες. Ο μάγκας έχει αρχές. Έχει κώδικα αξιών που
πάει να πει πως όταν μιλάει, όταν υπόσχεται, όταν ενεργεί, είναι ειλικρινής.
Ο μάγκας δεν κάνει
δεύτερες σκέψεις για να στη φέρει. Έχει μπέσα. Και αν γίνει «η στραβή», αν ο
άλλος του τη φέρει, ξέρει να ξεχωρίζει την προδοσία από την μαλακία. Δεν χαραμίζει σάλιο για τον ανίατο ξεφτίλα. Τον
περιφρονεί. Δεν καταφεύγει σε παπατζηλίκια. Ο μάγκας έχει φιλότιμο και
περηφάνια. Δεν βαφτίζει το κρέας ψάρι. Κερδίζει το σεβασμό γιατί έχει Σεβασμό.
Η αυτοπεποίθησή του είναι
στέρεα και όχι μία πρόζα προς τους από κάτω, την ίδια ώρα που ξεσκονίζει τους
από πάνω. Και ο λόγος είναι απλός: Ο μάγκας δεν είναι κωλοτούμπας…
Σε όλους τους τόπους
υπάρχουν τέτοιοι Μάγκες που η μπέσα τους είναι η αξιοπρέπειά τους. Για να ‘σαι
Μάγκας πρέπει να πληροίς όλες τις προϋποθέσεις που αναφέραμε παραπάνω. Μια-δυο
αν δεν τηρείς, μπορεί απλώς να ‘σαι ένας καλός άνθρωπος. Ο μάγκας τα έχει όλα.
Στον δικό μας τόπο
υπήρξαν κατά καιρούς διάφοροι μάγκες, αλλά ο πιο απίθανος και λεβέντης απ’
όλους ήταν ο Κώστας Μπουνόβας. Ο Κώστας γεννήθηκε στη διπλανή μας Κοζάνη γύρω
στα 1918. Περί το 1950 βρέθηκε στα Γρεβενά με ιδιωτικό φορτηγό και αφού
παντρεύτηκε τη γυναίκα του Καλλιόπη, έζησε για πάντα έως την «φυγή» του στα
Γρεβενά.
Τον Κώστα τον γνώρισα
μικρός, καθώς έμενε απέναντι από τη θεία μου Ευγενία Σεβαστιάδου, πεθερά του
Θόδωρου Βλαχάκη παλιού διευθυντή του νοσοκομείου Γρεβενών.
Όταν τον γνώρισα ήταν
ήδη ταξιτζής. Προηγούμενα ο Κώστας με το φορτηγό του συνεταιρίστηκε με τον μπατζανάκη
του, άντρα της κουνιάδας του Νίτσας Τσεμπέρη. Οι δουλειές δεν πήγαν καλά, με
αποτέλεσμα να χάσει το φορτηγό του και να πάει οδηγός στο μεταφορικό αυτοκίνητο
πετρελαίου του Σπύρου Ζαρογιάννη που διατηρούσε βενζινάδικο επί της αρχής της
Θεοδώρου Ζιάκα. Εκεί δούλεψε αρκετά χρόνια, ώσπου έβγαλε άδεια ταξί και δούλεψε
επί πολλά χρόνια με το ταξί του.
Είναι παρομοιώδεις οι
προσπάθειες να «ξεφύγει» από τα μπλόκα της τροχαίας, όπως αυτή της Αλεξάνδρειας,
που ενώ ο τροχονόμος του έκανε σήμα να σταματήσει, αυτός άνοιξε ακόμα μεγαλύτερη ταχύτητα και
όταν κατάλαβε ότι το όργανο της τάξης ακολουθούσε σταθερά από πίσω, κάπου κοντά
στο χωριό Καβάσιλα υπήρχε ένα γεφυράκι, σταματάει και πάει κάτω από το γεφυράκι.
Όταν έφτασε ο τροχονόμος, τότε βγαίνει ο Κώστας από κάτω, «μαζεύοντας τα
παντελόνια του» και στο ερώτημα του οργάνου «γιατί δεν σταμάτησες όταν σε έκανα
σήμα stop» ο Κώστας απάντησε με
ερωτηματικό «μα τι θέλατε, να τα κάνω πάνω μου;»
Ή όταν τον πήγαν στο δικαστήριο, γιατί πάτησε διπλή
γραμμή και στο ερώτημα του προέδρου «στο γιατί πάτησε διπλή γραμμή», απάντησε
με δήθεν αθωότητα, «και τι έγινε κύριε πρόεδρε, μήπως την έβγαλα τα έντερα;»
Με τον Κώστα Μπουνόβα
συνδεθήκαμε με κάποιον τρόπο, γιατί είχε ιδιαίτερη εκτίμηση στο ΚΚΕ και αυτό το
έβλεπε στο πρόσωπό μου, διότι εκείνη την περίοδο ήμουν στο στελεχικό δυναμικό
της Νομαρχιακής Επιτροπής στο νομό μας. Η εκτίμηση που έτρεφε προς το Κόμμα και
η εντιμότητα του, τον ανέβασαν πάρα πολύ στη συνείδησή μου. Η ντομπροσύνη του,
το απέραντο χιούμορ του, η πηγαία λαϊκότητά του, ήταν στοιχεία που όχι απλώς «σε
γέμιζαν το μάτι», αλλά επιδίωκες την παρέα του, γιατί κάτι είχες κάθε φορά να
μάθεις από αυτόν.
Είχε πολύ μεγάλη
αγάπη για την Καλλιόπη, τη γυναίκα του, που χαϊδευτικά και πειραχτικά
αποκαλούσε «προβατίνα μου». Μία Κυριακή απόγευμα γυρίζαμε οικογενειακώς από το
Περιβόλι όπου έχουμε ένα καλοκαιρινό σπίτι προς τα Γρεβενά. Τα παιδιά όπως κάθε
φορά όταν φτάναμε στο Ζιάκα, θέλαν να πιουν ξινόγαλο στο Θύμιο Δασκαλόπουλο.
Εκεί βρήκαμε τον Κώστα Μπουνόβα, να πίνει το ξινόγαλό του. Μας κάλεσε στο
τραπέζι και μας κέρασε. Καθίσαμε καμιά ώρα. Σηκωθήκαμε να φύγουμε κάποια στιγμή
και ο Θύμιος του ‘φερε ένα μπουκάλι γεμάτο ξινόγαλο. Δεν χορταίνεται το άτιμο
του λέω. Δεν το πήρα για μένα με λέει. Τότε για ποιον ρωτάω; Για την «προβατίνα μου» με λέει, εννοώντας
την αγαπημένη του Καλλιόπη.
Το εκλεπτυσμένο και φίνο
του χιούμορ ήταν απολαυστικό. Μία μέρα δούλευε «αγκαζέ» για τη ΔΕΗ. Είχε μέσα
στο ταξί δύο εργάτες (με τα εργαλεία τους) που περνούσαν κολώνες. Καθώς
πήγαιναν μέσα στο αθέριστο σιτάρι για την επόμενη κολώνα, γυρνάει ο Κώστας στο
πίσω κάθισμα που κάθονταν Τάκης Ρόβας και του λέει: «ρε Τάκη για δες, βγάζει
από πίσω η κομπίνα άχυρο;» και εννοούσε βέβαια εκείνο το μερσεντές ταξί του που
έμοιαζε κάπως με τον φαραώ. Και μία άλλη φορά δίπλα στο σπίτι του, στη γωνία
στο υπόγειο, είχε ο Γιώργος ο Τσιώτας το ξυλουργείο του. Στο επάνω μέρος είχε
την έκθεση για τα έπιπλα του. Μέσα εκεί λοιπόν και αφού έβγαλε τα έπιπλα, έβαλε
ένα Land Rover που αγόρασε μεταχειρισμένο και το επιδιόρθωνε. Το διόρθωσε, το
έβαψε, το έκανε «τσίλικο». Μία από τις επόμενες μέρες τον βλέπει ο Μπουνόβας
μέσα και τον λέει με θαυμασμό: «ρε Γιώργη, εσύ το έκανες να ανεβαίνει και στην
κολόνα της ΔΕΗ ρε φίλε, μπράβο σου…»
Αν μιλήσεις με
χίλιους ανθρώπους, θα σου πει ο καθένας και μία παρόμοια ιστορία που δείχνει
όλο αυτό που χωράει σε μία λέξη: ΜΑΓΚΑΣ…
Ο Κώστας έμενε στο
κάτω μέρος ενός διώροφου σπιτιού. Από πάνω έμενε ο κουνιάδος του Χρήστος Σιούλας,
ο οποίος είχε δύο μικρά παιδιά τον Λάκη και τη Λένα και όλη την αγάπη και την
τρυφερότητα του την εξαντλούσε σ’ αυτά,
μιας και δεν είχε δικά του παιδιά.
Αυτός ήταν ο Κώστας Μπουνόβας, μία μεγάλη
καρδιά, με το πηγαίο του χιούμορ να αναβλύζει σαν γάργαρο νερό, με την μπέσα
του χωρίς διαπραγματεύσεις, με μία απέραντη καλοσύνη. Και εκεί που έπρεπε να
είναι αυστηρός, δεν χάριζε κάστανα. Πληρούσε όλες τις αξίες που χαρακτήριζαν τον
μάγκα.
Για μας όλους που
γνωρίζαμε τον Μπουνόβα, ξέραμε ότι αυτός ήταν ο μάγκας του τόπου μας, γι’ αυτό
και τον αγαπούσε όλος ο κόσμος. Αν φανταστούμε τον κόσμο μας σαν ένα δρύινο
δάσος, τότε ο Κώστας ήταν μέσα σε όλο αυτό το
κυπαρίσσι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου