ΣΙΝΕ

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2016

Το γράμμα ενός ηλικιωμένου προς τη γυναίκα που γνώρισε πριν 43 χρόνια, θα αγγίξει την καρδιά σας.

«Πέρασες την ψυχή σου μέσα μου με μια ανάσα, ένα βροχερό απόγευμα, και δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ευγνώμων είμαι. Σε γνώρισα στη...
βροχή την τελευταία μέρα του 1972, την ίδια μέρα που είχα αποφασίσει να σκοτωθώ.»

Το κείμενο που δημοσιεύτηκε στο Craigslist Boston περίπου πριν από δύο βδομάδες, εξιστορεί τις λεπτομέρειες της γνωριμίας ενός βετεράνου του Βιετνάμ και μιας γυναίκας, ενώ εκείνος περιπλανιόταν χωρίς λόγο στη βροχή.

«Είχες βρει καταφύγιο κάτω από το μπαλκόνι του Old State House. Φορούσες μία πετρόλ τουαλέτα, η οποία μου φάνηκε μεγαλοπρεπής και αστεία ταυτόχρονα. Τα καστανά μαλλιά σου ήταν τραβηγμένα στην δεξιά πλευρά του προσώπου σου, και άπειρες φακίδες ήταν σκορπισμένες στους ώμους σου. Δεν είχα ξαναδεί κάτι τόσο όμορφο», λέει το κείμενο.

Ο αγνώστων στοιχείων βετεράνος, οποίος λέει ότι σκόπευε να σκοτωθεί εκείνη τη μέρα, αποδίδει τη σωτηρία του στη γνωριμία μ’ αυτή τη γυναίκα.

«Μου φαίνεται, μετά από εκατομμύρια «αν» και μια ζωή χαμένου ύπνου, ότι η επαφή μας δε χάθηκε καθόλου», λέει στη δημοσίευση. «Βλέπεις, εν τω μεταξύ σ’ αυτά τα 42 χρόνια έζησα μια καλή ζωή. Αγάπησα μια καλή γυναίκα. Μεγάλωσα έναν καλό άντρα. Είδα τον κόσμο. Και συγχώρεσα τον εαυτό μου. Και εσύ είσαι η πηγή όλων αυτών. Πέρασες την ψυχή σου μέσα μου με μια ανάσα ένα βροχερό απόγευμα, και δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ευγνώμων είμαι.»

Όσο αυτό το κείμενο γύριζε το ίντερνετ αυτή τη βδομάδα, κέρδισε επαίνους για την ευγλωττία του και το συγκινητικό του περιεχόμενο.

Το περιοδικό Wired ξεχώρισε το κείμενο σαν την πρώτη διαφήμιση στο Craigslist «υποψήφια για βραβείο Pulitzer» και η Boston Globe είπε ότι «ίσως είναι η πιο αξιοσημείωτη δημοσίευση στο Craigslist στην κατηγορία ‘Χαμένη Επαφή’».

Κάποιοι ωστόσο αμφισβήτησαν την αυθεντικότητα του κειμένου.

Το Reddit βομβαρδίζει με ερωτήσεις για να βρει κενά στην ιστορία. Κάποιοι χρήστες σημείωσαν ότι όντως έβρεχε στη Βοστώνη την τελευταία μέρα του 1972. Άλλοι αμφισβήτησαν την πειστικότητα των λεπτομερειών για τον Πόλεμο του Βιετνάμ.

Απαντώντας στις αμφισβητήσις, η Rebecca Cullers του AdWeek έγραψε: «Καμιά φορά διαβάζεις κάτι τόσο όμορφο που δε σε νοιάζει αν είναι αλήθεια. Η δημοσίευση είναι ένα από αυτά τα πράγματα.»

Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο εδώ:
Σε γνώρισα στη βροχή την τελευταία μέρα του 1972, την ίδια μέρα που είχα αποφασίσει να σκοτωθώ.

Μια εβδομάδα πριν, με εντολή του Richard Nixon και του Henry Kissinger, έκανα τέσσερις εξορμήσεις με B-52 πάνω από το Hanoi. Έριξα 48 βόμβες. Πόσα σπίτια κατέστρεψα, πόσες ζωές τελείωσα, δε θα μάθω ποτέ. Όμως στα μάτια των ανώτερών μου είχα υπηρετήσει τη χώρα μου με τιμή, και έτσι αποστρατεύτηκα με αυτή τη διάκριση.

Το πρωί, λοιπόν, της παραμονής πρωτοχρονιάς, βρισκόμουν σε μια άδεια γκαρσονιέρα στις οδούς Beacon και Hereford με λίγο ουίσκι από τον Τέννεση και τον πόνο της ντροπής να διαπερνά τις εσοχές της ψυχής μου. Όταν το μπουκάλι άδειασε, πήγα στην πόρτα και ορκίστηκα ότι όταν θα επέστρεφα θα έβρισκα το Smith & Wesson όπλο μου στη ντουλάπα και θα έδινα στον εαυτό μου την αποστράτευση που μου άξιζε.

Περπατούσα για ώρες. Γυρνούσα γύρω από το Fenway πριν ξαναγυρίσω πίσω στην Αίθουσα της Συμφωνικής κάνοντας κύκλους ως την εκκλησία της Αγίας Τριάδας. Έπειτα περιπλανήθηκα στο Common, ανέβηκα το λόφο με το χρυσό του τρούλο, και γυρνούσα άστοχα το γοητευτικό λαβύρινθο που χωρίζεται από την οδό Hanover. Μέχρι να φτάσω στην παραλία, ο γκρίζος ουρανός είχε ανοίξει και το ψιλόβροχο έγινε ελαφριά βροχή. Η βροχή στη συνέχεια έδωσε τη θέση της στην καταιγίδα. Κι ενώ οι άλλοι κινούνταν προς υπόστεγα και προθάλαμους, εγώ περπατούσα αργά στη βροχή. Μάλλον πίστευα, ή ήλπιζα, ότι θα ξεπλύνει το στρώμα ενοχής που είχε τυλίξει την καρδιά μου. Δεν το έκανε φυσικά, κι έτσι άρχισα να παίρνω το δρόμο της επιστροφής για τη γκαρσονιέρα.

Και τότε σε είδα.

Είχε βρει καταφύγιο κάτω από το μπαλκόνι του Old State House. Φορούσες μία πετρόλ τουαλέτα, η οποία μου φάνηκε μεγαλοπρεπής και αστεία ταυτόχρονα. Τα καστανά μαλλιά σου ήταν τραβηγμένα στην δεξιά πλευρά του προσώπου σου, και άπειρες φακίδες ήταν σκορπισμένες στους ώμους σου. Δεν είχα ξαναδεί κάτι τόσο όμορφο.

Όταν ήρθα δίπλα σου κάτω από το μπαλκόνι, με κοίταξες με τα μεγάλα πράσινα μάτια σου, και ρώτησες αν φαινόταν ότι έκλαιγες. Σε ρώτησα αν είσαι καλά. Είπες πως υπήρξες και καλύτερα. Σε ρώτησα αν θες να πιεις καφέ. Απάντησες ότι ήθελες μόνο αν ερχόμουν μαζί σου. Πριν καταφέρω να χαμογελάσω, με άρπαξες από το χέρι και με οδήγησες με φόρα μέσα από το Downtown Crossing στο Neisner.

Καθίσαμε στον πάγκο και μιλήσαμε σαν παλιοί φίλοι. Γελάσαμε και θρηνήσαμε, και μου εκμυστηρεύτηκες ότι ήσουν αρραβωνιασμένη με κάποιον που δεν αγαπούσες, έναν τραπεζίτη από μια αριστοκρατική οικογένεια της Βοστώνης. Έναν Cabot, ή Chaffee. Τέλος πάντων, οι γονείς του είχαν οργανώσει ένα σουαρέ για να υποδεχτούν το Νέο Έτος, εξού και το φόρεμα.

Από την πλευρά μου, μοιράστηκα περισσότερα απ’ όσα φανταζόμουν εκείνη τη στιγμή. Δεν ανέφερα το Βιετνάμ, αλλά μου έδωσες την αίσθηση ότι έβλεπες έναν πόλεμο μέσα μου. Ακόμη κι έτσι, τα μάτια σου δε μου έδειξαν σημάδια λύπησης, και σε αγάπησα γι’ αυτό.

Μετά από μια ώρα, σου ζήτησα συγγνώμη για να πάω στην τουαλέτα. Θυμάμαι που κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Αναρωτήθηκα αν θα πρέπει να σε φιλήσω, να σου πω τι έκανα από το πιλοτήριο εκείνου του βομβαρδιστικού αεροπλάνου μια βδομάδα πριν, αν έπρεπε να επιστρέψω στο όπλο που με περίμενε.

Αποφάσισα τελικά ότι δεν άξιζα αυτό το φιλί της ζωής που μου έδινε μια ξένη με μια πετρόλ τουαλέτα, αλλά το να γυρίσω την πλάτη μου σ’ αυτή τη γλυκιά απρόσμενη τύχη θα ήταν ντροπή.
Καθώς επέστρεφα στον πάγκο, η καρδιά μου χοροπηδούσε στο στήθος μου σαν το σφυρί ενός θυμωμένου δικαστή, και το μέλλον – το δικό μας μέλλον – πετάριζε στο μυαλό μου. Αλλά όταν έφτασα, είχες φύγει. Ούτε τηλέφωνο, ούτε σημείωμα, τίποτα.

Η σύνδεσή μας έληξε το ίδιο παράξενο που άρχισε. Ήμουν συντετριμμένος. Πήγαινα στο Neisner κάθε μέρα για ένα χρόνο, αλλά δε σε είδα ξανά. Κατά έναν ειρωνικό τρόπο, το βάσανο της εγκατάλειψής σου φαινόταν να καταπίνει το μίσος μου για μένα, και η προοπτική της αυτοκτονίας ήταν λιγότερο ελκυστική απ’ το να ανακαλύψω τι είχε γίνει σ’ εκείνο το μαγαζί. Η αλήθεια είναι πως ποτέ δε σταμάτησα να αναρωτιέμαι.

Τώρα πια έχω γεράσει, και μόλις πρόσφατα αφηγήθηκα αυτή την ιστορία για πρώτη φορά σε κάποιον, έναν φίλο από το VFW. Πρότεινε να σε ψάξω στο Facebook. Του είπα ότι δεν ήξερα τίποτα για το Facebook, και τα μόνα πράγματα που ήξερα για σένα ήταν το όνομά σου και ότι κάποτε έμενες στη Βοστώνη. Κι ακόμη αν κάποτε από θαύμα βρισκόσουν μπροστά μου, δεν είμαι σίγουρος ότι θα σε αναγνώριζα. Ο χρόνος είναι σκληρός

Ο ίδιος αυτός φίλος μου έχει μια ιδιαίτερα ευσυγκίνητη κόρη. Αυτή με έφερε εδώ στο Craigslist και αυτές τις «Χαμένες Επαφές». Κι ενώ ρίχνω το κέρμα μου σ’ αυτό το μαγικό πηγάδι του σύμπαντος, μου φαιίνεται, μετά από εκατομμύρια «αν» και μια ζωή χαμένου ύπνου, ότι η επαφή μας δε χάθηκε καθόλου.

Βλέπεις, εν τω μεταξύ σ’ αυτά τα 42 χρόνια έζησα μια καλή ζωή. Αγάπησα μια καλή γυναίκα. Μεγάλωσα έναν καλό άντρα. Είδα τον κόσμο. Και συγχώρεσα τον εαυτό μου. Και εσύ είσαι η πηγή όλων αυτών. Πέρασες την ψυχή σου μέσα μου με μια ανάσα ένα βροχερό απόγευμα, και δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ευγνώμων είμαι.

Πέρασα και δύσκολες μέρες, Η γυναίκα μου πέθανε πριν τέσσερα χρόνια. Ο γιος μου τον επόμενο χρόνο. Κλαίω πολύ. Κάποιες φορές λόγω μοναξιάς, άλλες φορές δεν ξέρω γιατί. Μερικές φορές ακόμα μυρίζω τον καπνό από το Hanoi. Καμιά φορά όμως παίρνω ένα δώρο. Ο ουρανός αγριεύει, τα σύννεφα κρύβουν τον ήλιο, και η βροχή ξεκινά να πέφτει. Κι εγώ θυμάμαι.

Έτσι λοιπόν, όπου κι αν έχεις πάει, όπου κι αν είσαι, ό, τι κι κάνεις, να ξέρεις αυτό: είσαι ακόμα μαζί μου.

πηγή

Δημοφιλείς αναρτήσεις